του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Ο Πολύκαρπος Γ. συνελήφθη στις 23 Σεπτεμβρίου μετά από ένα φερόμενο ανώνυνο τηλεφώνημα στην Aντιτρομοκρατική, του οποίου ακολούθησε έρευνα στην αποθήκη που νοίκιαζε στο Κουκάκι, εντός της οποίας βρέθηκε ποσότητα εκρηκτικών και πυρομαχικών. Το πλημμέλημα της απλής κατοχής αναβαθμίστηκε αυθαίρετα στο κακούργημα της «κατοχής εκρηκτικών υλών, εκρηκτικών μηχανισμών, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή τροφοδοσία ομάδων, οργανώσεων, ενώσεων προσώπων κλπ».

Αόριστο κατηγορητήριο

Στην αρχή της διαδικασίας, το λόγο πήρε ο Γιάννης Ραχιώτης, δικηγόρος του κατηγορουμένου Πολύκαρπου Γ., ο οποίος επεσήμανε την αοριστία του κατηγορητηρίου. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως η πρώτη πράξη που του αποδίδεται είναι ότι κατείχε εκρηκτικά και είδη πολεμικού υλικού, ενώ η δεύτερη πράξη σφορά 50 φυσσίγγια, τα ποία είναι πυρομαχικά επίσης. Συμπερασματικά, ανέφερε πως το έγκλημα είναι ένα και όχι δύο, ανεξαρτήτως από την ποσότητα. Η δεύτερη ένσταση αφορά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται με σαφήνεια, σε μια σε ποιούς υποτίθεται πως σκόπευε να διαθέσει τα αντικείμενα ο κατηγορούμενος. Επεσήμανε πως τα άγνωστα αντικείμενα που αναφέρονται, δεν μπορούν να υπαχθούν στο νόμο περί όπλων.

Η Εισαγγελέας ισχυρίστηκε πως η αοριστία δεν οδηγεί σε ακυρότητα. Το κατηγορητήριο έχει πάντα μια γενικότητα στην απόδοσή του, το οποίο απέδωσε στην χρονική πίεση της αυτόφωρης διαδικασίας, ενώ στην πορεία. Προσέθεσε πως η αποδεικτική διαδικασία γίνεται για να υπάρξει διασάφηση, καθώς στην πορεία ενδέχεται να αποδειχθεί ότι δεν είχε πρόθεση να διαθέσει τα όπλα για κακούργημα. Σε ότι αφορά τη δεύτερη ένσταση, η Εισαγγελέας σημείωσε πως χρειάζεται να εξεταστεί το τί είναι το κάθε αντικείμενο και γι’ αυτό γίνεται η αποδεικτική διαδικασία. Αποδέχτηκε ως βάσιμο τον τρίτο ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι πρόκειται για μια πράξη και όχι δύο, το οποίο επεσήμανε ότι θα αναλύσει στην πρότασή της.

Ο Γ. Ραχιώτης αντίτεινε πως η ανάκριση κράτησε καιρό, οπότε δεν δικαιολογείται το αόριστο κατηγορητήριο, ενώ ο εισαγγελέας είχε στη διάθεσή του το πλήρες το υλικό. Επεσήμανε πως δεν πρόκειται για νομικό τρικ, αλλά η αοριστία δένει τα χέρια της υπεράσπισης. «Θα φέρω μάρτυρες για να αποδείξω τι εγώ εδώ; Να εξηγήσουν ότι είναι φίλος ή δεν είναι φίλος με την τάδε ή τη δείνα οργάνωση, που θα διέθετε υποθετικά τις ουσίες; Αφού δεν αναφέρει ποια είναι τα άτομα στα οποία θα τα διέθετε».

