Όπως τόνισε και η δικηγόρος μιλώντας στο TPP, υπάρχουν κοινά στοιχεία αυτών των διώξεων. Χαρακτηριστικό είναι, όπως σημείωσε, ότι στη δικογραφία δεν υπάρχουν καταθέσεις αστυνομικού που κατηγορούν τις κοπέλες για κάποιο έγκλημα. Δεν υπάρχουν καν δηλαδή τα κατηγορητήρια που σε σειρά περιπτώσεων αστυνομικής βίας έχουν καταρρεύσει στη συνέχεια στα δικαστήρια, με αστυνομικούς που αυτοαναιρούνται ενώπιον της έδρας.
Αντίθετα, εδώ, υπάρχουν «εκτιμήσεις». Στη μία περίπτωση, με την χτυπημένη 16χρονη, «οι καταθέσεις των αστυνομικών έχουν ως εξής: Ο καθένας ξεχωριστά ζητάει την ποινική της δίωξη, γιατί πιθανολογούν σφόδρα ότι συμμετείχε σε επιθέσεις σε βάρος τους. Λόγω της αμφίεσης».
Στη δεύτερη περίπτωση, μεταξύ των συλλήψεων για την επίθεση των φασιστών στο Μοναστηράκι είναι 5 κοπέλες, που βρίσκονταν έξω από τον σταθμό. «Η μία είχε χτυπηθεί πολύ βαριά, στο κεφάλι, από τους ακροδεξιούς και νοσηλεύτηκε στο «Γεννηματά». Οι υπόλοιπες πήγαν κοντά της για να τη συντρέξουν, να την περιθάλψουν. Οι αστυνομικοί θεώρησαν ότι αυτές οι γυναίκες συμμετείχαν στα επεισόδια μέσα στο βαγόνι στο Μοναστηράκι και γι αυτό της συνέλαβαν» ανέφερε η δικηγόρος.
Αναφερόμενη στην υγεία της 16χρονης, η Α.Παπαρρούσου δήλωσε ότι «αναρρώνει, αυτήν τη στιγμή είναι στο σπίτι της. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε επί τόπου, γιατί υπήρχε σοβαρός τέτοιος κίνδυνος. Τα τραύματά της ήταν πολύ σοβαρά, στο κεφάλι, πολύ επικίνδυνα. Ευτυχώς είμαστε σε θέση να πούμε οτι αναρρώνει σπίτι της».
Στη συνέχεια τόνισε πως «σχηματίστηκε μία δικογραφία εναντίον της, για να υπάρχει. Δηλαδή ως αντίβαρο. Για να διοχετευθεί μια άποψη, που δεν αποδεικνύεται, ότι διενήργησε η ίδια επιθέσεις στους αστυνομικούς έλαβε μέρος σε συμπλοκή. Τα γεγονότα ξέρουμε ποια ότι δεν είναι έτσι όπως καταγράφονται στη δικογραφία. Λένε ότι είχε μια αμφίεση που παρέπεμπε σε συμμετοχή της σε ομάδα ατόμων που φέρονται να συνεπλάκησαν με την αστυνομία».
Όπως πρόσθεσε, «οι καταθέσεις των αστυνομικών έχουν ως εξής: Ο καθένας ξεχωριστά ζητάει την ποινική της δίωξη, γιατί πιθανολογούν σφόδρα ότι συμμετείχε σε επιθέσεις σε βάρος τους. Λόγω της αμφίεσης».
