του Κωνσταντίνου Πουλή

Χρειάζεται εδώ προσοχή για το θέμα του μαχαιριού. Αναφέρεται ο μάρτυρας πράγματι στο μαχαίρι, αλλά λέει ότι δεν τον έχει δει να το κρατάει μέσα στο μαγαζί και ότι αυτό το μαχαίρι ήταν για δουλειές, δεν ήταν για να κάνει κανείς ληστεία. Όπως λέει πιο κάτω, άνθρωπος που πάει να κάνει ληστεία δεν παίρνει μαχαίρι για αχλάδι και καρότα. Χρειάζεται προσοχή όμως σε αυτό το στοιχείο. Το μαχαίρι δεν βλέπει να το κρατάει μέσα στο μαγαζί. Παρεμπιπτόντως, η υπεράσπιση πάντα αναφέρει ότι το μαχαίρι διακρίνεται στο βίντεο, αλλά εννοούν μία λάμψη την οποία ερμηνεύουν ως λάμψη από το μαχαίρι. Στην πραγματικότητα ο Ζακ κρατάει τον πυροσβεστήρα, δεν κρατάει κανένα μαχαίρι τότε, και το μαχαίρι εμφανίζεται όταν πια βρίσκεται έξω.

Ρωτάει η έδρα αν το φύτεψαν το μαχαίρι, που δεν είναι καθόλου παράλογη ερώτηση, και απάντησε ότι μπορεί να το βρήκε όταν ήταν έξω, πεσμένο από τα τραπέζια, διότι το μαχαίρι αυτό ήταν «για λεμόνια και καρότα», δεν ήταν μαχαίρι για να πας να κάνεις ληστεία.

Ερωτάται στη συνέχεια αν ο Ζακ συνιστούσε κίνδυνο για τους αστυνομικούς ή τον κόσμο και δίνει μια πολύ χαρακτηριστική απάντηση:

«Καραγ: Προσωπική μου εκτίμηση, γνώμη. Ένας άνθρωπος που έχει φάει τόση κλωτσιά στο κεφάλι, μετά από δέκα λεπτά ξεψύχησε. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να σκέφτεται λογικά, να επιτεθώ σε κάποιον. Ο άνθρωπος πόναγε και έπρεπε να φύγει από εκεί με οποιοδήποτε τρόπο, προσπαθούσε να φύγει από κει που τον πονάγανε. Δεν νομίζω ότι είχε την αίσθηση «να πιάσω μαχαίρι».

Παπαπ: Αμυνόταν ο Κωστόπουλος;

Καραγ: Όχι, τι να αμυνθεί; Αυτό που λέμε την έκφραση, ότι «κάποιον που είναι κάτω δεν τον χτυπάς». Εγώ πιο πολύ φοβόμουν τους κατηγορουμένους, όχι τον ληστή. Βλέπατε να επιτίθεται για να σκοτώσει; Είχε συνείδηση; Πιστεύω ότι. Προσπαθείς να φύγεις από κει που πονάς. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν με τους αστυνομικούς, μπορώ να το πω;

Πρ: Πείτε μας.

Καραγ: Ότι ένας αστυνομικός που ήταν εκπαιδευμένος, υποτίθεται για την ασφάλειά μου, να μην μπορεί να ξεχωρίσει αν ένας άνθρωπος είναι ετοιμοθάνατος ή επικίνδυνος. Ο άνθρωπος μετά από πέντε λεπτά πέθανε και θεωρήθηκε αξιόμαχος και επικίνδυνος».

Καταλαβαίνω ότι αυτό αφορά την ενοχή των αστυνομικών, που έχουν αθωθωεί πρωτοδίκως, όχι των άλλων δύο, αλλά εις ό,τι μας αφορά είναι απολύτως κρίσιμο. Ο περιβόητος μάρτυρας με την κοτσίδα είναι ο άνθρωπος που έσωσε την τιμή των υπολοίπων με την παρέμβασή του και το ίδιο έκανε και με την κατάθεσή του στο δικαστήριο.

Σε αυτή τη φάση βεβαίως δεν κρίνεται η ενοχή των αστυνομικών, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε ότι παρά την αθώωση, αυτή η υπόθεση περιέχεται στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Η αθώωση των αστυνομικών, παρά το βίντεο, φιγουράρει εκεί ως παράδειγμα της υποχώρησης του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Πριν να φτάσουμε λοιπόν σε ευρωπαϊκό δικαστήριο για να μετρήσουμε μία ακόμη καταδίκη στον μεγάλο σωρό από ευρωπαϊκές καταδίκες της χώρας μας, ας αναφερθούμε σε κάτι που παραμένει ανοικτό στη συνείδησή μας: ότι οι άνθρωποι αυτοί όφειλαν να διακρίνουν αυτό που διέκρινε ο μάρτυρας. Το «λάθος» τους αυτό στοίχισε μια ζωή.

