Είναι διαολεμένα δύσκολο να μιλήσεις για την ποίηση. Μόλις βγεις απ’ το εύτακτο χωράφι της φιλολογικής κατάταξης και αρχίσεις να προσεγγίζεις το χαώδες και χαοτικό της ερμηνείας, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τους μεγαλύτερους κινδύνους, της παρανόησης και της παράφρασης που τη σκοτώνουν. Ψάχνοντας τις λέξεις που θα αποδώσουν το ποιητικό έργο, γκρεμίζεις ενώ προσπαθείς κάτι να χτίσεις. Με δυο λόγια, την ποίηση μπορώ μόνο να την αισθανθώ κι όχι να τη σχολιάσω ή να την περιγράψω. Η μόνη ουσιαστική κουβέντα που μπορώ να πω, με όσο βάρος ενδέχεται να έχει ο λιγοστός μου λόγος, είναι πως ανοίγοντας τις Μεταποιήσεις του Δημήτρη Χαλαζωνίτη αισθάνομαι αμέσως, και μέχρι μυελού οστέων, πως αυτό που έχω απέναντί μου είναι ποίηση. Κι αυτό διότι έχω δει δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες, ακόμη και βραβευμένες ποιητικές συλλογές, παντελώς άδειες από ποίηση. Εδώ, η ποίηση κορφολογεί τους στίχους της γεννώντας συγκίνηση. Αυτή είναι μόνη μου βιωμένη κουβέντα· ό,τι παραπάνω θα επιχειρήσω να πω, δεν μπορεί ούτε να ερμηνεύσει, ούτε να αναλύσει, ούτε να περιγράψει την ποιητική του συλλογή· μπορεί μονάχα να σταθεί προσωρινά δίπλα της ως αχαμνό σχόλιο. Έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων. Και μιας και ο λόγος περί κινδύνου, ας ξεκινήσω μ’ έναν θεμελιώδη. 

Υπάρχει μια «ποίηση» που έχει τη ρίζα της στην οίηση και η οποία προσδιορίζεται από την πόζα του ποιητή που φέρνει στο φως τον εσωτερικό του κόσμο, με τρόπο σχεδόν αποκλειστικά λυρικό, εγκεφαλικό και στομφώδη. Αυτό το διαδεδομένο είδος «ποίησης» που παλεύει με το κεφαλαίο Π μιας λέξης που αρχίζει από όμικρον, δηλητηριάζει θανάσιμα κάθε άλλο ενδεχόμενο ποιητικού λόγου, όπως τα χημικά, ή άλλα απόβλητα, τους ευαίσθητους και συνήθως ανεπαίσθητους θαλάσσιους οργανισμούς. Κυρίως δε την ποίηση εκείνη, που υπηρετούν αλαφροπάτητοι ποιητές όπως ο Χαλαζωνίτης, της οποίας πιθηκίζει την εξομολογητική φωνή, ψευτίζοντάς την ως το μεδούλι, φοβούμενη το οντολογικό της ξεγύμνωμα. Αν δεν στήσεις ευήκοο αυτί, μπορεί παρασυρμένος από το θόρυβο του συρμού, να εκλάβεις το υπαρξιακό ξεγύμνωμα της χαλκόηχης αυτής ποίησης ως άλλη μια ωραιοπαθή περίπτωση ομφαλοσκόπησης. 

