του Κωνσταντίνου Πουλή
Το ίδιο συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τη χρήση του smartphone. Το συνέδριο που παρακολούθησα την περασμένη βδομάδα στο Παρίσι είναι μια από τις πολλές προσπάθειες που κάνουν επαγγελματίες από τον χώρο της δημοσιογραφίας ή της ακαδημαϊκής μελέτης της δημοσιογραφίας να καταλάβουν την εποχή που έρχεται.
Περιέγραφε ένας ομιλητής την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζονταν παραδοσιακά όσοι βασίζονταν στην τεχνολογία αντί για το στυλό και το σημειωματάριό τους, όπως οι φωτογράφοι, και ανέφερε την πληροφορία πως ήταν συνηθισμένο να υποσημειώνεται σε ένα ρεπορτάζ ότι χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία που αντλήθηκαν από τηλεφωνικές συνομιλίες, διότι ο συντάκτης θεωρούσε απαραίτητο να το πει. Αναρωτιόταν αν θα ακούγεται εξίσου αστείο να ακούμε σε λίγο καιρό ότι «χρησιμοποιήθηκε λογισμικό αυτόματης παραγωγής ειδήσεων». Όσοι εργάζονταν μπροστά σε οθόνες, όσοι βασίζονταν στο διαδίκτυο, θεωρούνταν τεχνικοί, μέχρι η δουλειά τους να γίνει οργανικό κομμάτι της δημοσιογραφικής καθημερινότητας. Όσο εξοικειωνόμαστε με την τεχνολογία, δουλειές που θεωρούνταν δημιουργικές γίνονται τεχνικές, και δουλειές που θεωρούσαμε δημιουργικές γίνονται τεχνικές.
Νομίζω ότι υπάρχουν σημεία αυτής της συζήτησης, μη τεχνικά, στα οποία ίσως μπορώ να συνεισφέρω. Ένα από τα πιο δυναμικά πεδία της έρευνας αυτή τη στιγμή είναι οι αλγόριθμοι που γράφουν τις ειδήσεις, η παραγωγή ειδήσεων με την ελάχιστη δυνατή συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα. Αυτό δεν ανήκει σε κάποιο μακρινό μέλλον, συμβαίνει ήδη. Το BBC μπόρεσε να δημοσιεύσει 689 άρθρα τη βραδιά των εκλογών διότι το περιεχόμενο παραγόταν αυτόματα, (αυτό συνέβη το 2019), που περιείχαν τις βασικές πληροφορίες για το αποτέλεσμα (νίκη, ήττα, συντήρηση δυνάμεων). Το ίδιο κάνει το Associated Press και άλλα ειδησεογραφικά Μέσα. Οι ερευνητές και ακαδημαϊκοί μελετούν ήδη τις πολιτικές, ηθικές και νομικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, θέτοντας ερωτήματα όπως αν μπορεί ένα μποτ να διαπράξει συκοφαντία κοκ.
Δεν παρακολουθώ το τεχνικό κομμάτι, αλλά μπορώ να προσφέρω μια ιστορική ματιά που προέρχεται από τη δική μου ενασχόληση με την ανθρωπολογία του τεχνικού πολιτισμού. Όταν σου λένε ότι οι ειδήσεις θα γράφονται μόνες τους, εύλογα αντιδρά κανείς λέγοντας ότι οποιαδήποτε έννοια της γραφής θα πρέπει να περιλαμβάνει δύο πράγματα που δεν μπορεί να κάνει καμία μηχανή: Να αποφασίσει τι είναι και τι δεν είναι είδηση, και να γράψει ωραία. Το τι είναι και τι δεν είναι είδηση προκύπτει από μία σειρά από πολιτικές και ηθικές αποφάσεις, προκαταλήψεις και εμμονές, που μπορείς να διδάξεις σε έναν υπολογιστή, αλλά δεν μπορεί να τις επινοήσει ανεξάρτητα από μας. (Δεν είμαι ειδικός στην τεχνητή νοημοσύνη, οπότε δεν αμφιβάλλω ότι θα υπάρχει αντίλογος, στον οποίον είμαι ανοικτός). Επίσης, εκτός από το να διαλέξει θέμα ο δημοσιογράφος, θα χρειαστεί και να γράψει ωραία, δηλαδή αν δεν κάνει απλώς επεξεργασία δεδομένων, που είναι άλλο μεγάλο χοτ θέμα της σημερινής δημοσιογραφικής συζήτησης, θα χρειαστεί να ξέρει τη διαφορά ανάμεσα σε μία φράση που είναι όμορφη ή άνοστη. (Αυτά ποσοτικοποιούνται πια, αλλά θα πούμε περισσότερα σε λίγο, σχετικά).
