του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Ο Αμερικάνος πράκτορας, σύμφωνα με το βιογραφικό του, υπήρξε καθοδηγητής μιας παραστρατιωτικής ομάδας της CIA κατά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ενώ θεωρείται ειδικός στον συνδυασμό πληροφοριών και ειδικών επιχειρήσεων. Η εν λόγω ανασκόπηση δημοσιεύτηκε στο 66ο τεύχος του «Studies in Intelligence, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2022 και αφορά τα βιβλία «Τρεις επικίνδυνοι άνδρες: Ρωσία, Κίνα, Ιράν και η άνοδος του παράτυπου πολέμου» και «Μη κρατικός πόλεμος: Οι στρατιωτικές μέθοδοι των ανταρτών, των πολέμαρχων και των πολιτοφυλακών», των συγγραφέων Σεθ Τζόουνς, ανωτέρου αντιπροέδρου και διευθυντή του Τμήματος Μελετών Διεθνούς Ασφάλειας του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, και Στίβεν Μπιντλ, αντίστοιχα.

Σημειώνουμε πως το περιοδικό, που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το 1955, από τον Σέρμαν Κεντ, αξιωματούχο της CIA επί 17 έτη, εκδίδεται από το Κέντρο για τη Μελέτη της Πληροφορίας, μια ομάδα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ συνηθίζει να δημοσιεύει -διαβαθμισμένα και μη- άρθρα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Οι αναφορές του Τζέι Αρ Σίγκερ αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποκαλύπτουν πτυχές των σχεδιασμών των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στις παραπάνω χώρες, σε μια περίοδο που ήδη προκάλεσαν έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων στη Ρωσική Ομοσπονδία, ενώ πρόσφατα διακινδύνευσαν να φτάσουν την κατάσταση στα άκρα, κινητοποιώντας τις αυτονομιστικές δυνάμεις στην Ταϊβάν κατά της Κίνας, στα πλαίσια αυτού που προωθούν ορισμένα κέντρα του βαθέως βορειοαμερικανικού κράτους ως ένα σενάριο «ταυτόχρονου πολέμου» σε Ρωσία και Κίνα. Ως απάντηση στους αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς, τα τρία κράτη, Ρωσία, Ιράν και Κίνα, ανακοίνωσαν, σύμφωνα με αναφορές, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, μαζί με τη Βενεζουέλα, επίδοξο θύμα των αποτυχημένων επιχειρήσεων αλλαγής καθεστώτος της Ουάσινγκτον, σε μια περιοχή που οι ΗΠΑ θεωρούν «πίσω αυλή» τους.

Στο κείμενο του, ο Τζέι Αρ Σίγκερ επισημαίνει πως «όσο καιρό υπάρχει γραπτή ανθρώπινη ιστορία, υπάρχει “ασύμβατος πόλεμος”», αναφερόμενος στους αντιαποικιακούς αγώνες του 20ου αιώνα, όπου «επαναστάτες, αντάρτες και ληστές διεξήγαγαν επιχειρήσεις μικρής κλίμακας εναντίον μεγάλων δυνάμεων, ιδίως των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων», με στόχο την «επιβολή ενός κόστους στην αποικιοκρατική ή κατοχική δύναμη, αποφεύγοντας παράλληλα την άμεση σύγκρουση, κατά την οποία η μεγάλη δύναμη θα είχε την ευκαρία να αξιοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για να καταστρέψει τους άτακτους». Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται, σε αντίθεση με τον 19ο και τον 20ό αιώνα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους «αντιμετωπίζουν σχεδόν ισότιμους αντιπάλους που είναι επίσης πρόθυμοι να διεξάγουν μακροπρόθεσμες ασύμετρες επιχειρήσεις», ενδιαφερόμενοι για παγκόσμια στρατηγικά κέρδη, που προφανώς δεν είναι άλλα από τον τερματισμό της μονοπολικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Με τον ίδιο να υποστηρίζει, σε ένα νεομακαρθικό αφήγημα, πως ο «ασύμβατος πόλεμος έχει γίνει το πρωταρχικό μέσο επίθεσης» κατά των ΗΠΑ και των στενότερων συμμάχων τους, τονίζει «τη σημασία του συγχρονισμού των δυνατοτήτων ολόκληρης της κυβέρνησης των ΗΠΑ και, κυρίως, των δυνατοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών». Ο Σίγκερ παραπέμπτει στον ορισμό από το βιβλίο του Τζόουνς, σύμφωνα με το οποίο: «Στον ασύμβατο πόλεμο… μια χώρα σχεδιάζει και χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία για να υπονομεύσει τους αντιπάλους της στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού ισορροπίας δυνάμεων, χωρίς να εμπλακεί σε μάχες χαρακωμάτων…. Κάποιοι μπορεί να έχουν αντιρρήσεις για τη χρήση του “πόλεμος” για να περιγράψει μη βίαιες ενέργειες… που δεν το βλέπουν έτσι οι αντίπαλοι των ΗΠΑ». 

