Οι ευθύνες των αστυνομικών αρχών αναδείχθηκαν για ακόμα μία φορά κατά τη δίκη για τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων, με τον ιατροδικαστή και τεχνικό σύμβουλο της οικογένειας, Δημήτρη Γαλεντέρη να τονίζει ότι αν ο φρουρός ασφαλείας είχε παρέμβει έγκαιρα και «δεν υπήρχε το τελευταίο χτύπημα, ίσως η Κυριακή να είχε σωθεί». Επίσης, ο ψυχίατρος Δημήτρης Καραΐσκος, τεχνικός σύμβουλος της μητέρας της Κυριακής, απέκλεισε πλήρως το ενδεχόμενο ο γυναικοκτόνος, Θανάσης Κουρέλης, να βρισκόταν σε κατάσταση «μανιακού επεισοδίου» διπολικής διαταραχής κατά την τέλεση του εγκλήματος, όπως υποστηρίχτηκε από άλλον ψυχίατρο σε προηγούμενη δικάσιμο.

Ο κ. Γαλεντέρης, κατά τη σημερινή του κατάθεση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου έκανε σαφέστατα λόγο για ένα προσχεδιασμένο έγκλημα με «δυνατά χτυπήματα», με μοναδικό σκοπό τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα.

Σε ερώτηση που του τέθηκε για το αν η άμεση παρέμβαση ενός φρουρού ασφαλείας θα μπορούσε να είχε σώσει τη ζωή της 28χρονης, εκείνος απάντησε θετικά: «Ναι. Τα πρώτα τέσσερα τραύματα δεν ήταν θανατηφόρα. Το πέμπτο ήταν εκείνο που προκάλεσε την ακατάσχετη αιμορραγία και τον θάνατο».

«Είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του»

«Το μαχαίρι διέσπασε το οστό και διείσδυσε στον πνεύμονα. Η βία ήταν ακραία. Τα χτυπήματα δεν ήταν τυχαία ή σπασμωδικά. Ηταν στοχευμένα. Είδα το βίντεο, περπάτησα τη διαδρομή του. Κάθε του κίνηση έδειχνε απόλυτο έλεγχο: οδήγησε, πάρκαρε, κινήθηκε με ακρίβεια. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη σύγχυσης ή αποπροσανατολισμού. Δεν υπήρχε απώλεια συνείδησης. Οι πράξεις του ήταν αποτέλεσμα καθαρής βούλησης» τόνισε ακόμα, διαφωνόντας πλήρως με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης του κατηγουμένου ότι ο γυναικοκτόνος στερούνταν ή ήταν μειωμένου καταλογισμού κατά την τέλεση του εγκλήματος.

«Έχει αρκετές νοσηλείες, δεν έχουν καταγράφει μανιακά επεισόδια. Δεν είμαι ειδικός αλλά ξέρω να το αναγνωρίσω, δεν περιγράφεται πουθενά… Αν υπέστη μανιακό επεισόδιο την ώρα εκείνη, θα διαπιστωνόταν όταν εξετάστηκε από ψυχιάτρους» είπε ακόμα.

Όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ και φαρμάκων από τον κατηγορούμενο πριν εκείνος δολοφονήσει την πρώην σύντροφό του, ο ιατροδικαστής είπε: «Η ποσότητα αλκοόλ ήταν εντός των ορίων που επιτρέπουν την οδήγηση. Ούτε τα φάρμακα φαίνεται να επηρέασαν τη σκέψη του. Είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του».

Ο μάρτυρας, επίσης, αναφέρθηκε στα «κενά μνήμης» που επικαλείται ο κατηγορούμενος, λέγοντας ότι «δεν υπάρχει “τέλεια” απώλεια μνήμης. Η επιλεκτική αμνησία δεν συνάδει με την ιατρική επιστήμη. Ακόμη και στην κατανάλωση αλκοόλ υπάρχει προσαρμογή του οργανισμού. Δεν διακρίνεται διαταραχή σκέψης ή συνείδησης που να δικαιολογεί τη συμπεριφορά του».

Σχετικά με τη διάγνωση της διπολικής διαταχής που η οποία καταγράφεται για πρώτη φορά το 2020 δήλωσε πως δε τον βρίσκει σύμφωνα και πως ενδεχομένως γράφτηκε στη συνταγογράφηση για να «ξεκλειδώνει πεδία φαρμακευτικής αγωγής».

Για την απόπειρες αυτοκτονίας που έχει αναφερθεί ότι έκανε ο κατηγορούμενος, ο ιατροδικαστής έκρινε πως «οι απόπειρες δεν έγιναν με σκοπό να καταλήξει».

Αντίστοιχη θέση διατύπωσε και η ψυχίατρος Μυρτώ Σαμαρά – Οικονόμου, κατά την χθεσινή δικάσιμο, λέγοντας, μάλιστα, ότι οι απόπειρες αυτοκτονίες μπορεί να ήταν και χειριστικές.

«Το μανιακό επεισόδιο έχει διάρκεια»

Στη συνέχεια, κατέθεσε ο Δημήτρης Καραΐσκος, τεχνικός σύμβουλος της μητέρας της Κυριακής, ο οποίος, με τη σειρά του, απέκλεισε το ενδεχόμενο μανιακού επεισοδίου, επισημαίνοντας «Δεν θεωρώ ότι εκείνη την ώρα έδρασε η νόσος και επηρέασε την πράξη του».

Όπως εξήγησαν και άλλοι ψυχίατροι, είπε «το μανιακό επεισόδιο έχει διάρκεια, δεν μπορεί για δέκα λεπτά να έχω μανιακό και μετά να κλείνει ο διακόπτης. Χρειάζεται τουλάχιστον μια εβδομάδα. Οι ουσίες μπορούν να κάνουν μανιακό επεισόδιο, αλλά δεν είναι η αρρώστια…. Δεν μαζεύεται το μανιακό, μπορεί να μας πάρει και μήνες με φάρμακα».

Ακολούθησαν καταθέσεις συγγενών του θύματος, οι οποίοι περιέγραψαν την κακοποιητική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, αλλά σχολίασαν και τις ευθύνες των αστυνομικών. Ενδεικτικά, ο θείος της Κυριακής, αστυνομικός, είπε για τους συναδέλφους του:

«Θα μπορούσε μόνο να εξέλθει ένας αστυνομικός και να φωνάξει “ε! τι κάνεις”, μια φωνή. Αστυνομικός με στολή και μόνο, αυτό θα ήταν αποτρεπτικό. Ούτε ένας δεν έκανε το σωστό… Θα μπορούσε να τη σώσει ακόμη και από το τηλεφωνικό κέντρο, να της έλεγε “κάτσε εκεί” αφού φοβάσαι. Θα μπορούσε να τη σώσει και από χιλιόμετρα μακριά…».