Ο Βαγγέλης, λοιπόν, είναι υπάλληλος στα διόδια. Υπάλληλος: δηλαδή τα λεφτά που εισπράττει κάθε μέρα δεν τα τσεπώνει, τα δίνει στην εταιρεία και παίρνει μισθό. Θα έλεγες ότι δεν χρειάζεται διευκρίνιση αυτό, αλλά έχω μία φίλη που μικρή νόμιζε ότι ο ταμίας τα κρατάει για δικά του τα λεφτά, και της είχε φανεί τέλεια δουλειά.

Πού να ήξερε η καημένη ότι είναι μία δουλειά ακόμη καλύτερη από το να έχεις κάποιον να τσεπώνει τα χρήματα. Αν σκεφτείς ότι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας δεν επενδύει, αλλά χρηματοδοτεί το έργο προκαταβολικά από τα διόδια, και ότι έχει και συμφωνία με το κράτος, ότι αν δεν περνάνε αρκετοί πελάτες, θα τον αποζημιώνει με εκατοντάδες εκατομμύρια, μιλάμε για τρομερή δουλειά. Θα το πω στη φίλη μου, να μη νιώθει αφελής με τις παιδικές της σκέψεις.

 

Με τούτα και με κείνα, κάπως έτσι ξεκίνησε το πρόβλημά του φίλου μας του Βαγγέλη. Όταν ήταν στα πάνω του το κίνημα “Δεν πληρώνω”, ο κόσμος πέρναγε από τα διόδια και τον έβριζε. Σήκωνε ο άλλος την μπάρα και φώναζε: άντε γαμήσου, ρε μαλάκα, να φτιάξεις τις λακκούβες!

 

Πώς να φτιάξει τις λακκούβες ο Βαγγέλης; Και να ήθελε, δηλαδή, πώς θα το έκανε; Να πιάσει το φτυάρι και να σκορπάει πίσσα; Και στο κάτω-κάτω αυτός τι έφταιγε; Έλα όμως που ήταν αδύνατο να προφτάσει να τα πει όλα αυτά. Πότε να τα πει; Ξεκίναγε να ψελλίσει μία απάντηση και ώσπου να πει το “μα εγώ”, ο άλλος είχε φύγει.

Σας έχει τύχει ποτέ να συζητάτε με κάποιον και, πάνω που θέλετε να πείτε το καλό σας επιχείρημα, εκείνος να λέει μια εξυπνάδα και να σηκώνεται να φεύγει; Εκνευριστικό; Λοιπόν, αυτό το πάθαινε κάθε μέρα ο Βαγγέλης.

Άρχισε να σκέφτεται ότι θα έχει μία έτοιμη ατάκα, που θα την έχει σκεφτεί πάρα πολύ καλά, και με το που θα τη λέει θα βγαίνει από πάνω. Καμία περίπτωση. Έμενε συνεχώς με το παράπονο.

Όταν άρχισε να ξεθωριάζει το κίνημα των “Δεν πληρώνω”, ο Βαγγέλης δεν είχε καν προλάβει να δηλώσει τη συμπαράσταση του και είχαν τελειώσει όλα.

Του είχε μείνει όμως αυτό το παράπονο. Ξέρετε, στα διόδια ένα μεγάλο πρόβλημα διεθνώς είναι οι επιδειξίες. Κορίτσια που εργάζονται εκεί μαθαίνουν να υπομένουν στωικά το ασχημοπάπαρο του καθενός, που ηδονίζεται με την αηδία που προκαλεί σε άλλους. Ο Βαγγέλης όμως είναι άντρας, οπότε τα γλυτώνει αυτά. Το πρόβλημά του ήταν ότι ήθελε μία σχέση πιο εγκάρδια με τους πελάτες, πιο αληθινή. Αν έφτιαχνε έπιπλα, είναι από αυτούς που θα σε έβαζαν να ξαναπεράσεις και θα σου έπιαναν και κουβέντα “για να σε γνωρίσουν καλύτερα”, να σου βρουν το έπιπλο που σου ταιριάζει, γιατί “πρέπει να τον ξέρεις τον άλλον για να μπορέσεις να καταλάβεις τι ακριβώς θέλει” και κάτι τέτοια. Ο μέσος πελάτης θα έλεγε από μέσα του ότι ένα γαμημένο σκαμνί είναι, λοιπόν τέλειωσέ το και αν μου λείψεις μετά, αφού το φτιάξεις, θα σε πάρω τηλέφωνο να πάμε μαζί γήπεδο.