Τότε τι μένει να κάνει η μηχανή; Η απάντηση που δίνουν σε αυτό είναι πως βεβαίως δεν πρόκειται να αντικαταστήσει την ανθρώπινη συνεισφορά, στα σημεία που περιέγραψα, αλλά θα αναλαμβάνει το κομμάτι αυτό που προκύπτει μηχανικά, όπως η σύνδεση με παλαιότερες σχετικές υποθέσεις, ή στο παράδειγμα των εκλογών που ανέφερα στην αρχή, θα έχει σχέση με άλλα αποτελέσματα, προηγούμενα και παράλληλα.
Εδώ είναι ένα σημείο που νομίζω ότι διαφεύγει σε αυτή τη ματιά, το οποίο πιστεύω ότι μπορούμε με ασφάλεια να μεταφέρουμε από την ιστορία της τεχνολογίας. Το παλαιό σλόγκαν του σοφού Μάρσαλ Μακ Λούαν, ότι “το μέσο είναι το μήνυμα”, σημαίνει ακριβώς ότι οι άνθρωποι τείνουν να υπερτιμούν το τι κάνουν με την τεχνολογία, αλλά η ριζική αλλαγή είναι η αλλαγή του Μέσου, ανεξαρτήτως της χρήσης.
Η ηχογράφηση της μουσικής είναι η ριζική αλλαγή, το αν κανείς άκουγε Μπετόβεν ή τσάρλεστον είναι για την ιστορία της τεχνολογίας δευτερεύον. Το ίδιο με την τυπογραφία. Το αν κανείς τύπωνε τη Βίβλο ή λαϊκά φυλλάδια είναι δευτερεύον, μπροστά στη συγκλονιστική εξέλιξη της μαζικής παραγωγής βιβλίων.
Ένα ακόμη παράδειγμα, πριν να επιστρέψουμε στη δημοσιογραφία. Όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται υπολογιστές στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών, πιστευόταν ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια ότι θα ξεμπέρδευε κανείς με τις ποσοτικές έρευνες, αφού αυτή η δουλειά θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί, και θα υπήρχε αύξηση των ερμηνευτικών μελετών. Αντί γι’ αυτό, υπήρξε σημαντική αύξηση των ποσοτικών μελετών, που ακολουθούσαν κατά πόδας τα νέα μέσα. Οι ιδιωτικές προθέσεις των ερευνητών είχαν δευτερεύουσα θέση.
Το ίδιο ίσως να συμβαίνει και σήμερα, με τη χρήση της αλγοριθμικής παραγωγής ειδήσεων. Μπορεί οι χρήστες να πιστεύουν ότι αυτό θα αφορά το ποσοστό εκείνο των ειδήσεων που παράγεται έτσι, αυτό που σχετίζεται με την επεξεργασία δεδομένων, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει απρόσκοπτα η δημοσιογραφική έρευνα και γραφή να τραβάει τον δρόμο της. Νομίζω ότι μπορεί να μη συμβεί ακριβώς αυτό. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι είναι αρκετά πιθανό να υπάρξει μια ακόμη ισχυρότερη στροφή προς το είδος των ειδήσεων που παράγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι το μέσο παρασύρει το περιεχόμενο ριζικότερα από ό,τι μπορεί να συνειδητοποιούν ή να επιδιώκουν οι χρήστες του.
