Της Ευρυδίκης Μπερσή
H κριτική που δημοσίευσε πρόσφατα εδώ ο Δημήτρης Τσίρκας εντοπίζει ως δήθεν αδυναμία της ταινίας ότι δεν μπορεί να παρομοιάζεται ένας κομήτης με την κλιματική κρίση γιατί ο μεν κομήτης αφανίζει τους πάντες ενώ οι πλούσιοι δεν απειλούνται με τον ίδιο τρόπο από την αποσταθεροποίηση του κλίματος. «Δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο από την κλιματική αλλαγή – οι πλούσιες χώρες για παράδειγμα, είναι πολύ πιο ανθεκτικές στις συνέπειές της από ότι οι φτωχές, ακόμα περισσότερο οι πλούσιοι άνθρωποι σε Βορρά και Νότο, άρα δεν έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα να πάρουν μέτρα για τον περιορισμό της.» γράφει, ισχυριζόμενος ότι η αναλογία του κομήτη με την κλιματική αλλαγή είναι «κακή».
Όμως η αναλογία είναι εξαιρετική, δυστυχώς. Σήμερα κάποιοι «πλούσιοι άνθρωποι σε Βορρά και Νότο» πιστεύουν ότι μπορούν να προστατευθούν από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, όπως ακριβώς οι 2.000 εκπρόσωποι της αμερικανικής ελίτ στην ταινία των Ανταμ ΜακΚέι και Ντέιβιντ Σιρότα πιστεύουν ότι θα γλιτώσουν από τον κομήτη. Το να θεωρείς ότι θα βγεις αλώβητος από την κατάρρευση των φυσικών οικοσυστημάτων στα οποία βασίζεται ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι το ίδιο ουτοπικό με το να νομίζεις ότι θα γλιτώσεις αν η γη χτυπηθεί από κομήτη πλάτους οκτώ χιλιομέτρων. Το Don’t Look Up έγινε ήδη η δεύτερη ταινία με τις περισσότερες προβολές στην ιστορία του Netflix και φαντάζομαι ότι, περιγράφοντας το τέλος, δεν εκπλήσσω κανέναν. Παρόλ αυτά, αν δεν την έχετε δει, προσοχή, ακολουθεί spoiler.
Όχι, ούτε οι 2.000 γλιτώνουν. Όλη τους η εξουσία και η αποκλειστική πρόσβαση στην πλέον προηγμένη τεχνολογία το μόνο που αγοράζει είναι το προνόμιο να καταλήξουν γυμνοί και ανυπεράσπιστοι, θλιβεροί τελευταίοι εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους. Αλλά νωρίτερα, έβλεπαν την καταστροφή να πλησιάζει εκστασιασμένοι από τα αμύθητα πλούτη, στην πιο γκροτέσκα εκδοχή του «η κρίση είναι ευκαιρία». Αν ο δισεκατομμυριούχος γκουρού της τεχνολογίας Πίτερ Ισεργουελ (καθηλωτικός στο ρόλο αυτόν ο Μάρκ Ράιλανς) δεν είχε «καβάτζα» το διαστημόπλοιό του, δεν θα τζογάριζε τα πάντα στο παρακινδυνευμένο σχέδιο που τελικά απέτυχε οικτρά να προστατέψει τη γη. Οι μεγιστάνες των ορυκτών καυσίμων αισθάνονται ακόμα και σήμερα επίπλαστη ασφάλεια στα πολυτελή οχυρά τους, αλλιώς δεν θα τίναζαν στον αέρα κάθε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Σε τι διαφέρει μια ελίτ που θέλει να χτυπήσει ο κομήτης τη γη για να γίνει ακόμη πλουσιότερη από μία ελίτ που θέλει να λιώσουν οι πάγοι της αρκτικής για να εκμεταλλευθεί τον ορυκτό πλούτο της;
Οταν ο Δρ Μίντι (Ντι Κάπριο) χάνει την ψυχραιμία του στο τηλεοπτικό στούντιο ουρλιάζει: «Αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά, ότι δεν είναι καλό πράγμα να κατευθύνεται προς τη γη ένας γιγάντιος κομήτης μεγέθους Εβερεστ, τι έχουμε πάθει; »
Αυτό πρεσβεύει η ταινία, την προσήλωση σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή επιστημονικής συναίνεσης, που έχει προκύψει από peer review (αξιολόγηση από ομοτίμους). Όχι τη μετατροπή των επιστημόνων σε τοτέμ, ούτε τα αιώνια λοκντάουν. «Λέγεται επιστημονική μεθοδολογία και είναι αυτό που δημιούργησε τον υπολογιστή στον οποίο πληκτρολογείς τις αυτές τις ηλίθιες θεωρίες συνωμοσίας» απαντά ο Δρ Μίντι σε κάποιον που δεν εννοεί να καταλάβει τα βασικά. Μπορεί αυτό να ονομαστεί «φιλελεύθερος σνομπισμός»; Όπως το δει κανείς.
