Ο Γαβριήλ Πρίντσιπ ήταν άλλος ένας νέος με μεγάλα όνειρα που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως και τα εκατομμύρια των συνομηλίκων του, προϊόντα μιας μοναδικής εποχής αλλαγών, είχε επηρεαστεί από τις αποχρώσεις του εθνικισμού που κυριαρχούσαν στα Βαλκάνια και αλλού. Ο Πρίντσιπ είχε πολλούς λόγους να μισεί τα σύμβολα της ξένης εξουσίας και έτσι στα όταν στα 19 του χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να σκοτώσει μέλη του αυστρό-ουγγρικού στέμματος δεν δίστασε καθόλου. Πιθανότατα ανέλαβε το εγχείρημα πλημμυρισμένος με χαρά. Και προφανώς δεν είχε την παραμικρή υποψία ότι η σφαίρα από το όπλο του δεν θα σκότωνε απλά τον αρχιδούκα Φερδινάνδο, αλλά ότι θα πυροδοτούσε ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μακελειό που είχε γνωρίσει έως τότε η Ευρώπη. Ο Πρίντσιπ πέθανε τον Απρίλιο του 1918 στην φυλακή αρνούμενος να πιστέψει ότι έφερε την ευθύνη του Μεγάλου Πολέμου. Λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία ενός 19χρονου να αντιληφθεί τις επιπτώσεις μιας πολιτικής δολοφονίας μέσα σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το νεαρό Γαβριήλ ως τραγικό πρόσωπο και συνακόλουθα να τον συγχωρέσουμε για την αφέλεια του. Πάλι για τους ίδιους λόγους οφείλουμε να είμαστε αμείλικτοι απέναντι σε εκείνους τους ώριμους πολιτικούς άνδρες που επιλέγουν, από αδικαιολόγητη παρόρμηση, να κάνουν χρήση της δύναμης που κατέχουν χωρίς να λογαριάζουν τις επιπτώσεις των πράξεων τους.
Του Γιώργου Ρήγα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ με την απόφαση του να διατάξει τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί στη Βαγδάτη τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου άφησε πάλι άφωνους αναλυτές και ειδικούς με την απερισκεψία του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν μερικές μέρες σημειώθηκε επίθεση με ρουκέτες σε συγκρότημα που στεγάζει Αμερικανούς στο Ιράκ. Από την επίθεση σκοτώθηκε ένας Αμερικανός πολίτης, προφανώς μέλος ιδιωτικής υπηρεσίας ασφαλείας ή εργολάβος που εμπλέκεται στην «ανοικοδόμηση» της χώρας. Τα αναμενόμενα αντίποινα δεν άργησαν να έρθουν με τη μορφή βομβαρδισμού στόχων παραστρατιωτικής σιιτικής οργάνωσης (Ταξιαρχίες Χεζμπολάχ) σε Ιράκ και Συρία οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο 25 ανθρώπων. Η αμερικανική ενέργεια, που εκτός των άλλων ήταν τυπικά μια κατάφορη παραβίαση της ιρακινής κυριαρχίας, προκάλεσε το θυμό του σιιτικού στοιχείου που εκφράστηκε με την αναίμακτη πολιορκία της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη.
Τα επεισόδια έξω από την πρεσβεία διοργανώθηκαν από τις σιιτικές οργανώσεις ως επίδειξη δύναμης κυρίως για να μη φανούν ότι παραμένουν αδρανείς στην αμερικάνικη επιθετικότητα. Το ότι η αντίδραση ήταν ελεγχόμενη φαίνεται από το γεγονός ότι στη λεγόμενη προσπάθεια εισβολής της πρεσβείας δεν χρησιμοποιήθηκαν όπλα καίτοι οι οργανώσεις που διαμαρτύρονταν έχουν ισχυρά ένοπλα σκέλη. Και ενώ οι ηγέτες των Σιιτών διέταξαν την αναστολή των διαδηλώσεων δηλώνοντας με έπαρση ότι το μήνυμα τους εστάλη, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε μια ασύμμετρη κλιμάκωση σκοτώνοντας τόσο το Σολεϊμανί, όσο και την ηγεσία των Σιιτών παραστρατιωτικών που πήγαν να τον υποδεχθούν.
Ο Σολεϊμανί δεν ήταν απλά ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Από άποψης πολιτικής ισχύος ίσως ήταν ο δεύτερος τη τάξει στο Ιράν και οπωσδήποτε ήταν το πρόσωπο και το μυαλό της Τεχεράνης στις χώρες που δραστηριοποιείται στη Μέση Ανατολή, ήτοι Λίβανο, Συρία, Ιράκ και Υεμένη. Το κύρος και η φήμη του ήταν τέτοια που η δολοφονία του δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Το μεγάλο επιχειρησιακό πρόβλημα για τους Ιρανούς αυτή τη στιγμή είναι ότι χρειάζονται ένα μίγμα απάντησης που θα περισώσει το γόητρο τους χωρίς παράλληλα να τους βάλει σε τροχιά θερμής σύγκρουσης. Και αν υπήρχε κάποιος στο Ιράν που ήταν αυθεντία στο εν λόγω μίγμα αυτός δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Σολεϊμανί.
