Η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε στους εφέτες και τους ενόρκους την ενοχή και των δύο, χωρίς ελαφρυντικά, αφού ανέφερε ότι δύο άνδρες βίασαν, κακοποίησαν, μαχαίρωσαν, χτύπησαν με σίδερο και στη συνέχεια πέταξαν την άτυχη φοιτήτρια ζωντανή στη θάλασσα.
Στην αγόρευσή της η εισαγγελέας αποδόμησε τους ισχυρισμούς τους και τόνισε πως το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγέλλει στην αστυνομία, γεγονός που φαίνεται να επηρέασε τους δύο άνδρες, οι οποίοι σκεπτόμενοι τις συνέπειες της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα.
Αναφερόμενη στο μήνυμα που έστειλε το θύμα σε φίλη του σχολίασε ότι αυτό σημαίνει ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει”. Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούλησή της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή».
Ένταση σημειώθηκε όταν η μητέρα της Ελένης, Κυριακή Αρμουτίδου, φώναξε προς την πλευρά των κατηγορουμένων με τους αστυνομικούς να την οδηγούν εκτός της αίθουσας.
Στην προηγούμενη συνεδρίαση οι δύο απολογήθηκαν ισχυριζόμενοι όσα είχαν πει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιρρίπτοντας ουσιαστικά ο ένας την ευθύνη στον άλλον και περιγράφοντας ο καθένας τον εαυτό του ως εκείνον που δεν αντέδρασε στην βία, που έβγαζε ο άλλος απέναντι στην φοιτήτρια, όταν εκείνη αρνήθηκε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί τους.
Αναμένεται η ετυμηγορία του δικαστηρίου, που θα κρίνει αν θα φύγουν από το δικαστήριο με την ίδια ποινή ή αν, όπως προσδοκούν, πετύχουν καλύτερη ποινική μεταχείριση.