Αντιφάσεις των μαρτύρων της αντιτρομοκρατικής

Μετά από μικρή διακοπή η έδρα επανήλθε, απορρίπτοντας τις ενστάσεις της υπεράσπισης. Στη συνέχεια κλήθηκε ο μάρτυρας Ιωάννης Σ., ο οποίος υπηρετεί στην Aντιτρομοκρατική υπηρεσία. Ο ίδιος δέχτηκε το τηλεφώνημα ότι στο υπόγειο της αποθήκης βρίσκονται τα αντικείμενα της δικογραφίας, ωστόσο παραδέχεται πως δεν συμμετείχε στην έρευνα και ότι ενημερώθηκε για όσα ακολούθησαν από τα κανάλια. Η πρόεδρος τον ρώτησε αν στο τηλεφώνημα στην Aντιτρομοκρατική, προσδιόρισαν τον κατηγορούμενο ως συνεργό του Παλαιοκώστα, γεγονός που ο ίδιος αρνήθηκε. Ωστόσο, η πρόεδρος του επεσήμανε ότι αυτό προκύπτει από την αρχική κατάθεση του ίδιου του μάρτυρα. Ο Γ. Ραχιώτης επισημαίνει στον μάρτυρα ότι στην κατάθεσή του δεν κάνει λόγο για τον Πολύκαρπο, αλλά για άλλη ύποπτη. Ο μάρτυρας απάντησε πως δεν θυμάται. Η Βούλα Γιαννακοπούλου, συνήγορος υπεράσπισης, ρώτησε τον μάρτυρα αν η υπηρεσία λαμβάνει πολλά τέτοια τηλέφωνα και αν υπάρχει κάποιος μηχανισμός ελέγχου της αξιοπιστίας του, με τον ίδιο να απαντά θετικά στην πρώτη και αρνητικά στη δεύτερη ερώτηση.

Στη συνέχεια κλήθηκε ως μάρτυρας ο αστυνομικός Δημήτριος Π., ο οποίος δήλωσε ότι στις 22 Σεπτεμβρίου 2020 έλαβε την πληροφορία ότι «ο Μ.Τ. που έχει κατηγορηθεί για ληστεία και ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης, παλιός συνεργός του Παλαιοκώστα, διατηρούν αποθήκη με εκρηκτικά και σκοπεύουν να προβούν σε τρομοκρατική πράξη». Ο ίδιος ισχυρίζεται πως αφού επιβεβαίωσαν την πληροφορία και εντόπισαν το κτίριο και την αποθήκη, αποφάσισαν να ερευνήσουν την περιοχή, στη οποία εντόπισαν την επόμενη μέρα έναν άντρα περίπου στα 1,75 με σακίδιο και σορτς, ο οποίος κρατούσε κουβά και κοντάρι και κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο. Όταν τον προσήγαγαν, επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για τον Πολύκαρπο. Η εισαγγελέας του επισημαίνει στον μάρτυρα ότι στην αρχική του κατάθεση περιγράφει λεπτομέρειες σαν να βρίσκεται εκεί, ενώ ο ίδιος δηλώνει πως δεν έκανε έρευνα στο εσωτερικά της αποθήκης.

Στο ερώτημα της εισαγγελίας αν καταθέτει ως μάρτυρας της υπηρεσίας ή ως αυτόπτης στον έλεγχο, εκείνος σημείωσε πως επιτηρούσε. Εκείνη επισημαίνει ότι σε τέτοιες υποθέσεις δεν αρκεί μια απλή αξιολόγηση, αλλά ερευνούνται διεξοδικά. «Με ποια υποψία κατασχέσατε το σημειωματάριο για παράδειγμα; Εσείς, σαν υπηρεσία, πόσους τρομοκράτες, εντός εισαγωγικών, να έχετε; Δεν ερευνάτε από την αρχή μέχρι το τέλος την υπόθεση;». Ο μάρτυρας απάντησε πως το κομμάτι της αξιολόγησης το αναλαμβάνουν άλλοι συνάδελφοι. Δήλωσε προς την έδρα ότι δεν είχε περισσότερες πληροφορίες που να συνδέεται με κάποια μελλοντική επίθεση ή κάποια εγκληματικά στοιχεία και ότι οι αρμοδιότητές του τελείωσαν εκεί. Η Εισαγγελέας αντίτεινε στον μάρτυρα, ότι καλό είναι να σε αυτές τις υποθέσεις να κρατείται ένα αντίγραφο από τις καταθέσεις και να έρχεται διαβασμένος, επισημαίνοντας του πως άλλα λέει στην κατάθεσή του.