Από την ίδια πηγή, βασιζόμενος στις βιογραφίες τριών στρατηγικών προσωπικοτήτων του απέναντι στρατοπέδου, του Βαλερί Γκερασίμοφ, Αρχηγόυ του Γενικού Επιτελείου των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων και Πρώτου Αναπληρωτή Υπουργού Άμυνας, του -δολοφονημένου με εντολή του πρώην Αμερικανού προέδρου- Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί, καθώς και του αρχηγού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας, Ζανγκ Γιούσια, αναφέρει πως «όλοι τους είναι βετεράνοι μάχης και όλοι μελέτησαν τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα». Γεγονός, που τους κάνει να έχουν «κατανοήσει την τον λόγο για τον οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν τόσο επιτυχείς στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, στα Βαλκάνια και στις πρώτες μάχες στο Αφγανιστάν και το Ιράκ». Μάλιστα, ο Τζόουνς επισημαίνει ότι «και οι τρεις άνδρες έχουν εμπειρία μάχης στην πρώτη γραμμή», κάνοντας ειδική αναφορά στην συμμετοχή του Ζανγκ Γιούσια στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Στο βιβλίο του, που παραθέτει συνοπτικά αποσπάσματα από κάθε έναν από αυτούς τους «επικίνδυνους άνδρες», ο Τζόουνς παραδέχεται ότι ο αμερικανικός στρατός χάνει εντελώς το νόημα, καθώς επικεντρώνεται στο πώς να νικήσει τις συμβατικές δυνάμεις της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ανεπαρκώς εξοπλισμένες για να ανταγωνιστούν με την Κίνα…. Ο στρατός των ΗΠΑ συνεχίζει να επικεντρώνεται κυρίως σε έναν χαμηλής πιθανότητας συμβατικό πόλεμο με Κίνα, ενώ η κινεζική στρατιωτική στρατηγική είναι να αποφύγει έναν μεγάλο πολέμο». Σχετικά με το παραπάνω, ο Σίγκερ προσθέτει πως για οποιονδήποτε στην κοινότητα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς το 1999, η Υπηρεσία Πληροφοριών Ξένων Ραδιοφωνικών Εκπομπών μετέφρασε ένα ακαδημαϊκό έγγραφο που συντάχθηκε από τους συνταγματάρχες Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας, Κιάο Λιάνγκ και Γουάνγκ Ζιανγκσούι, το οποίο υποτίθεται σχεδίαζε έναν οδικό χάρτη για τον μη συμβατικό πόλεμο από τη ΛΔΚ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, στο βιβλίο τους «Απεριόριστος πόλεμος», του οποίου ο υπότιτλο έχει τεχνηέντως αποδοθεί ως «Το κύριο σχέδιο της Κίνας να καταστρέψει την Αμερική», αντί του πραγματικού «Δύο ανώτατοι συνταγματάρχες της Πολεμικής Αεροπορίας για τα σενάρια πολέμου και την επιχειρησιακή τέχνη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», οι Κινέζοι συγγραφείς απλώς επισημαίνουν τις αδυναμίες του πολεμικού δόγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, που βασίζεται κυρίως στην υπεροπλία.

Σε κάθε περίπτωση, ο Σίγκερ τονίζει πως οι ειδικοί της Κίνας δικαίως επισημαίνουν τα αρχαία συγγράμματα του Σουν Τζου και άλλων στρατιωτικών μελετητών, ως κεντρικής σημασίας, όπως και το ιστορικό έργο του Μάο «Περί ανταρτοπόλεμου», συνοψίζοντας ότι «το κινεζικό στρατιωτικό κατεστημένο έχει δηλώσει πώς σκοπεύει να πολεμήσει», αλλά «το πιθανότερο είναι ότι η Δύση δεν το έχει ακούσει».

