Ρεπορτάζ της Ηλιάνας Ζερβού
Η αίθουσα του κτιρίου 9 ήταν γεμάτη από κόσμο, ορισμένοι/ες καθιστοί/ες, ορισμένοι/ες όρθιοι/ες, όλοι/ες αναμέναμε με κάποια αγωνία την απολογία του γυναικοκτόνου και την πρόταση της εισαγγελέως. Πρόκειται για μία εμβληματική δίκη για τα έμφυλα εγκλήματα, καθώς, θεωρώ, θέτει στο επίκεντρο τον τρόπο που οι γυναικοκτονίες αντιμετωπίζονται μέσα στις δικαστικές αίθουσες. Δηλαδή, πως ψυχιατρικοποιούνται οι πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας.
Ο δράστης ανέβηκε στο βήμα με κατεβασμένο το κεφάλι, μιλούσε σιγανά και μπερδεμένα, μέσα από τα δόντια του, χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις. Οι μόνες φορές που έσπαγε η απόλυτη ησυχία, ήταν για να διαμαρτυρηθούμε ότι δεν ακούμε τις απαντήσεις του κατηγορούμενου. Η πρόεδρος ξέσπασε, λέγοντας: «Εδώ δεν είναι σίριαλ».
Σκέφτηκα ότι δίκες αυτού του τύπου, πράγματι, αντιμετωπίζονται, συχνά, από ένα μεγάλο αριθμό μέσων «ενημεροδιασκέδασης» ως ένα σίριαλ, μία «σαπουνόπερα» της πραγματικής ζωής, με τρόπο που αποτελεί μέρος του βαθύτερου, κοινωνικού προβλήματος. Ωστόσο, μάλλον η λύση δεν είναι η παρεμπόδιση της δημοσιότητας τους..
Πρόεδρος σε γυναικοκτόνο: «Θα την σκοτώνατε όπου την βρίσκατε. Μέχρι τελικής εξόντωσης»
Η απολογία του γυναικοκτόνου χαρακτηρίστηκε από αντιφάσεις, ενώ δεν απαντήθηκαν κρίσιμες ερωτήσεις της έδρας για εκείνο το τραγικό βράδυ, με τον ίδιο να μένει πιστός στους ισχυρισμούς του περί «κενών μνήμης». «Γιατί το κάνατε αυτό;» τον ρώτησε ήρεμα η πρόεδρος της έδρας, η οποία – προς έκπληξή μας – απευθυνόταν στον κατηγορούμενο χρησιμοποιώντας πότε α’ και πότε β’ πληθυντικό. «Θυμάμαι μόνο ότι ήμουν σπίτι, έπινα και πήρα το μαχαίρι για να κάνω κακό στον εαυτό μου» απάντησε εκείνος.
Αφού περιέγραψε ότι ο χωρισμός τους ήταν απόφαση της δολοφονηθείσας Κυριακής κι ότι εκείνος δεν είχε σταματήσει να ελπίζει σε μία επανασύνδεση, αναφέρθηκε στο προηγούμενο βράδυ της γυναικοκτονίας. Εκείνη τη νύχτα την επισκέφτηκε στο σπίτι της και, σύμφωνα με τον ίδιο, «χάρηκε που με είδε, μου άνοιξε και μπήκα. Θυμάμαι ότι μιλήσαμε, κλάψαμε, γελάσαμε, κάναμε έρωτα». Συνέχισε λέγοντας ότι εκείνη η επίσκεψη κράτησε τρεις ώρες περίπου κι έκλεισε με τους δύο τους να συμφωνούν πως θα τηλεφωνηθούν την επομένη. Ακόμα, είπε ότι ενώ εκείνος ήλπιζε σε μία επανένωση, η Κυριακή δεν τον πήρε τηλέφωνο.
Η πρόεδρος δεν έκρυψε την αμφισβήτηση της στα λεγόμενα του κατηγορουμένου. «Θα την σκοτώνατε όπου την βρίσκατε. Μέχρι τελικής εξόντωσης. Είχατε πολύ θυμό μέσα σας, δεν μπορεί να ήταν επειδή δε σας πήρε τηλέφωνο» είπε οξύνοντας τον τόνο της ελαφρά. Συμπλήρωσε: «Δε την πήρατε εσείς τηλέφωνο γιατί το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν το ρομαντικό βράδυ που λέτε. Ήταν βράδυ ξεκαθαρίσματος και αυτό σας πείραξε».