Είπα πριν ότι ο υπολογιστής δεν ξέρει τι είναι ωραίο. Πράγματι. Αλλά ξέρει τι θεωρούν ωραίο περισσότεροι, και αυτό είναι πρακτικά σημαντικότερο, αν δεν είσαι συγγραφέας αλλά είσαι εκδότης, ή (ακόμη χειρότερα) μάνατζερ ενός δημοσιογραφικού Μέσου. Έχω γράψει στο βιβλίο μου “Απ’ το αλέτρι στο smartphone” για την τεχνολογία ότι ο ζωγράφος μπορεί να ξενυχτάει για “μιαν απόχρωση του μωβ”, όπως το περιγράφει ο Ελύτης, αλλά η Google απλώς δοκιμάζει την ανταπόκριση των πελατών της στις διαφορετικές αποχρώσεις του γαλάζιου που χρησιμοποιεί, και αποφασίζει αντίστοιχα.
Με τον ίδιο τρόπο θα συσσωρεύεται σταδιακά μια τεχνογνωσία απολύτως ποσοτικοποιήσιμη, για το ποιοι τίτλοι προκαλούν καλύτερα το ενδιαφέρον κοκ. Αυτό ήδη συμβαίνει με τη χρήση των Google Analytics. Μια ερευνήτρια που ασχολείται με την επίδρασή τους στη δημοσιογραφία μάς μετέφερε τη φράση ενός εκδότη, που έλεγε ότι τώρα επιτέλους έχουμε κάτι να πούμε στους δημοσιογράφους που ασχολούνται με ένα θέμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Έχουμε τα στατιστικά για να τους τα δείξουμε. Δεν νομίζω να χρειάζεται να σκεφτούμε πολύ για να διακρίνουμε τους κινδύνους σε αυτό.
Σκεφτείτε μια τηλεοπτική παραγωγή που θα αποφασίζεται με κριτήρια τηλεθέασης. Σωστά: αυτό που έρχεται στο μυαλό είναι τα ιδιωτικά κανάλια και το ψυχαγωγικό τους πρόγραμμα. Πρόκειται για ένα δημοκρατικό μέσο αναπαραγωγής του Μάρκου Σεφερλή. Και τώρα σκεφτείτε το ίδιο αλλά σε ενημέρωση.
Στην περσινή αντίστοιχη συνάντηση που είχε γίνει στο Δουβλίνο είχε μιλήσει ένας αρχισυντάκτης του κρατικού καναλιού της Ιρλανδίας, που έλεγε ότι η ύπαρξη των δημοφιλέστερων άρθρων στο πλάι της σελίδας χρησιμεύει στο να κάνει τους δημοσιογράφους πιο ανταγωνιστικούς για την προσέλκυση της προσοχής του κοινού. Το μόνο πρόβλημα, συνέχισε, είναι ότι από χθες στην κορυφή βρίσκεται μια ιστορία με μια γάτα-ήρωα.
Πιστεύω κι εγώ ότι δημοκρατία είναι να αποφασίζουμε πλειοψηφικά, αλλά αν σκεφτόμαστε πλειοψηφικά δεν είναι δημοκρατία, είναι το τέλος της σκέψης. Πιστεύω ότι αυτή η εξέλιξη συμβαίνει ήδη, και συμβαίνει ανεξάρτητα από τις καλές ή κακές προθέσεις των επιμέρους παραγόντων αυτής της εξίσωσης.
Οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας είναι εξίσου συνταρακτικές, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Η χρήση του κινητού τηλεφώνου για βίντεο χρηματοδοτείται από ολόκληρα κανάλια αυτή τη στιγμή, όπως εξηγούσε μια γαλλίδα δημοσιογράφος, που παράγουν βίντεο αποκλειστικά από κινητό τηλέφωνο, με μια μικρή υποβοήθηση από ένα καλό εξωτερικό μικρόφωνο, ένα φως και ένα τριπόδι. Εννοώ ότι επειδή αυτό δεν απαιτεί ολόκληρο συνεργείο, οι πρώτοι που έφτασαν στη φωτιά της Νοτρ Νταμ στο Παρίσι ήταν από το κανάλι που χρηματοδοτεί “mobile journalisme”, και κατέγραψαν τα πρώτα δημοσιογραφικά πλάνα που μεταδόθηκαν.