Θα συμφωνήσω με την διάκριση που κάνει ο Τσίρκας ανάμεσα στα βασικά επιστημονικά δεδομένα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και στην πολιτική διαχείρισή τους, η οποία οφείλει να γίνεται αντικείμενο δημοκρατικού διαλόγου. Το ιδανικό όμως θα ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της κλιματικής κρίσης να είχαν γίνει τόσο σαφή και τόσο κατανοητά ώστε να μην διαβάζουμε φράσεις όπως «Παράλληλα, το πώς θα την αποτρέψουμε (την κλιματική κρίση) δεν είναι καθόλου δεδομένο.»
Όχι, είναι απολύτως δεδομένο, χωρίς καμία σκιά αμφιβολίας. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε την κλιματική κρίση θα πρέπει να σταματήσουμε να στέλνουμε ρύπους στην ατμόσφαιρα, άρα να εγκαταλείψουμε τα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, για το ζήτημα αυτό η γνώμη ενός ταξιτζή δεν είναι ισότιμη με τη γνώμη ενός φυσικού της ατμόσφαιρας. Εκεί που αρχίζει η συζήτηση με τη συμμετοχή όλων είναι το πώς θα επιτευχθεί η μετάβαση χωρίς να γίνουν οι φτωχοί φτωχότεροι και τι είδους ενεργειακές πολιτικές θα προτιμήσουμε.
Πάντως το συμπέρασμα της ταινίας δεν μπορεί να είναι «όχι άλλοι επιστήμονες!» (στο κάτω κάτω ο Μίντι απλώς ενημερώνει για τα βασικά, το ποιο σχέδιο δράσης θα επιλεγεί είναι δουλειά της προέδρου Ορλίν). «Όχι άλλοι κροίσοι που σέρνουν απ τη μύτη εκλεγμένες κυβερνήσεις» θα ταίριαζε καλύτερα. «Όχι άλλες κοντόφθαλμες αποφάσεις για κολοσσιαία προβλήματα» επίσης. «Ανοικτά επιστημονικά δεδομένα για όλους, τα ζητήματα που αφορούν την τύχη της ανθρωπότητας δεν μπορούν να είναι απόρρητα.» Κάπως καλύτερο.
Ούτε ευσταθεί, νομίζω, ότι η ταινία παρουσιάζει «απλοϊκά δίπολα: επιστήμη εναντίον πολιτικής (και οικονομίας), ηθικοί και άδολοι επιστήμονες εναντίον διεφθαρμένων πολιτικών και κερδοσκόπων δισεκατομμυριούχων.»