Στη συνέχεια, παραπέμπει στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Μπιντλ, ο οποίος αναφέρει: «Η νέα θεωρία… ξεκινά διαμορφώνοντας την εξαρτημένη μεταβλητή της, το αποτέλεσμα της οποίας πρέπει να εξηγηθεί, ως ένα συνεχές φάσμα στρατιωτικών μεθόδων, μόνο τα άκρα των οποίων μοιάζουν με καθαρές εκδοχές… ‘συμβατικού’ και ‘ασύμβατου’ πολέμου. Αυτά τα άκρα, εξάλλου, είναι εμπειρικά πολύ σπάνια. Σχεδόν όλες οι πραγματικές πολεμικές επιχειρήσεις για τουλάχιστον εδώ και έναν αιώνα ήταν πιο κοντά στο μεικτό μεσαίο φάσμα, παρά σε οποιοδήποτε από τα δύο άκρα». Από το παραπάνω, εξάγει το συμπέρασμα ότι οι αντίπαλοί των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επιθυμούν συμβατική μάχη με τις αμερικανικές δυνάμεις στην ξηρά, στη θάλασσα ή στον αέρα, ενώ επίσης δεν σκοπεύουν να διεξάγουν απλές επιδρομές και ενέδρες που συνάδουν περισσότερο με τις επιχειρήσεις ανταρτοπόλεμου μερικές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα, θα χρησιμοποιήσουν όλες τις μέσα που είναι διαθέσιμα για να κερδίσουν τη στρατηγική σύγκρουση, διατηρώντας παράλληλα τη μάχη ακριβώς κάτω από το κατώφλι ενός πολέμου πλήρους κλίμακας, επισημαίνει ο Σίγκερ.

Απέναντι στην προοπτική της ήττας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ο Μπιντλ προτείνει ανοιχτά ότι ο αμερικανικός στρατός θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να επιστρέψει σε μια δομή δυνάμεων πιο κοντά σε αυτή του Ψυχρού Πολέμου.

Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση, ο Σίγκερ επισημαίνει πως τα κείμενα των Τζόουνς και Μπίντλ αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης για τη στρατιωτική στρατηγική, τις επιχειρήσεις και τις τακτικές των ΗΠΑ στον ασύμβατο πόλεμο, καθώς τα παραδοσιακά στρατιωτικά περιοδικά των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, τα διαδικτυακά περιοδικά και τα έγγραφα του Ινστιτούτου Ραντ έχουν εστιάσει σημαντικά σε αυτή τη μορφή πολέμου. Αναφέρει, μάλιστα, πως το Ινστιτούτο Σύγχρονου Πολέμου της Στρατιωτικής Ακαδημίας των ΗΠΑ στο Γουέστ Πόιντ συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Πρίνσετον για τη δημιουργία μιας πρωτοβουλίας για τον ασύμβατο πόλεμο. Ωστόσο, με λύπη του ο Αμερικάνος πράκτορας σημειώνει πως σε όλα αυτά τα φόρουμ, οι συζητήσεις επικεντρώνονται μόνο στις στρατιωτικές πτυχές του ασύμετρου πολέμου, ενώ όπως αναφέρουν λεπτομερώς οι παραπάνω συγγραφείς, αυτός είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή στρατιωτική σύγκρουση εκτός του συμβατικού πολέμου», με αποτέλεσμα οι συζητήσεις να «μην αρκούν για μια επιτυχημένη πολιτική των ΗΠΑ».

Ο Σίγκερ προτείνει να εισακουστεί ο Τζόουνς, όταν αναφέρεται στη σημασία της τακτικής που είχε ακολουθήσει ο Αμερικάνος διπλωμάτης, Τζορτζ Κένναν, ένας από τους εμπνευστές του δόγματος περιορισμού κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς, σε αυτόν βασίστηκε η προθυμία της κυβέρνησης Ρέιγκαν να χρησιμοποιήσει όλη τη διαθέσιμη ισχύ των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της διπλωματίας, των οικονομικών κυρώσεων, της στρατιωτικής αποτροπής και της μυστικής δράσης κατά των Σοβιετικών και των Συμφώνου της Βαρσοβίας, για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο και στις μέρες μας «θα πρέπει να διεξαχθεί ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος με Ρωσία». Όπως αναφέρει, το παραπάνω δόγμα περιλαμβάνει τόσο φανερές όσο και συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις, που ξεκινούν από πολιτικές συμμαχίες, οικονομικά μέτρα και «λευκή» προπαγάνδα μέχρι μυστικές επιχειρήσεις, όπως η μυστική υποστήριξη «φιλικών» στοιχείων στις παραπάνω χώρες, ως πέμπτης φάλαγγας, ο «μαύρος» ψυχολογικός πόλεμος, ακόμη και η ενθάρρυνση της παράνομης «αντίστασης».

Σε διαφορετική περίπτωση, καταλήγει, πως οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να ηττηθούν «από τα χέρια των ‘τριών επικίνδυνων ανδρών’ και των διαδόχων τους».