Αυτό ανοίγει έναν ορίζοντα δημιουργικότητας αδιανόητο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος αρχικά από το αν κανείς θα βιντεοσκοπεί τη γάτα του, την πτώση των δίδυμων πύργων ή μια ταινία μικρού μήκους. Αυτό έρχεται στη συνέχεια.
Άκουσα μια ομιλία από έναν άνθρωπο που εκπαιδεύει δημοσιογράφους στη δημοσιογραφία με κινητό τηλέφωνο εδώ και δέκα χρόνια, που έκανε και μια επίδειξη του μοντάζ που μπορεί πια να κάνει ο χρήστης στο κινητό του τηλέφωνο. Η σκέψη που επανερχόταν, όπως και σε έναν αιγύπτιο εκδότη που έχει στήσει ένα (εντυπωσιακό) στούντιο μόνο με κινητά τηλέφωνα, είναι ότι η αφετηρία και η κατάληξη αυτών των συζητήσεων έχει πάντα σχέση με το τι θα θέλαμε να πούμε.
Σε αυτό το σημείο κάνω μια απότομη στροφή προς εμάς, δηλαδή προς το ThePressProject. Χάρη σε μια καλή κάμερα κινητού, η Λαμπρινή Θωμά, που δεν είναι οπερατέρ, μπορεί να μας μεταφέρει μικρές τηλεοπτικές συνεντεύξεις από τα ταξίδια της. Και όταν αυτά τα ταξίδια θα είναι και πάλι μακρινά, μέχρι τη Λατινική Αμερική, αυτό θα είναι ακόμη πιο πολύτιμο. Και θα μας επαναφέρει σε μια συζήτηση πολύ πιο γνώριμη για τους αναγνώστες μας:
Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε όλο και περισσότερα, όλο και πιο φτηνά. Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο μπροστά στα μάτια μας, και έχουμε την όρεξη και την ανεξαρτησία που χρειάζεται για να το αναδείξουμε.
Η είσοδος της μαζικής κουλτούρας στον πολιτισμό είχε μια συνέπεια απολύτως καθαρή και μετρήσιμη: ευκολότερη πρόσβαση σε χειρότερη τέχνη. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας οι άνθρωποι δεν άκουγαν μουσική σαν τις μαλακίες που ακούγονται σήμερα. Το ίδιο διαθέσιμος είναι και ο Μπετόβεν, αλλά στην πράξη αυτές οι αλλαγές ευνόησαν την Ariana Grande και όχι τον Μπετόβεν.
Στη δημοσιογραφία, λοιπόν, έχουμε μπροστά μας το ίδιο μοτίβο. Θα υπάρχει ολοένα και ευκολότερη τεχνολογικά πρόσβαση, ολοένα και πιο νοθευμένη από την ποσοτικοποίηση του γούστου. Καθώς προσγειωνόμαστε στον πλανήτη αδιανόητων μέχρι χθες εξελίξεων στην ενημέρωση, θα μπορούμε με πολύ απλά τεχνολογικά μέσα να υπηρετούμε σπάνιες και δυσεύρετες αλήθειες. Αυτό σημαίνει ότι, για μια ακόμη φορά, τα πράγματα φαίνονται καλά για μας. Η προσπάθεια που κάνουμε είναι να εξακολουθήσουμε να κρατάμε το βλέμμα μας προσηλωμένο σε αυτά που κρίνουμε ενδιαφέροντα, αδιαφορώντας για τα στατιστικά αναγνωσιμότητας, και φροντίζοντας να υπάρχει ένα κοινό που μας εκπαιδεύει και το εκπαιδεύουμε σε μια μικρή νησίδα ποιοτικής ενημέρωσης, που αξιοποιεί τις τεχνολογικές δυνατότητες, που μας επιτρέπουν να κάνουμε δύσκολα πράγματα με λίγα χρήματα, και μαζί να επαναφέρουμε μια παλαιική και δοκιμασμένη μέθοδο δημοσιογραφίας: να μπορείς να πεις κάτι που να αξίζει τον κόπο.