Μολονότι η αυτοπαρατήρηση βρίσκεται στο κέντρο και των δύο, είναι διαμετρικά αντίθετες.  Τα ποιήματα της Μεταποίησης ξεκλέβουν καθημερινά στίχους από το γυμνό είδωλο στον καθρέφτη, από τη γκριζάδα του ουρανού, το μαύρο σκοτάδι της νύχτας, την ανάμνηση των λατρεμένων νεκρών, συνθέτοντας ένα πρισματικό πορτρέτο θραυσμάτων. Οι επτά ενότητες της Μεταποίησης (Ταυτοποίηση/ Διαποίηση/ Αντιποίηση / Προσποίηση / Μεταποίηση / Αποποίηση / Ενοποίηση), οι οποίες μπορούν, νομίζω, να σταθούν ως επτά αυτόνομες ποιητικές συλλογές, όπως και τα πεζολογικά χορικά στάσιμα της συλλογής, ανασυνθέτουν ακατάπαυστα την προσωπογραφία του ποιητή με τα ίδια διαρκώς θραύσματα. Θραύσματα μιας οικείας μα πρωτόγνωρης για τον αναγνώστη γλώσσας, ένα προσωπικό ιδίωμα στις μαρμαρυγές του οποίου, αναγνωρίζουμε όλοι το δικό μας πρόσωπο. Όλοι; Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήμουν πεπεισμένος πως αυτή η αναγνώριση είναι πανανθρώπινο χαρακτηριστικό, κι ότι το υπαρξιακό δράμα του άλλου απηχεί το δικό μας. Στην εποχή του ύστερου επιθετικού καπιταλισμού, το ολοκληρωτικό νεοφιλελεύθερο υποκείμενο παραμένει αδιάβροχο (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του Χαλαζωνίτη) σε αυτή, αλλά και σε κάθε ποίηση· είναι η προϋπόθεση ή το τίμημα – τα δυο αυτά ενίοτε συγχέονται – της απανθρωπίας του. 

Η ποίηση του Χαλαζωνίτη είναι μια ποίηση της βασανιστικής αυτοπαρατήρησης, που δεν εκπίπτει ποτέ στην αυτοαναφορά. Έχει άλλωστε σταθερούς συνομιλητές: την άλλοτε παρούσα κι άλλοτε απούσα ερωμένη, τον σχεδόν πάντοτε απόντα Θεό και καρδιακούς φίλους τεθνεώτες. Παρατηρεί την άλωση από τον χρόνο στον καθρέφτη και γίνεται ο ίδιος καθρέφτης της πιο γνήσιας αγωνίας. «Είμαι γέρος / Κάτι ανάμεσα / στο σώμα και τη σκιά του», μονολογεί, «πορεύομαι ξυστά στην άβυσσο». «Έχω ήδη αποστηθίσει τον μονόλογο του χώματος», συμπληρώνει παρακάτω. Τον μονόλογο αυτό, ολόκληρο το γλωσσικό ιδίωμα του θανάτου το αφουγκράζεται διαρκώς και παντού: «κάθε μέρα είναι μέρα / κλεμμένη από τον θάνατο». Ο προσωπικός θάνατος εμφανίζεται ως μη βιωμένο μέλλον, αλλά κυρίως ως αποστέρηση των λέξεων. Έτσι πεθαίνει ο ποιητής, όταν παύει να αιμορραγεί λέξεις· φεύγει, για να προσφύγω στο έξοχο αυτό δίστιχο: κρατώντας «τον τελευταίο στίχο σφιχτά στα δόντια / Σαν νόμισμα χρυσό». Ωστόσο, ο πικραμένος ποιητικός λόγος δεν διαπιστώνει απλώς και μόνο την ήττα από τον πανδαμάτορα, αλλά αποτελεί, έστω και ως αποτυχημένη θρησκεία, τη μοναδική έμπρακτη – σύγκορμη θα λέγαμε καλύτερα– απάντηση· την ορθωμένη γροθιά μιας χαμηλόφωνης ανταρσίας ενάντια στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. «Είναι τόσο απαραίτητο / να γράψεις εναντίον του θανάτου», επιμένει ο ποιητής. 