Γιατί το επιχείρημά τους είναι ότι εκείνη την ώρα έβλεπαν κάποιον να επιτίθεται με μαχαίρι, να επιτίθεται με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί, όπως είχε πει η δικηγόρος των αστυνομικών, φέρνοντας και ένα πλεξιγκλάς για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση. Ο μάρτυρας αυτός βρισκόταν εκεί και φαίνεται ότι μπόρεσε πάνω στην ίδια την ώρα που εξελισσόταν το περιστατικό, να σκεφτεί αυτό που σκεφτόμαστε όλοι όταν βλέπουμε το βίντεο: ότι ήταν λιντσάρισμα, ότι ένας ανήμπορος άνθρωπος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από επιθετική πολυπληθή ομάδα και ότι αυτό φαινόταν δια γυμνού οφθαλμού, αν δεν ήσουν στη μεριά των δολοφόνων.

Λέγοντας ότι τον Ζακ τον τσάκισαν στο ξύλο μέρα μεσημέρι, ήταν ο μόνος από αυτό το απαθές ή συνένοχο πλήθος που φώναξε ότι αυτό είναι λιντσάρισμα και έτσι το περιέγραψε στο δικαστήριο. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος αυτός είπε και έκανε αυτά που θα είχαν αλλάξει την πορεία των πραγμάτων αν υπήρχε κάποιος ακόμα στο πλευρό του.

Πριν τελειώσουμε, μια μικρή εξοικείωση με τη δικανική ορολογία. Όταν ξεκινά η διαδικασία, ακούμε επανειλημμένα τον συνήγορο υπεράσπισης των κατηγορουμένων να αναφέρεται σε «φερόμενα» χτυπήματα, αυτό που λέει το λεξικό ότι σχετίζεται με μία φήμη ή αντίληψη. Αυτά που για μας είναι με βάση το βίντεο αλύπητα και επίμονα χτυπήματα που οδήγησαν έναν άνθρωπο στο θάνατο, γίνονται ξαφνικά «φερόμενα» χτυπήματα: πάει να πει, αυτά που η μία πλευρά επιθυμεί να ονομάσει χτυπήματα, τα οποία ωστόσο δεν έχουν αποδειχθεί κιόλας, ας μη βιαζόμαστε λοιπόν, μπορεί και να μην ήταν, μπορεί να μας φάνηκε, λοιπόν ας ακριβολογούμε καλύτερα: τα περιγράφουμε με προσοχή και αποστασιοποίηση ως «αυτά που κάποιοι ονομάζουν χτυπήματα».

Να πούμε, τέλος, ότι η διαδικασία έχει πάντοτε ένα μικρό στοιχείο περιπέτειας, με την έννοια ότι δεν λείπουν οι προκλήσεις από την πλευρά των συνηγόρων και η επίμονη προσπάθεια της έδρας να τιμωρεί το κοινό προκειμένου να κάθεται ήσυχο. Είχαμε τη σύλληψη σκιτσογράφου επειδή τόλμησε να τραβήξει φωτογραφία και την Τρίτη είχαμε την αποβολή δύο ατόμων από την αίθουσα επειδή κάτι έκαναν που κανείς δεν κατάλαβε. Ρώτησαν οι ίδιοι, ρώτησε η Άννυ Παπαρρούσου, εκ μέρους της υποστήριξης κατηγορίας, η πρόεδρος δεν καταδέχτηκε να δώσει εξηγήσεις για το αν αυτοί οι άνθρωποι μίλησαν, γέλασαν, ή τελοσπάντων τι άλλο έκαναν. Η αλήθεια είναι ότι αν είχαν κάνει κάτι πάρα πολύ ενοχλητικό δεν θα χρειαζόταν να ρωτάμε, θα το είχαμε καταλάβει διότι θα ενοχλούσαν.

Ο Χορταριάς πάντως παραπονέθηκε ότι όταν βγήκαν έξω του μίλησαν άσχημα και έχει επηρεαστεί η ψυχολογική του κατάσταση, την οποία ανέλαβε να αποκαταστήσει ο γιος του με επίθεση στη Μαρία Λούκα, γι’ αυτό έφτυσε στις σκάλες του εφετείου δίπλα της, όπως καταγγέλλει η ίδια (εγώ δεν ήμουν πια στην αίθουσα, είχα φύγει για να προλάβω το ραδιόφωνο.)

Οι φράσεις στο κείμενο είναι από το παρατηρητήριο της δίκης, με μικρές παραλλαγές από τις σημειώσεις μου.