Σε ερώτηση για το αν η 16χρονη έχει υποδείξει, μετά τον ξυλοδαρμό και τη νοσηλεία της, το ποιος της επιτέθηκε, η κ.Παπαρρούσου απάντησε ότι:
«Η κοπέλα αυτήν τη στιγμή δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει τα περιστατικά με ακρίβεια. Εάν γίνεται μια προσεκτική δήλωση από την πλευρά της οικογένειας, είναι γιατί εμείς προσέχουμε πάρα πολύ το τι θα πούμε, γενικώς. Δεν σπεύδουμε, όπως οι συνδικαλιστές της αστυνομίας ή ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, να πούμε ότι οι αστυνομικοί δεν εμπλέκονται. Αυτό δεν είναι ορθό, είναι βιαστικό, γιατί και Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση έχει διαταχθεί, αλλά και από τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών, με τα ερωτήματα τέλεσης των αδικημάτων της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Άρα δεν δικαιούται κανείς να σπεύδει να πει ότι οι αστυνομικοί δεν εμπλέκονται. Αντιθέτως, οι ενδείξεις που έχουμε εμείς λένε ότι εμπλέκονται. Και θα επανέλθουμε, με τρόπο σταδιακό, ακριβώς γιατί υπάρχει έρευνα σε εξέλιξη».
Περνώντας στη σύλληψη πέντε γυναικών που βρίσκονταν έξω από το μετρό στο Μοναστηράκι, η μία χτυπημένη από την επίθεση των φασιστών, η δικηγόρος τόνισε ότι «ο μηχανισμός πάντα έτσι κινείται. Πρέπει να αναζητήσουμε μία τυπολογία, η οποία επαναλαμβάνεται διαρκώς, με την αντιστροφή της πραγματικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συνελήφθησαν πέντε γυναίκες. Η μία είχε χτυπηθεί πολύ βαριά, στο κεφάλι, από τους ακροδεξιούς και νοσηλεύτηκε στο «Γεννηματά». Οι υπόλοιπες πήγαν κοντά της για να τη συντρέξουν, να την περιθάλψουν. Οι αστυνομικοί θεώρησαν ότι αυτές οι γυναίκες συμμετείχαν στα επεισόδια μέσα στο βαγόνι στο Μοναστηράκι και γι αυτό της συνέλαβαν».
Σημείωσε ότι «δεν έγιναν συλλήψεις στο σημείο» της επίθεσης των φασιστών, μέσα δηλαδή μέσα στον σταθμό Μοναστηράκι. Σε ερώτηση για το πώς γίνεται να συλλαμβάνονται άτομα με βάση αυθαίρετες υποθέσεις για «συμπλοκή», η δικηγόρος απάντησε πως «δεν μπορώ να μπω στο μυαλό του αστυνομικού. Γιατί πρέπει να κάνουν συλλήψεις. Και όταν λέμε να κάνουν συλλήψεις, να είναι αυτές ενδεικτικές από τη μία μεριά κι από την άλλη. Η αστυνομία εδώ λέει ότι αυτές οι γυναίκες προέρχονταν από το βαγόνι στο οποίο έγιναν τα επεισόδια. Διακρίνουμε κοινά χαρακτηριστικά των διώξεων».
Συνέχισε λέγοντας: «Να σας πω και κάτι χειρότερο. Πηγαίνουν λοιπόν αυτές οι κοπέλες στον Εισαγγελέα, με τις προσχηματικές κατηγορίες της αστυνομίας. Οδήγησαν όλους μαζί τους συλληφθέντες στο αυτόφωρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, κοινή δικογραφία. Τι κάνει εκεί ο εισαγγελέας. Βάζει και μια κακουργηματική πράξη, σχετικά με τη διατάραξη των συγκοινωνιών. Αυτό σημαίνει ότι πηγαίνουν στον ανακριτή για κακούργημα. Κρατούνται οι κοπελες αυτές, επί τρεις ημέρες στη ΓΑΔΑ, δίπλα στα κελιά των ακροδεξιών».
Κλείνοντας τόνισε ότι «θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες γι αυτό το ζήτημα, αλλά πρέπει να καταδείξουμε ότι ένας είναι ο μηχανισμός. Αυτό ο μηχανισμός, ο τρόπος δράσης αν θέλετε, τον οποίον υιοθετούν και οι αστυνομικές αλλά και δικαστικές αρχές, έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το πρώτο και κύριο είναι η προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, στο επίπεδο του σχηματισμού της δικογραφίας».