Ο Γ. Ραχιώτης με τη σειρά του ρωτάει τον Δημήτριο Π. αν η αποθήκη ήταν νοικιασμένη σε κάποιο όνομα, με τον ίδιο να επαναλαμβάνει ότι δεν έχει ασχοληθεί με την περαιτέρω έρευνα. Παραδέχτηκε ότι δεν είχαν διαπιστώσει να έχει κάνει κάποια διεργασία για να δώσει τα αντικείμενα αλλού, καθώς και ότι διαπίστωσε μόνο την παρουσία του Πολύκαρπου και δεν γνωρίζει κάποια σύνδεση με τους άλλους δύο κατηγορούμενους. Ο Ραχιώτης του υπένθυμίθζει πως στο κατηγορητήριο αναφέρεται πως «τα είχε για να τα χρησιμοποιήσει σε τρομοκρατική ενέργεια», με τον μάρτυρα να δηλώνει πως δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει. Ο Πολύκαρπος αμφισβήτησε την αξιοπιστία της Αντιτρομοκρατικής, δηλώνοντας ότι ο μάρτυρας ψεύδεται, καθώς η σύλληψη δεν έγινε την ώρα που εκείνος έβγαινε από την αποθήκη, αλλά καθώς αποχωρούσε από ένα μαγαζί στο οποίο έτρωγε, γεγονός που αποδεικνύεται και από άλλα έγγραφα.

Παραπληροφόρηση από την ΕΛΑΣ

Ο Γ. Ραχιώτης ζητά να μην διαβαστούν όσα έγγραφα δεν πληρούν τις προβλέψεις του νόμου, καθώς επισημαίνει προβλήματα στην διαδικασία των εκθέσεων, που τις καθιστούν άκυρες. Η έδρα απέρριψε το αίτημα. Σε ότι αφορά συγκεκριμένα το έγγραφο για τους πυροκροτητές, ο Ραχιώτης ανέφερε πως εκεί διαπιστώνονται ως άγνωστο υλικό, επισημαίνοντας δεν μπερδεύτηκε ο εισαγγελέας αλλά δεν διαπιστώθηκε ότι είναι εκρηκτικά Άρα το σύνολο είναι 1,9 κιλά εκρηκτικής ύλης, κατέληξε. Διαβάζει από το σχετικό έγγραφο: «Οι σφαίρες που βρέθηκαν είχαν στο παρελθόν περάσει από κάποιο όπλο, από το οποίο όπλο είχαν περάσει και άλλες σφαίρες που είχαν ριφθεί σε τρομοκρατική ενέργεια». Ο συνήγορος επεσήμανε πως αυτό είναι τραγελαφικό, για και η υπεράσπιση ζητούσε να γίνει πραγματογνομωσύνη, που τελικά δεν έγινε. Μάλιστα όταν έγιναν οι φερόμενες ενέργειες, ο κατηγορούμενος ήταν φυλακή. Ο Ραχιώτης επικαλείται ότι δεν είναι όλα τα ευρήματα στον νομό περί όπλων αλλά αδρανή υλικά, γεγονός που έχει σημασία για την ποινή. Ο κατηγορούμενος εχει αποδεχθεί ότι είναι δικά του, επισημαίνοντας πως το έγγραφο που διαβάσατε πρεπει να διαβαστεί μαζί με άλλη έρευνα που λέει ότι μόνο ορισμένα είναι εκρηκτική ύλη. Εξηγεί πως η εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη λέει ξεκάθαρα ότι δεν είναι και τα 11 κιλά εκρηκτική ύλη, τα  πραγματικά είναι 1,9 κιλά, αλλά τα υπόλοιπα είναι άγνωστες ουσίες.