Όχι. Ο πόθος του ήταν να ανταλλάξει μια κουβέντα. Απλώς η μοίρα του (ή για την ακρίβεια ο θείος με τις διασυνδέσεις στη Νέα Δημοκρατία, που είναι περίπου το ίδιο) τον έστειλε στα διόδια.

Στην αρχή ξεκίνησε με οικογένειες. Σκέφτηκε ότι οι οικογενειάρχες είναι πιο φιλικοί, και πάντως είναι μάλλον απίθανο να μεταφέρουν όπλα και ναρκωτικά κάτω από τα καθίσματα. Ίσως, αλλά μεταφέρουν κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από όπλα και ναρκωτικά: παιδιά. Όλοι αυτοί οι τύποι που “λατρεύουν τα παιδιά τους” είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Ρωτήστε οποιαδήποτε δασκάλα να σας εξηγήσει τι θα πει συνεννόηση με μαμά που “λατρεύει το παιδί της”… Τα παιδιά είναι σαν τις σημαίες μερικές φορές: πεθαίνεις και σκοτώνεις για την αγάπη τους.

Πήγε λοιπόν ο κακομοίρης μία φορά να αστειευτεί. Λέει στον μικρό στο πίσω κάθισμα “θα το φάω εγώ αυτό το κέικ!” Βάζει τα κλάματα ο μικρός, αρχίζει τα μπινελίκια ο μπαμπάς, καταρρέει το σχέδιο για χαριτωμένη επικοινωνία με οικογένεια. Εδώ που τα λέμε, και τα μπινελίκια είναι μία μορφή επικοινωνίας που κάποιοι θα θεωρούσαν ότι είναι καλύτερη από το ολότελα, αλλά πόσα μπινελίκια να ακούς κάθε μέρα για να μη νιώθεις μόνος;

Κανένα πρόβλημα λοιπόν, θα μιλούσε με τους μεγάλους. Στο διάολο τα παιδιά.

Η δουλειά αυτή, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι εύκολη. Ακόμη και ο Μπουκόφσκι, που είχε μεγάλη εμπειρία στις κωλοδουλειές, έλεγε ότι είναι η χειρότερη που έχει κάνει. Καλύτερα να σπας τα πόδια από κάβουρες με σφυρί σε ψαράδικο, έλεγε, παρά αυτό το πράγμα, να μετράς τα ψιλά του κάθε ηλίθιου. Η του κάθε νομπελίστα, εδώ που τα λέμε, γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα στα διόδια. Δεν προφταίνεις ποτέ να καταλάβεις αν ο άλλος είναι χούλιγκαν αντιεμβολιαστής ή ο ερευνητής που θα ανακαλύψει τη θεραπεία για τον κορονοϊό.

Ο Βαγγέλης λοιπόν έβαλε σημάδι μερικούς που χαμογελούσαν κάπως πιο εγκάρδια και είπε να απλώσει τα δίχτυα του πρώτα σε αυτούς. Αυτοκίνητο ούτε πολύ γυαλιστερό (γιατί είναι σνομπ), ούτε πολύ ταλαιπωρημένο,  (γιατί δεν έχουν όρεξη). Με το που έβλεπε αυτοκίνητο που περνάει το κριτήριο και ένα μικρό χαμόγελο κατά την πρώτη συναλλαγή, ξανοιγόταν. Είχε αναπτύξει και μερικές τεχνικές. Όταν έβλεπε το τριφύλλι να κρέμεται από το καθρεφτάκι θα συμπλήρωνε “με το μαλακό, κυκλοφορούν και ολυμπιακοί που είναι λίγο ζαλισμένοι από χθες, χαχαχα!”. Στο τέλος έβαζε και λίγο γέλιο. Αλλες φορές γέλαγε μόνος του, άλλες όχι, αλλά πάντως σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούσες να πεις ότι ανοίγεται ένα “παράθυρο ευκαιρίας” όπως λέμε. Η βλέποντας το ιατρόσημο φρόντιζε να πει “καλημέρα, γιατρέ”, πού είναι ακριβώς ο χαιρετισμός που αξίζει σε έναν άνθρωπο που έχει αυτοκόλλητο με το επάγγελμά του στο παρμπρίζ.

