Η δίωξη που ασκήθηκε μετά το πέρας προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένης Ράικου στρέφεται κατά τεσσάρων στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα, η κατηγορία απαγγέλθηκε κατά του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του Υπουργείου Εξωτερικών, του Διευθυντή Β5 Διευθύνσεως Αναπτυξιακής Πολιτικής, του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ΥΔΑΣ και τουΓενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας.
Στη Βουλή η δικογραφία
Η δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση αναμένεται να διαβιβαστεί δια του Αρείου Πάγου στην Βουλή προκειμένου να διερευνηθεί αν προκύπτουν ενδεχόμενες ευθύνες των, κατά τον χρόνο εκείνο, Υπουργού και Υφυπουργού των Εξωτερικών.
Η υπόθεση απασχόλησε την εισαγγελία Διαφθοράς με αφορμή έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ),τον Σεπτέμβριο του 2015, του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία διενεργεί ελέγχους σχετικά με χρηματοδοτήσεις Μη Κυβερνητικών Οργανισμών που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν.
Τα στοιχεία που δόθηκαν στους εισαγγελείς αφορούσαν χρηματοδότηση «που έλαβε παρανόμως υποκατάστημα στη Σερβία του εδρεύοντος στις Η.Π.Α. ΜΚΟ (think tank) με την επωνυμία «East West Institute» κατά τα έτη 2001 και 2002».
Χωρίς υπουργική απόφαση…
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας που σχημάτισαν οι εισαγγελείς, η εν λόγω χρηματοδότηση προβλεπόταν να ανέλθει στο ποσό των 900 χιλ. δολ. ΗΠΑ προοριζόμενη να εκταμιευθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις κατά τα έτη 2001-2003.
Τελικώς εκταμιεύθηκαν δύο δόσεις συνολικά 609 χιλ. δολ., ενώ κατά το έτος 2003 επιχειρήθηκε να δοθεί στην ΜΚΟ και το υπόλοιπο των «υπεσχημένων» εκ 300 χιλ. δολ. ΗΠΑ. Οι χρηματοδοτήσεις ωστόσο έγιναν χωρίς να υπογραφεί σχετική υπουργική απόφαση, παρά τη σχετική εισήγηση των υπηρεσιακών παραγόντων.
Από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε πως η παράδοση των χρημάτων έγινε σε μετρητά, μέσω της Ελληνικής Διπλωματικής Αρχής στη Σερβία, η οποία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις πληρωμές χωρίς να της έχουν τεθεί υπόψη ουσιαστικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση.
…χωρίς αξιολόγηση από το Βελιγράδι…
Στην δικογραφία αναφέρεται πως τα χρήματα που έλαβε η επίμαχη ΜΚΟ, αποτελούσαν πιστώσεις του ΥΠΕΞ που προορίζονται για την κάλυψη δαπανών βοήθειας προς ξένες χώρες δηλαδή προς αλλοδαπές κρατικές οντότητες λόγω θεομηνιών, πολεμικών, πολιτικών και άλλων γεγονότων.
Τα ποσά αιτιολογήθηκαν ως χρηματοδότηση δράσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιανατολική Ευρώπη. Στη δικογραφία τονίζεται πως η χρηματοδότηση δόθηκε σε αλλοδαπή ΜΚΟ, την οποία αγνοούσαν οι Υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, «γεγονός που συνάγεται αδιαμφισβήτητα από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση».
Επίσης, η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς να ερωτηθούν ή να εισηγηθούν, τόσο η Πρεσβεία Βελιγραδίου όσο και οι αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΕΞ. Επιπλέον, από τους εισαγγελείς καταλογίζεται στους υπαιτίους πως η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει αξιολογηθεί η σχεδιαζόμενη δράση και χωρίς να έχει σχηματιστεί πλήρης φάκελος από τον οποίο να προκύπτει η επάρκεια του προγράμματος και το εθνικό συμφέρον το οποίο επιδιώκεται να ικανοποιηθεί ή οι ευνοϊκές συνέπειες στον πληθυσμό και την οικονομία της περιοχής.
…και χωρίς παρακολούθηση
Καταλογίζεται επίσης πως η χρηματοδότηση έγινε μέσω έκδοσης χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, χωρίς να υπάρχει καμία επείγουσα ή ανυπέρβλητη ανάγκη άμεσης παροχής βοήθειας η οποία να δικαιολογεί την έκδοσή τους αλλά και χωρίς να οριστεί αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του «προγράμματος», με αποτέλεσμα αυτό να μην παρακολουθηθεί.
Όπως αποδείχτηκε δε από την εισαγγελική έρευνα, το επίμαχο ποσό τελικώς εξυπηρέτησε τις δαπάνες συντήρησης του γραφείου της ΜΚΟ στο Βελιγράδι, τη μισθοδοσία, τη μετακίνηση και τη συμμετοχή του προσωπικού της σε συνέδρια και ομάδες εργασίας και κατά συνέπεια η διάθεσή του δεν εξυπηρέτησε κανένα εθνικό συμφέρον.
Η υπόθεση ανατέθηκε σε ανακριτή ενώπιον του οποίου θα κληθούν σε απολογία οι εμπλεκόμενοι.