Ο δράστης επέμενε ότι ο στόχος του ήταν να βλάψει τον εαυτό του μπροστά στα μάτια της Κυριακής και όχι να κάνει κακό στην ίδια. «Ήθελα να κάνω κακό στον εαυτό μου, ήθελα να την πονέσω» είπε. Προσωπικά, θεωρώ απόλυτα ψευδή τη συγκεκριμένη δήλωση, αλλά, ταυτόχρονα ιδιαίτερα κρίσιμη. Εκτιμώ πως αποδεικνύει την χειριστική σκέψη που διέπει τον κατηγορούμενο, τον συναισθηματικό εκβιασμό και τα ψυχικά βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλε την Κυριακή για χρόνια, προκειμένου να χαίρει της φροντίδας και του ενδιαφέροντος της. Μέχρι εκείνη να σταματήσει να του τα προσφέρει. Τότε τη σκότωσε.
Εισαγγελέας σε κατηγορούμενο: «Γιατί δεν αυτοκτονήσατε;»
Αργότερα, η εισαγγελέας εξέφρασε πολλαπλές αμφιβολίες για όσα κατέθεσε ο Θανάσης Κουρέλης. Αφού, λοιπόν, υποστήριζε ότι αυτός που ήθελε να βλάψει ήταν ο εαυτός του και όχι η Κυριακή, τον ρώτησε ευθέως και απότομα: «Γιατί δεν αυτοκτονήσατε εκείνη την ημέρα;»
Στο σημείο αυτό, ο κατηγορούμενος επικαλούμενος την «αμνησία» από εκείνο το βράδυ, απάντησε: «Δεν ξέρω γιατί».
Η πρόεδρος τον ρώτησε αν έχει ακούσει ψέματα, κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης. «Από τους γονείς της ότι υπήρχαν μελανιές, ότι της έκοψα τις παρέες της, ότι της φερόμουν άσχημα, ότι προσπαθούσα να κάνω τον άρρωστο για να πάρω σύνταξη, ότι έχω ναζιστικα σύμβολα τατουάζ. Καθένας που ερχόταν εδώ έλεγε από ένα ψέμα. Όλα είναι ψέματα…» απάντησε εκείνος.
Όσον αφορά την υπόθεση του βιασμού της Κυριακής 3 χρόνια πριν, που φαίνεται πως είχε ως αποτέλεσμα και την αποβολή του παιδιού τους, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε ποτέ βιασμός και πως η κοπέλα είχε επιλέξει να προβεί σε άμβλωση. Συγκεκριμένα, ανέφερε:
«Για το παιδί έχω να πω ότι εκείνη την περίοδο κάναμε μια κουβέντα με τους γονείς της για να μας γράψει η μητέρα μου ένα διαμέρισμα. Είπα “να το δούμε αργότερα” και τότε άρχισαν να νευριάζουν, έφυγα εγώ από εκεί και πήγα στο σπίτι. Ηρθε η Κική, πίναμε τσίπουρο, μετά κάναμε έρωτα και μετά με νεύρα μου έκανε συζήτηση για το διαμέρισμα.
“Άμα είναι θα κάνω κακό στο παιδί” μου είπε. ‘Τι είναι αυτά που λες” της είπα και σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν την κυνήγησα, πήρε τα κλειδιά. Την πήρα τηλέφωνο και μου είπαν ότι αστυνομικοί την πήγαν στη μάνα της. Είχε πάει στην αστυνομία και έκανε τη μήνυση. Βιασμός δεν υπήρχε για αυτό δεν πήγε σε ιατροδικαστή. Και για αυτό το πήρε και πίσω». .
Η εισαγγελέας απηύθυνε απανωτές ερωτήσεις στον δράστη σχετικά με τη μορφή της σχέσης του ζευγαριού στο παρελθόν. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες καταθέσεις μαρτύρων που, είτε περιέγραφαν μία σχέση έμφυλης καταπίεσης, σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης, είτε έναν δεσμό εξάρτησης με συχνούς τσακωμούς, ο Κουρέλης τα παρουσίασε όλα ιδανικά..
Εισαγγελέας: Πώς ήταν η σχέση σας;
Γυναικοκτόνος: Μια χαρά, με την Κυριακή ήμασταν φίλοι, εραστές, αδέρφια.
Ε. : Δεν είχατε εντάσεις;
Γ. : Όχι
Ε: Την είχατε χτυπήσει ποτέ;
Γ: Όχι.
Ε: Τότε, γιατί σας χώρισε;
Γ: Της παρόρμησης.
Ε: Δηλαδή, εκείνη δημιουργούσε τα προβλήματα μας λέτε;
Γ: Ναι.
Ναι, όσο χυδαίο και προκλητικό και να μας φαίνεται, κατά την απολογία του έριξε ευθύνες στο θύμα, για αυτό και δεν θα φαινόταν ιδιαίτερα πειστικός αργότερα, όταν, κλείνοντας, θα έλεγε: «Λυπάμαι πολύ. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση της Κυριακής… άμα ήταν τώρα εδώ θα την άφηνα ήσυχη».