Ξεκίνησε να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του όταν άρχισε να γνωρίζει τον κύριο Καλογήρου με την κόρη του. Η μικρή καθόταν στο πίσω κάθισμα και διάβαζε το De profundis του Oscar Wilde. Ο Βαγγέλης βρήκε την ευκαιρία και είπε “καλό διάβασμα!” Μετά από δύο μέρες βρήκε την ευκαιρία και της έκανε δώρο την Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ, που είναι από την ίδια περίοδο του Oscar Wilde και μετά η Ιουλία -έτσι τη λένε τη μικρή- του έκανε νόημα ότι είναι πολύ ωραία η Μπαλάντα.

Πιο παλιά ήταν συχνότερο το φαινόμενο να δίνει κανείς ένα μικρό δώρο (π.χ. έναν αναπτήρα ή κάτι φαγώσιμο) στα διόδια. Το αντίστροφο όμως είναι ανήκουστο. Μόνο ο Βαγγέλης θα μπορούσε να το κάνει.

Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα υπάρχουν υπάλληλοι στα διόδια. Ήδη σήμερα υπάρχουν πολλοί δρόμοι χωρίς κανέναν υπάλληλο. Ποιος θα χαρίζει; Ποιος θα βρίζει τις κατασκευαστικές εταιρείες στο πρόσωπο του υπαλλήλου των διοδίων; Κανείς. Δεν το λέω επειδή με νοιάζει η αντικατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές. Οι άνθρωποι είναι ήδη μηχανές.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Βαγγέλης είναι κάποιος που είχε αποφασίσει να μη βιάζεται σε έναν κόσμο όπου τίποτε, ποτέ δεν κινείται αργά. Καθόταν επάνω στο βράχο που σκάει το κύμα και κάθε φορά που υψώνονταν οι σταγόνες σήκωνε το πινέλο για να το ζωγραφίσει. Υπήρχε πιθανότητα να προλάβει; Όχι, καμία. Όμως πώς γίνεται ένας άνθρωπος να θέλει τόσο πολύ να ζωγραφίσει τις σταγόνες και να μην καταλαβαίνει ότι δεν θα προφτάσει; Και να προσπαθεί πάλι και πάλι.

Το κατόρθωμα αυτού του ανθρώπου ήταν η αισιοδοξία του, όχι η επικοινωνία. Η επικοινωνία ήταν καταστροφή για όλους, όπως πάντα. Δεν τα κατάφερε να γίνουν φίλοι με τους πελάτες, αλλά κάθε μέρα ήταν σαν να τους λέει και από μία φράση από τις Χίλιες και μία νύχτες.

Ώσπου τελικά το αυτοκίνητο της Ιουλίας πέρασε τα διόδια από το διπλανό διάζωμα. Επίτηδες; Κατά λάθος; Μπορεί την πρώτη μέρα ο πατέρας της να αφαιρέθηκε. Τη δεύτερη όμως; Τη δεύτερη μέρα ο Βαγγέλης είχε απλώσει τα δίχτυα του σε δύο άλλα αυτοκίνητα. Είχε σταμπάρει ήδη δύο αυτοκίνητα και είχε μαζέψει και τρία βιβλία. Θα χρειαστεί να προσαρμοστεί κι αυτός λίγο. Θα θυμίζει εκείνον τον Ισπανό ποιητή που λέγεται ότι είχε κάνει πρόταση γάμου σε όλες τις πόρνες που είχε γνωρίσει, και το εννοούσε. Δεν θα παραιτηθεί από την αισιοδοξία του, απλώς θα ανοίξει λίγο το πεδίο.