Με άλλα λόγια η ιρανική ηγεσία καλείται να πάρει μια απόφαση που θα καθορίσει το μέλλον της χωρίς να μπορεί να συμβουλευτεί τον επιφανή και έμπειρο στρατηγό. Απέναντι σε έναν απερίσκεπτο Τραμπ μια σχετικά ισχυρή απάντηση στην απώλεια Σολεϊμανί δεν μπορεί παρά να επιφέρει νέα δυσανάλογα αμερικανικά πλήγματα σε πρόσωπα και εγκαταστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Ιρανοί θα υποχρεωθούν σε μια πολλή ήπια αντίδραση που ναι μεν δεν θα ωθήσει τη Μέση Ανατολή σε μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση, αλλά θα υπονομεύσει σημαντικά το γόητρο και την επιρροή τους στην περιοχή. Και ενώ αυτό φαντάζει το πιο πιθανό σενάριο δεν αποκλείεται η παρορμητικότητα του Τραμπ να έχει μια απρόβλεπτη συνέπεια. Συγκεκριμένα, ποιος μπορεί να αποκλείσει εξολοκλήρου το ενδεχόμενο η ιρανική ηγεσία να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει περιθώριο ελιγμών και άρα αντί του να προσπαθεί μάταια να κατευνάσει τις ΗΠΑ, να αποφασίσει να πατήσει πρώτη το κουμπί. Με άλλα λόγια, να χτυπήσει αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ, εγκαταστάσεις στη Σαουδική Αραβία και αλλού στον Κόλπο, καθώς και το Ισραήλ μέσω Χεζμπολάχ από Λίβανο και, ίσως, Ισλαμικής Τζιχάντ από Γάζα. Δεδομένης της υπεροπλίας ΗΠΑ-Ισραήλ και της έκρυθμης κατάστασης (πόλεμοι ή/και κοινωνική αναταραχή) σε πολλές αραβικές χώρες δεν χρειάζεται να αναλύσουμε το χάος και τον πόνο που συνεπάγεται αυτό το ενδεχόμενο.
Και το ερώτημα με τη μορφή φαντάσματος που πλανάται δικαίως πάνω από τον κόσμο είναι γιατί ο Τραμπ αποφάσισε να παίξει με τα σπίρτα στην πυριτιδαποθήκη. Σίγουρα ο λόγος δεν μπορεί να είναι μόνο ένας αλλά η ιδιορρυθμία του Αμερικανού Προέδρου εξηγεί (πάλι) πολλά. Ο Τραμπ δεν είναι κάποιος που μπήκε στην πολιτική για να κάνει λεφτά ή να αποκτήσει φήμη. Ο Τραμπ για την ακρίβεια δεν μπήκε καν στην πολιτική. Αντίθετα έβαλε στόχο το ισχυρότερο αξίωμα στον πλανήτη για να ικανοποιήσει τη μεγαλομανία και το εγώ του. Σε αυτό το πλαίσιο η προεδρία του χαρακτηρίζεται από παλινωδίες και εμμονές. Προσπαθεί να πετύχει μεγάλα πράγματα και όταν αποτυγχάνει, ή δεν παίρνει τους επαίνους που πιστεύει ότι δικαιούται, καταφεύγει σε παράτολμες αποφάσεις που ναι μεν ικανοποιούν τη βάση του, ειδικά ενόψει εκλογών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα κάνουν τον κόσμο μας πιο ασφαλή ή τις ΗΠΑ πιο δημοφιλείς στη Μέση Ανατολή.
Πριν λίγο καιρό οι αμερικάνικες δυνάμεις εντόπισαν και σκότωσαν τον ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους. Ο Τραμπ έδωσε μια πανηγυρική ομιλία διότι πίστευε ότι είχε ξεπεράσει τον προκάτοχο του, στη θητεία του οποίου εξουδετερώθηκε ο Μπιν Λάντεν. Για τον Τραμπ το θέμα δεν ήταν καθόλου δευτερεύον καθώς μέχρι τον εντοπισμό του ηγέτη της Αλ-Κάιντα ο Τραμπ επέκρινε συχνά τον Ομπάμα για την αποτυχία του να τον βρει. Η εξουδετέρωση του Αλ-Μπαγντάντι ήταν μια μεγάλη επιτυχία την οποία όμως δεν ακολούθησε κύμα ευχαριστιών και επαίνων. Αντίθετα τα νέα αντιμετωπίστηκαν από πολλούς με χλιαρότητα και αδιαφορία καθώς ο Αλ-Μπαγντάντι ήταν πια πολιτικά και επιχειρησιακά ασήμαντος. Για τον Τραμπ λοιπόν είχε σημασία να βγάλει από τη μέση ένα «κακό» με σοβαρό πολιτικό βάρος.
Το πόσο ενδιαφέρει τον Τραμπ οι υψηλόβαθμοι και αναγνωρίσιμοι στόχοι φάνηκε σε ένα απόσπασμα της ομιλίας του μετά την επιχείρηση εναντίον του Αλ-Μπαγντάντι. Συγκεκριμένα, όταν ανέφερε πως οι στρατηγοί κατά καιρούς του έφερναν πληροφορίες για τον τάδε ή το δείνα πολέμαρχο και εκείνος τους απαντούσε κοφτά «εγώ θέλω τον Αλ-Μπαγντάντι». Με αυτό το ψυχισμό δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν Τραμπ να ενθουσιάζεται όταν ενημερώνεται πως έχει εντοπιστεί ο ισχυρός και αναγνωρίσιμος Σολεϊμανί στη Βαγδάτη και έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερες δεύτερες σκέψεις, να αγνοεί τις περί του αντιθέτου συστάσεις και να διατάζει την εκτόξευση των φονικών πυραύλων. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά. Και όταν μιλάμε για δυνάμεις σαν τις ΗΠΑ το μετά πρέπει να μην περιορίζεται στην επιδιωκόμενη ευαρέσκεια συντηρητικών ψηφοφόρων. Αντίθετα πρέπει κάπως να υπολογίζει και αυτούς που έχουν την ατυχία να ζουν στο μάτι του κυκλώνα και που παραδόξως οι ίδιοι συντηρητικοί ψηφοφόροι θα τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία αν γίνονταν πρόσφυγες.