Ακόμα σχολίασε την παραπλάνηση του κοινού από την ΕΛΑΣ, η οποία διακινούσε την πληροφορία πως το έγγραφο για το PDF με την προκήρυξη της Οργάνωσης Λαϊκής Αυτοάμυνας (Ο.Λ.Α.) που βρέθηκε στον υπολογιστή του κατηγορούμενου είναι πρωτότυπη. Μετά από μηνυτήρια αναφορά στον Άρειο πάγο η αστυνομία παραδέχτηκε πως είναι αντιγραφή απο τρεις ιστοσελίδα (iefimerida, enikos, proto thema), γεγονός που προκύπτει και από τα μεταδεδομένα. Έκανε λόγο για σόου στα μίντια ενώ το έγγραφο ήταν κατεβασμένο από από το Πρώτο Θέμα. Στην επισήμανση της προέδρου πως βρέθηκε DNA του Τάσου Θεοφίλου στο βιβλιοπωλείο red n’ noir, ο Ραχιώτης εξήγησε πως είναι συνεργάτες είναι στο βιβλιοπωλείο.

Καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης

Στο βήμα κλήθηκε ο Ευστάθιος Γεωργιάδης, αδερφός κι συνεργάτης του κατηγορούμενου, δήλωσε ότι «κατεβήκαμε το 2014 από την Θεσσαλονίκη και τον βοήθησα να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο με επιδότηση του ΟΑΕΔ και μετά ανοίξαμε μαζί ένα βιβλιοκαφέ, έπειτα ανοίξαμε ένα στην Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Όλοι μας σχετικοί με κάποιον τρόπο με το βιβλίο, ο Πολύκαρπος έχει εκδόσεις δικές του από το 2006 και στο μεσοδιάστημα αυτό αποφασίσαμε να ανοίξουμε το βιβλιοκαφέ». Αναφερόμενος στα ευρήματα έκανε λόγο για ένα παλιό κατάλοιπο από την προηγούμενη υπόθεση που δεν είχε βρει η αστυνομία και για λόγους ασφαλείας τα μετέφερε. Επεσήμανε ότι δεν είχε σχέσεις με θέματα που σχετίζονται με όπλα, ήταν μια υπόθεση με τον Παλαιοκώστα που ήταν φίλοι, ενώ η προηγούμενη καταδίκη του αφορά πλημμέλημα. Απέρριψε τους ισχυρισμούς της ιδιοκτήτριας της αποθήκης ότι ο κατηγορούμενος έχει πάει στο Κόσοβο να φτιάξει τα δόντια του.

Η Κωνσταντίνα Κ. έκανε λόγο για πολιτική δίωξη, ώστε να παρουσιαστεί ως μέλος οργάνωσης για προμήθεια τρίτων. Διακοπτόμενη συνεχώς από την έδρα, εξηγεί πως αυτό συνηθίζεται σε βάρος ανθρώπων που συνδέονται με το ανταγωνιστικό κίνημα ώστε να αυξάνονται οι ποινές. Ο Ραχιωτης επισημαίνει πως το ερώτημα είναι αν συνδέεται με κάποια παράνομη οργάνωση και όχι αν έχει εκρηκτικά που είναι παράνομο έτσι κ αλλιώς. Ο Πολύκαρπος επισημαίνει πως η πολιτική δίωξη δεν έχει να κάνει με τη κατοχή εκρηκτικών υλών αλλά με τη διόγκωση του κατηγορητηρίου. Αντίστοιχη στάση αντιμετωπίζει ο πανεπιστημιακός Παναγιώτης Πολίτης, ο οποίος εξηγεί πως το κατηγορητήριο προσπαθεί να αποδώσει προθέσεις. Η Εισαγγελέα ρωτάει τον κ. Πολίτη αν κοινος παρονομαστής της γνωριμίας του με τον κατηγορούμενο είναι οι καταλήψεις στις σχολές. Μάλιστα, ρωτάει το εκπαιδευτικό επίπεδο του κατηγορούμενου, επ’ αφορμή των αναφορών του μάρτυρα πως πρόκειται για καλλιεργημένο άνθρωπο. Ο μάρτυρας επισημαίνει πως ο κατηγορούμενος δεν έχει την εγκληματική φυσιογνωμία που προσπαθούν να του δώσουν. «Οι κινήσεις του συνιστούν έλλειψη νηφαλιότητας, όχι εγκληματική δραστηριότητα», επισημαίνεί.

