του Κωνσταντίνου Πουλή

Η αίθουσα μετά από πολύ καιρό ήταν κατάμεστη, μια που ήταν η πρώτη δικάσιμος χωρίς μέτρα για τον κόβιντ. Αυτό σημαίνει ότι είχα δεξιά μου την οικογένεια και μια εκπρόσωπο της Διεθνούς Αμνηστίας και μπροστά μου εκπροσώπους της κοινότητας. Και κάπως έτσι έλεγα ότι αυτή είναι η προσωπική διαδρομή, που φέρνει μια συνάντηση που ξεκινάει από αυτή την οικογένεια, που αποπνέει τόση ευγένεια και καλοσύνη, μέχρι την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, που πενθεί και μάχεται για τον Ζακ. Αυτή η διαδρομή περιλαμβάνει, όπως για όλους μας, από την οικογένεια των παιδικών χρόνων μέχρι τους συντρόφους, τους αναγνώστες, τους γκόμενους και τους φίλους, τη βεντάλια της πραγματικής κοινωνικής ζωής μας, καθώς ανοιγόμαστε από το σπίτι στον κόσμο. Είναι όλοι αυτοί που κανονικά δεν συναντιούνται, παρά μόνο σε κηδείες. Και εδώ σε δικαστήριο. Όλοι αυτοί περιμέναμε σήμερα να ακούσουμε την απόφαση του δικαστηρίου.

Και στην άκρη της αίθουσας, οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι, που υποχωρούν πια στο φόντο της υπόθεσης, καθώς μένει μόνο ο πόνος της οικογένειας.

Αυτό που κυρίως έχουμε τώρα είναι η απόφαση που λέει στους αστυνομικούς ότι καλά έκαναν. Ότι αυτό που είδαμε, θα το ξαναδούμε. Ότι αυτοί που προσήλθαν άνετοι, είχαν λόγο να είναι άνετοι, γιατί κανείς ποτέ δεν θα τους ζητήσει τον λόγο.

Και τι να πούμε σε όσους θα συναντηθούν στις 7.30 στο Μοναστηράκι; Να είναι ήσυχοι; Να είναι, ναι. Ξέρετε γιατί πρέπει να είμαστε ήσυχοι και να μη διαμαρτυρόμαστε; Γιατί αν κάποιος αδικήσει, έχουμε τους νόμους για να τον τιμωρήσουν. Κι αν δεν τον τιμωρήσουν; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι η απάντηση στη γενικευμένη βία θα ήταν να υπάρχει δικαιοσύνη. Σήμερα η δίκη ολοκληρώθηκε, αλλά δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη.

Το ζήτημα είναι πολύ απλό. Η αστυνομία δεν υπόκειται σε έλεγχο. Και αυτό σημαίνει ότι όλες τις φορές που ακούσαμε στο δικαστήριο την ερώτηση “Τα κάνατε όλα σωστά;” και η απάντηση ήταν -”Μια χαρά σωστά τα κάναμε όλα” αυτές οι απαντήσεις έχουν τη σφραγίδα της δικαστικής απόφασης. Μια χαρά τα κάναν όλα. «Ήταν, είναι και θα είναι υπόδειγμα αστυνομικών», όπως είπε η συνήγορός τους σήμερα. Και πρέπει να τους συγχαρούμε που δεν εμπόδισαν περισσότερο τη φροντίδα του Ζακ, γιατί αυτό δείχνει ανθρωπιά και αλληλεγγύη, όπως είπε και ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης. Και όσο απόκοσμα και αν ακούγονται όλα αυτά, όσο κι αν μοιάζει απίστευτο ότι ειπώθηκαν, θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι όχι μόνο ειπώθηκαν, αλλά δικαιώθηκαν.

Όσο για τους άλλους δύο, βεβαίως καταδικάστηκαν, μάλιστα με δέκα χρόνια για τον καθένα, για το οποίο έχουμε να πούμε ένα τεράστιο “πάλι καλά”. Αλλά δεν μπορώ να δω πώς θα ήταν δυνατόν να μην καταδικαστούν. Γι’ αυτό και μου φαίνεται πιο κρίσιμο το ζήτημα της αστυνομικής βίας, που είναι θεσμικό και επαναλαμβανόμενο, δηλαδή αυτό από το οποίο θα θρηνήσουμε και άλλα θύματα.

Η υπεράσπιση των κατηγορουμένων μάς έλεγε κάθε φορά πόσο άχαρη είναι η δουλειά της υπεράσπισης. Αλλά πόσο άχαρη είναι η δουλειά της Πολιτικής Αγωγής απέναντι στην αστυνομία; Αυτό το 4-3 σημαίνει ότι η δουλειά της Πολιτικής Αγωγής απέδωσε καρπούς μέχρι ένα σημείο, που δεν μπόρεσε όμως να κάμψει τις χρόνιες αντιστάσεις του ελληνικού κράτους στην αστυνομική λογοδοσία.

Αυτό δεν είναι “άχαρο”. Είναι από μια άποψη τιμητικό, από μια άποψη πολύ πικρό. Όπως είναι γενικά να υπερασπίζεσαι την πλευρά των αδυνάτων, να χάνεις σε έναν τίμιο αγώνα, με το μέρος μιας οροθετικής τσούλας που την ποδοπάτησαν μέχρι θανάτου.

Είναι παράδοξος ο ρόλος μας, των ανθρώπων που διαλέγουν να μη σκύβουν το κεφάλι, να μην υποτάσσονται στη δύναμη, κι όμως να μη χάνουν ποτέ το κουράγιο τους να αγωνίζονται όταν χάνουν.

Κάπου εκεί μας αφήνει αυτή η ιστορία. Με την προσπάθεια να κάνουμε τις ήττες μας κουράγιο, μέχρι τα επόμενα.

Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα.