Ολόκληρη η κοινή δήλωση των δύο υπουργών:
Με θεσμική έκπληξη πληροφορηθήκαμε από αναρτήσεις στο διαδίκτυο και τα μέσα ενημέρωσης ότι οι αντεισαγγελείς εφετών κ.κ. Γρηγόριος Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, επιφορτισμένοι, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με τα καθήκοντα του Οικονομικού Εισαγγελέα και του αναπληρωτή του, υπέβαλαν προς τον εποπτεύοντά τους αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νικ. Παντελή την «παραίτησή» τους από τα καθήκοντα αυτά. Ως αιτία της κίνησής τους αυτής φέρεται, σύμφωνα με τις παραπάνω «πηγές», το γεγονός ότι «ήδη με σχέδιο νόμου που πρόκειται να κατατεθεί και μας κοινοποιήθηκε, όλως προφασιστικώς και με δήθεν επιχειρήματα ως αιτιολογία, επιχειρείται η αντικατάστασή μας και η απαλλαγή από την παρουσία μας».
Με τη δημόσια αυτή κίνηση των παραπάνω αντεισαγγελέων εφετών επιχειρείται να δημιουργηθεί η εντύπωση της παρέμβασης στο έργο τους. Αυτό πλήττει βαθειά το κύρος της Δικαιοσύνης, καθώς ως παρέμβαση στο έργο τους εκλαμβάνεται η δήθεν πρόθεση της Κυβέρνησης να καταθέσει προς τη Βουλή σχέδιο νόμου με το οποίο τη θέση του Οικονομικού Εισαγγελέα αναλαμβάνει, αντί για αντεισαγγελέας εφετών, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου!
Αρα, η ανάθεση των καθηκόντων του Οικονομικού Εισαγγελέα σε ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό εκλαμβάνεται από τους δύο παραπάνω αντεισαγγελείς εφετών ως προσβολή και ως παρέμβαση, την οποία προφανώς θα ασκήσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Μήπως οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και ο επικεφαλής τους Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχουν μικρότερο ζήλο, παρέχουν περιορισμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και είναι επιρρεπείς στη συγκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων ή δεκτικοί εξωθεσμικών παρεμβάσεων;
Η αλήθεια είναι ότι σε υπηρεσιακό επίπεδο είχε εκπονηθεί προσχέδιο διάταξης, μεταξύ πολλών άλλων και για την ανάθεση των καθηκόντων του Οικονομικού Εισαγγελέα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με στόχο την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του θεσμού σε πανελλαδικό επίπεδο.
Μάλιστα, κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής κατά της Φοροδιαφυγής που συνήλθε υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών, ετέθη το ερώτημα αν θα ήταν προτιμότερο για λόγους δικονομικούς, αλλά και λειτουργικούς, να τοποθετηθεί αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως Οικονομικός Εισαγγελέας. Το ερώτημα αυτό απετέλεσε αντικείμενο ευρείας συζήτησης στην οποία μετείχε ο αντεισαγγελέας εφετών κ. Πεπόνης, αλλά και οι παριστάμενοι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Νικολούδης και πρώην αντεισαγγελέας εφετών κ. Διώτης, Ειδικός Γραμματέας ΣΔΟΕ που θεώρησαν ότι ο θεσμός λειτουργεί ικανοποιητικά ως έχει.
Επιπλέον αυτού, το σχετικό προσχέδιο ετέθη υπόψη του κ. Πεπόνη για να διατυπώσει και εγγράφως την άποψή του, χωρίς να έχει διαμορφωθεί σε κανένα πολιτικό επίπεδο κυβερνητική απόφαση για την ανάληψη της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Συνεπώς, η βεβιασμένη και υπερβολική δημόσια αντίδραση των δύο αντεισαγγελέων εφετών, που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι θεσμοί δυσλειτουργούν και συνιστά παρέμβαση στα καθήκοντά τους ακόμη και η σκέψη να ανατεθούν τα καθήκοντα του Οικονομικού Εισαγγελέα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνιστά σαφή προσβολή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και θέτει σημαντικά ζητήματα κύρους και αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης, επί των οποίων είναι βέβαιον ότι θα επιληφθεί αμέσως ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Οι πολίτες δεν αντέχουν άλλο υπαινιγμούς και αοριστίες και μάλιστα από εισαγγελικούς λειτουργούς τεταγμένους στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος. Τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει πολύ σημαντικά και συγκεκριμένα βήματα στον αγώνα κατά της φοροδιαφυγής με την ενεργοποίηση των ποινικών φορολογικών διατάξεων και είναι κρίμα να δημιουργούνται τώρα εσφαλμένες εντυπώσεις στην κοινή γνώμη.
Όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει θέμα «υπαγόρευσης ή απαγόρευσης» στη δράση του ως εισαγγελικού λειτουργού, οφείλει να αναφέρει αμέσως συγκεκριμένα στοιχεία, διαφορετικά συμβάλλει στη δημιουργία «γκρίζων ζωνών» που τόσο πολύ έχουν δηλητηριάσει τα τελευταία χρόνια τον δημόσιο βίο.