Ο Κώστας Λεγάκης από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων εξηγεί πως τις ημέρες σύλληψης διακινήθηκαν πληροφορίες πως ο Πολύκαρπος είναι εκδότης βιβλίου του Παλαιοκωστα, γεγονός που είναι ψευδές καθώς το έκδωσαν οι ίδιοι. Στη συνέχεια,η σύντροφος και μητέρα του παιδιού του Πολύκαρπου, περιγράφει έναν υποστηρικτικό πατέρα, που το παιδί του τον λατρεύει και δεν θα έκανε κάτι που του στερεί την καθημερινότητα με το γιο του. Με το σκεπτικό ότι τα υλικά είναι ένα βαρίδι του παρελθόντος πανικοβλήθηκε, συμπεραίνει η ίδια, ενώ κάνει λόγο για δυσκολία εισοδημάτων, λόγω της κατάστασης μετά τη σύλληψη, καθώς και την άσχημη ψυχολογία παιδιού. Η μάρτυρας Ανδρονίκη Κ. αναφέρει πως γνωρίζει και τους 3 κατηγορούμενους από τον αναρχικό χώρο, ενώ επισημαίνει τα 2 μέτρα και σταθμά σε ότι αφορά την οπλοκατοχή, αναφέροντας για παράδειγμα πως τον Ιβάν Σαββίδη δεν τον έβαλαν με αλεξίσφαιρο στα δικαστήρια. Η έδρα ζητά το κινητό της δημοσιογράφου του Documento, Δανάης Μπαρτζώκα, για να βεβαιωθεί πως δεν ηχογραφεί.

Απολογίες κατηγορουμένων

Ο Πολύκαρπος επισημαίνει πως αν και δεν υπήρχε πυροτεχνουργός, θα είχε αξία να μαθαίναμε αν είναι καλύτερο να τα έχουμε σε μια αποθήκη ή πεταμένα σε ένα χωράφι. Εξηγεί πως η υπόθεση έχει δύο σκέλη, ένα βαθιά πολιτικό πυρήνα και ένα ποινικό, με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται από μια πλημμεληματική πράξη σε κακούργημα. Καταγγέλλει πως είναι επιλογή να εξαντλείται εκδικητικά το 18μηνο, ενώ έχει στηθεί μια φάμπρικα ανώνυμων τηλεφωνημάτων.Έφερε ως παράδειγμα την υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος δικάστηκε και αθωώθηκε αφού κάθισε 5 χρόνια στη φυλακή, πάλι με ανώνυμο τηλεφώνημα. Επεσήμανε πως δεν αφήνει αιχμές, αλλά το λέει ευθέως πως είναι πολιτική η αναβάθμιση, όχι η δίωξη. Σχολίασε πως η Αντιτρομοκρατική πρέπει να οργανώνεται καλύτερα όταν έρχεται εδώ και να τα βρουν μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, επισημαίνει, η αποθήκη δεν ήταν γιάφκα, αλλά νοικιασμένος επαγγελματικός χώρος στο δικό του όνομα· οι εκδόσεις «Ασύμμετρη Απειλή» είναι κινηματικός χώρος. Ήταν αποθήκη στοκ, ενώ ανάμεσα σε βιβλία βρέθηκε και αυτό το υλικό που δεν βρέθηκε κατά την εξιχνίαση της υπόθεσης Μυλωνά. Εξηγεί πως το 2004 δεν είχαν βρεθεί ούτε όπλα ούτε τίποτα, καθώς ήταν απόπειρα εμπρησμού με γκαζάκια.