Η γραφή είναι φαρμακεία μαζί και φάρμακο, θανατικό και πιθανή αθανασία: «Αυτή που μόνο οι τέχνες, οι ήρωες και οι εξαίσιοι εγκληματίες μπορούν να κατακτήσουν». Αυτό το όνειρο ονειρεύονται τα ποιήματα της Μεταποίησης, την αθανασία του ποιητή που εγκληματεί ως εξαίσιος κλέφτης. «Κι αν τους έκλεψα ήταν γιατί πολύ ήθελα να τους μοιάσω», ομολογεί, συμπάσχοντας και κλίνοντας το γόνυ μπροστά στα «βουβά αηδόνια των αποτραβηγμένων», στους αποσυνάγωγους και τους εξοστρακισμένους όπως εκείνος, όπως εμείς, που όμως έχουν στερηθεί το δώρο της φωνής. Όλη η συλλογή κορυφώνεται και συμπυκνώνεται στο τελευταίο ποίημα: «Διότι εγώ / Ένας απλός οδοντίατρος είμαι / Στα αλλότρια της ποιήσεως χωράφια / εκλιπαρών…» όπου ο Χαλαζωνίτης διεκδικεί το αχαμνό του μερτικό από τους ποιητές, οι οποίοι ενδόμυχα γνωρίζει πως θα χορέψουν με τη μικρή μουσική των στίχων του. 

Η δύναμη των στίχων του δεν είναι απλώς απότοκος ενός ποιητικού λόγου που χτίζεται πάνω στην ειλικρίνεια της κάθε λέξης, ούτε πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από την παντελή έλλειψη αλαζονείας και έπαρσης με την οποία προσεγγίζει την τέχνη που υπηρετεί. Τη δύναμή τους οι στίχοι την αντλούν από τη μάχη με τα παλιά προσωπεία της απάτης και τον κάλπικο εαυτό, που κάποτε του επέστρεφε η αντανάκλαση στο γυαλί. «Έσπασα τον καθρέφτη / τώρα μου μοιάζω περισσότερο», θα ομολογήσει. Αυτός είναι ο καταλύτης· εκείνο το επιτακτικό, «Να δραπετεύσω από τις παλιές προσποιήσεις» είναι ένας διαρκής ενεστώτας που πυρακτώνει την ποίηση του Δημήτρη Χαλαζωνίτη. Κι η προσποίηση αυτή αφορούσε φυσικά τον εαυτό, αλλά και τον έρωτα, την πολιτική, την τέχνη. «Έρχομαι από το τίποτα» θα πει, κι αυτό το μηδέν που περικλείει τα πάντα είναι σχεδόν άχρονο, έχει καταπιεί, κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος τρόμος του ποιητή, αύτανδρο το παρελθόν, και συνεχίζει να κόβει κομμάτια από το μέλλον. Όλη όμως η μανιασμένη πάλη του Χαλαζωνίτη έγκειται ακριβώς στη μετατροπή του τίποτα σε κάτι. Δηλαδή σε στίχο. 

Παρότι μόλις που ακράγγιξα τον ποιητικό πλούτο του βιβλίου, φοβάμαι πως έχω όχι μόνο υποπέσει σε όλα τα σφάλματα τα οποία έτρεμα, αλλά έχω αφήσει απέξω τους βασικούς του άξονες. Δεν μίλησα για τον έρωτα σε μια συλλογή που μπορεί να διαβαστεί υπ’ αυτό και μόνο το πρίσμα. Επιτρέψτε μου να παραθέσω απλώς τέσσερις στίχους από ένα από τα πιο αποκαλυπτικά ποιήματα για τον έρωτα που έχω διαβάσει: Μαζί σου θα αρχίσω να πεθαίνω / Μέχρι να καταφέρω να μάθω / μόνος μου να μην υπάρχω / / Τότε θα σε ελευθερώσω. 

Δεν μίλησα ούτε για την πολιτική στη συλλογή του Χαλαζωνίτη, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο φάουλ. Τι πιο πολιτικό όμως από την εμμονή στην ειλικρίνεια, στον έρωτα και στην ίδια την ποίηση;