«Δεν την αφήσατε όμως…» σχολίασε με κάποια πίκρα η εισαγγελέας.
Ενοχή και απόρριψη του «ακαταλόγιστου» προτείνει η Εισαγγελέας: «Αποδεικνύεται περίτρανα ότι λειτούργησε ψύχραιμα, ήρεμα και με νηφαλιότητα»
Η εισαγγελέας ανέπτυξε το χρονικό της υπόθεσης και στη συνέχεια ζήτησε να κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την ανθρωποκτονία και το πλημμέλημα της οπλοφορίας – οπλοχρησίας, και να αθωωθεί για το πλημμέλημα της παράνομης χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
Με σταθερότητα και σιγουριά στη φωνή της, η εισαγγελέας αποδέχτηκε σχεδόν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε η πλευρά υποστήριξης της κατηγορίας και απέρριψε κάθετα τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί απουσίας ή μειωμένου «καταλογισμού» (Κατά το άρθρο 34ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη εάν κατά τη διάρκεια τέλεσης της ενέργειας δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή αδυνατούσε να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης).
«Η Κυριακή ήταν ένα καλοσυνάτο κορίτσι, που απολάμβανε την αγάπη από τους γονείς της, οι οποίοι την δίδαξαν ηθικές αξίες» τόνισε, διευκρινίζοντας ότι όλα άλλαξαν όταν η κοπέλα γνώρισε τον κατηγορούμενο. Συνέχισε ότι «παρά το γεγονός ότι δεν τον αποδεχόταν το οικογενειακό της περιβάλλον, η Κυριακή δεν άκουγε τίποτα. Ήταν ερωτευμένη. Η θεία της μας είπε ότι ο κατηγορούμενος κακοποιούσε ψυχολογικά την Κυριακή και ότι όταν της μίλησε, η Κυριακή της είπε “χάνομαι στην αγκαλιά του”».
΅«Η τραγική ειρωνεία είναι πως η Κυριακή ψιθύρισε αυτήν την ίδια φράση λίγο πριν την μαχαιρώσει…» συμπλήρωσε, με ένα ελαφρύ ξεφύσημα.
Όσον αφορά τον κατηγορούμενο, τον περιέγραψε ως ένα χειριστικό άτομο, που βιαιοπραγούσε πάνω στην Κυριακή, την θεωρούσε κτήμα του και προσπαθούσε να την απομονώσει από το φιλικό της περιβάλλον, λέγοντας, μάλιστα ότι το πέτυχε. «Σήμερα επιβεβαίωσε ότι είχε και τους κωδικούς της κι έτσι εξηγείται πως βρέθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Είχε εγκαταστήσει και λογισμικό παρακολούθησης στο smart watch» σημείωσε.
Τα δύο τελευταία λεπτά της Κυριακής
Η εισαγγελέας άρχισε να αφηγείται τα δύο τελευταία λεπτά της ζωής της Κυριακής, που ορισμένοι/ες ακούσαμε σε εκείνο το ανατριχιαστικό ηχητικό και παγώσαμε ή εξοργιστήκαμε. «Η παθούσα συνομιλεί με την Άμεση Δράση κινούμενη με φίλο της. Δέχεται την αιφνιδιαστική επίθεση του κατηγορουμένου από πίσω. Προφανώς την είχε παρακολουθήσει. Είχε σταθμεύσει μοτοσυκλέτα και ήταν περίπου 2 μέτρα από το φυλάκιο σκοπού. Έπεσε με ορμή πάνω της με χρήση οικιακού μαχαιριού που είχε φέρει από το σπίτι του, κατάφερε με σφοδρότητα πολλαπλά χτυπήματα με αποτέλεσμα το θύμα να καταλήξει σχεδόν αμέσως».
Τόνισε, επίσης, για τη στιγμή της γυναικοκτονίας πως χρειάστηκαν μόλις 8 δευτερόλεπτα για να την σκοτώσει: «Έπληξε με μένος 5 μαχαιριές μέσα σε 8 δευτερόλεπτα. Περίπου 2 μέτρα από το φυλάκιο του Αστυνομικού Τμήματος (…) Θεωρώ ότι οι πρώτες δύο είναι στην πλάτη, μετά η Κυριακή γυρίζει να τον κοιτάξει, εκεί είναι οι άλλες δύο και η τελευταία είναι πάλι στην πλάτη…».