Προσθέτει ότι ο Βασίλης Παλαιοκώστας έχει αναλάβει την ευθύνη για τα υλικά και ο αυτός ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη για την κατοχή τους, χωρίς να γνωρίζει απο πού προήλθαν όλα αυτά. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος λέει πως όταν έμαθε ότι θα γίνουν εργασίες στο σημείο, τα μετέφερε καθώς θα ήταν επικίνδυνο να αφήσει μια δευτερογενή εκρηκτική ύλη που κάτω από προϋποθέσεις γίνεται έκρηξη. «Δεν ήταν ενωμένα σε μηχανισμούς. Πότε γίνεται έκρηξη; Όταν είναι εκτεθειμένα σε καιρικές συνθήκες. Όταν είναι για παράδειγμα στην Κύπρο πριν 10 χρόνια σε κοντέινερ που από τον ήλιο ανατινάχθηκαν. Όπως έγινε πρόπερσι στον Λίβανο. Από το 2008 μέχρι το 2016 ήταν θαμμένα. Ήμουν υπαξιωματικός στον στρατό, ήμουν στα τεθωρακισμένα και γνωρίζω για την ασφάλεια πώς γίνεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή η προστασία των εκρηκτικών υλών». Προσέθεσε πως η αοριστία του κατηγορητηρίου είναι είναι νομικό ζήτημα, καθώς προστέθηκε η διάθεση προς τρίτους. «Όπως αποδείχθηκε για το κείμενο ανάληψης ευθύνης που με συνέδεσαν, το κατέβασα απο σάιτ. Γιατί δε διώκονται και οι δημοσιογράφοι τότε που τα είχαν πριν απο μένα;..Μπορώ να κατηγορηθώ για ολιγωρία ότι δεν τα ξεφορτώθηκα νωρίς. Υπάρχει μια μαρτυρία που να λέει ότι εγώ θα δώσω τις ουσίες; Να πουν έδωσα στο ISIS, στους Ταλιμπάν, στους Μορμόνους. Αλλιώς δε θα υπήρχαν δύο κατηγορίες για την πράξη της κατοχής. Θα υπήρχε μόνο η κατηγορία για διάθεση σε τρίτους και έτσι, όποιος τον βρίσκανε με 2 κιλά εκρηκτικά θα πήγαινε με αυτό», κατέληξε.

Ο κατηγορούμενος Μ. ανέλαβε την ευθύνη για τα αντικείμενα που βρέθηκαν πάνω του εξηγώντας ως αφορούν την  την περιοδο του 2020 στην περιοχή των Εξαρχείων που εργαζόμουν, είχαν συμβεί επαναλαμβανόμενα σε κατοίκους και εργαζόμενους και τα πήρε για αυτοπροστασία. «Ήταν εσφαλμένη και βεβιασμένη κίνηση, γι’ αυτο δεν την ενημέρωσα κιόλας και τη σύζυγο και δυστυχώς βρίσκεται εδώ εξαιτίας μου». Η κατηγορούμενη Μ. αρνήθηκε κάθε σχέση με τα όπλα και αρνείται τις κατηγορίες, ενώ εξήγησε ότι γνωρίζει τον Πολυκαρπο Γ. από το κίνημα. «Δεν αρνήθηκα να δώσω αποτυπώματα. Μου είπαν οι αστυνομικοί στο σπίτι, ότι πάω στη ΓΑΔΑ για μαρτυρική κατάθεση. Στην είσοδο με συνέλαβαν και μου έβαλαν χειροπέδες. Μου βγάζουν τις χειροπέδες, και μου δίνουν καφέ και νερό». Εξηγεί ότι ζήτησε δικηγόρο όταν της ζήτησαν τα αποτυπώματα «Έκτοτε έφυγε ο αστυνομικός και μου είπε η δικηγόρος ότι κατηγορούμαι για απείθεια. Τα αποτυπώματα μου τα έχουν απο ενα ντου σε καφέ που πήραν μέχρι από την εργαζόμενη στο καφέ και μας πήραν όλους».

Μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων η έδρα διέκοψε και ανακοίνωσε πως η δίκη θα συνεχιστεί στις 2 Μαρτίου, οπότε θα λάβει χώρα η αγόρευση της εισαγγελέως και των συνηγόρων υπεράσπισης.