Σχετικά με την «απόπειρα αυτοκτονίας» του κατηγορουμένου, μετά τη γυναικοκτονία, η κα.Δημοπούλου είπε ότι «τα τραύματα που προκάλεσε στον εαυτό του ήταν επιφανειακά και δερματικά, το αίμα που διέκριναν στο λαιμό του το ίδιο… Ο κατηγορούμενος έχει συνειδητοποιήσει ότι έχει σκοτώσει την Κυριακή. Δεδομένου ότι έχει πλήρη αντιληπτική ικανότητα, τραυματίζεται χωρίς πρόθεση να σκοτωθεί. Αν ήθελε, θα τα κατάφερνε, όπως κατάφερε να σκοτώσει την Κυριακή. Λειτούργησε για να τον λυπηθούν ή για να δηλώσει μείωση καταλογισμού μετέπειτα» ξεκαθάρισε.
Διατύπωσε την πεποίθηση της πως ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε τις κινήσεις της Κυριακής αφού γνώριζε τους κωδικούς του κινητού της. «Για αυτό και εμφανίστηκε αμέσως, μόλις εξήλθαν από το ΑΤ. Είναι τόσο άρρωστος… Όχι ψυχικά, αλλά με την Κυριακή. Είναι παθολογική η ζήλεια του, η “αγάπη” του… Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω…» είπε, με μία εμφανή αμηχανία.
Όσον αφορά τις ψυχιατρικές ασθένειες που επικαλείται ο κατηγορούμενος για να κριθεί «ακαταλόγιστος» και να εκτίσει την ποινή του στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, η εισαγγελέας τόνισε πως «ό,τι ξεσπάσματα είχε οφείλονταν στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και φαρμάκων. Για αυτό για 4-5 χρόνια που δεν κάνει χρήση, δεν υπάρχει καμία νοσηλεία.(..) Οι νοσηλείες του σε παθολογικά και ψυχιατρικά ιδρύματα γίνονται λόγω στερητικών συμπτωμάτων και λόγω χρήσης ναρκωτικών ουσιών, όχι όμως λόγω σοβαρών ψυχικών νόσων».
Προσέθεσε ότι «ουδείς ψυχίατρος διέγνωσε διπολική διαταραχή. Στο μοναδικό έγγραφο που καταγράφεται είναι στη σχετική πλατφόρμα ΙΔΥΚΑ. Μόνο εκεί έχει γίνει διάγνωση, αλλά από τις καταθέσεις μαρτύρων ψυχιάτρων προκύπτει πως για να συνταγογραφήσουν οι γιατροί κάποια φάρμακα αναγκάζονται να επιλέγουν παθήσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είναι το μοναδικό έγγραφο μιας συνταγογράφησης στο ΙΔΥΚΑ… Ενώ δεν έχει προσκομιστεί από τον κατηγορούμενο κάποια γνωμάτευση ή συνεδρίες με ψυχίατρο. Κρίνεται πως η επιλογή της συγκεκριμένης διάγνωσης είναι για τον λόγο της συνταγογράφησης».
Κλείνοντας, διατύπωσε ξεκάθαρα πως οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου «καταρρίπτονται ευθέως» από την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε απο το διορισθέντα στο πλαίσιο της ανάκρισης ψυχίατρο, τον Ιούνιο του 2024, σύμφωνα με την οποία «δεν δικαιολογείται μέθη ή καταστολή του επιπέδου συνείδησης του».
«Τα ίδια φάρμακα να επισημάνω εγώ τα λαμβάνει πάρα πολλά χρόνια και επίσης κατανάλωνε αλκοόλ. Συνεπώς δεν είναι η πρώτη φορά… Γιατί τόσα χρόνια δεν σκότωσε κάποιον;» διερωτήθηκε ακόμα.
Ίσως το πιο συγκλονιστικό κομμάτι από την πρόταση της εισαγγελέως ήταν η ανάγνωση μιας χειρόγραφης επιστολής της Κυριακής που αποδεικνύει περίτρανα, την έμφυλη καταπίεση που βίωνε, αλλά και γιατί τόσα χρόνια ο Κουρέλης «δεν σκότωσε κανέναν άλλον», αλλά εκείνη που ήθελε να εξουσιάζει.
Ορισμένα από τα λόγια της Κυριακής προς τον κατηγορούμενο, λοιπόν, ήταν τα εξής: «Δεν θέλω έναν που να πίνει, να χτυπάει, να σπάει πράγματα με την πρώτη ευκαιρία. Δεν θα είμαι εδώ να το δω, τη στιγμή που θα καταλάβεις ότι κάθε φορά που με χτυπούσες ή με έβριζες τόσο πολύ, εγώ δεν έμενα γιατί είχα λερωμένη τη φωλιά μου, αλλά γιατί σε αγαπούσα».
Δυστυχώς, η Κυριακή δεν είναι εδώ για να δει πολλά άλλα πράγματα, της στερήθηκαν γιατί ήθελε να είναι ελεύθερη.
Η δίκη συνεχίζεται αύριο 28 Ιουλίου με τις αγορεύσεις των συνηγόρων.