Αντιθέτως, το Don’t look up είναι κόλαφος για τους επιστήμονες -και τους δημοσιογράφους!- που χάνουν το κύρος τους παπαγαλίζοντας την γραμμή της πολιτικής εξουσίας, η οποία με τη σειρά της παπαγαλίζει τη γραμμή των βαρώνων του πλούτου στους οποίους οφείλει το αξίωμά της. Ο Δρ Μίντι ξεφτιλίζεται δανείζοντας το πρόσωπό του σε διαφήμιση του σουπερ σχεδίου του Ισεργουελ για εξόρυξη του κομήτη. Η κάτοχος βραβείου νόμπελ από το Πριστον Δρ Ινέζ, που χρηματοδοτείται από τον Ισεργουελ για να αναπτύξει την νέα τεχνολογία διάλυσης κομητών, ετοιμάζει στο τέλος μια έκθεση που εκφράζει τις αντιρρήσεις της για το σχέδιο της εταιρείας. Αλλά είναι πολύ αργά, η έκθεση περνάει σαν υποσημείωση στην ταινία, όπως θα μείνει ως υποσημείωση η μελέτη Τσιόδρα για τις κλίνες ΜΕΘ. Αν σε μια ταινία που γυρίστηκε το 2021 μία κυβέρνηση παίρνει στα χέρια της τις τύχες όλων, βάζει «δικούς της» επιστήμονες να διαβεβαιώνουν ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο αλλά στην πραγματικότητα τα κάνει θάλασσα γιατί θεωρεί προτιμότερο να είναι ικανοποιημένοι οι χορηγοί της από το να αποτρέψει τον όλεθρο, πώς μπορεί κανείς να μην δει τις αναλογίες με την πανδημία;
Υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές. Ενημερώνοντας την Πρόεδρο Ορλιν (Μέρυλ Στριπ) για τον κομήτη, ο Δρ Μιντι δεν λέει «ανακάλυψα», ούτε καν «ανακαλύψαμε». Εχει μαζί του στο Λευκό Οίκο την διδακτορική φοιτήτρια Κέιτ Ντιμπιάσκι (Τζένιφερ Λόρενς) και της πιστώνει την ανακάλυψη, όπως οφείλει- και μάλιστα χωρίς να θέλει να κοιμηθεί μαζί της. Το #metoo έχει κάνει δουλειά στο Xολυγουντ, όπως θα έλεγε και η Ξένια Κουναλάκη.
Η πρώτη αντίδραση του Δρος Ογκιλθορπ (Ρομπ Μόργκαν) της NASA στον εντοπισμό του κομήτη είναι να μοιραστεί τα δεδομένα με άλλους ερευνητές για επιβεβαίωση. Η πρώτη αντίδραση του Λευκού Οίκου είναι να τα κρατήσει απόρρητα. «Ο κόσμος έχει δικαίωμα να ξέρει» λέει αργότερα η Ντιμπιάσκι αναγνωρίζοντας την ανησυχία των θαμώνων του εστιατορίου. Η ταινία είναι μια ξεκάθαρη αντανάκλαση της διαμάχης γύρω από την ανοικτή επιστήμη, της διαμάχης γύρω από το πολιτικό πρόσημο της τεχνολογίας αλλά και της αδιαφανούς εξουσίας που προσδίδει η διαχείριση των big data. Η παντοδυναμία του Ισεργουελ βασίζεται εν μέρει στην πρόσβασή του στα προσωπικά δεδομένα των πάντων. Η εξουσία του φθάνει σε επίπεδα καρικατούρας (όταν η πρόεδρος ξεχνιέται και δεν τον ακολουθεί αμέσως, ενώ εκείνος θέλει να της ανακοινώσει το σχέδιό του, τη φωνάζει επιτακτικά από το διπλανό δωμάτιο με το μικρό της όνομα κι εκείνη τσακίζεται.) αλλά δεν πειράζει. Δεν χρειάζεται όλες οι ταινίες να είναι υψηλή τέχνη, κάποιες μπορεί να χρησιμοποιούν το εργαλείο της σάτιρας ή την γέφυρα της pop κουλτούρας, ( βλ. Αριάνα Γκράντε) για να μεταφέρουν ένα σημαντικό μήνυμα σε ένα ευρύτερο κοινό. Εξάλλου, σε κάποια σημεία η σάτιρα είναι μάλλον άτολμη- πού να φανταστεί ο ΜακΚέι όταν πετάει «μπηχτές» για την τυφλή εμπιστοσύνη στα Ivy League πανεπιστήμια ότι στην Ελλάδα το Χάρβαρντ χρησιμοποιήθηκε για να περιβάλει με κύρος τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Θα μπορούσε να γράψει κανείς κατεβατά για την απληστία του Πενταγώνου και την λάθος ιεράρχηση των κινδύνων, ή θα μπορούσε να δει τον στρατηγό της ταινίας να εισπράττει από τους επιστήμονες λεφτά για δωρεάν σνακ και να την κάνει για Οκινάουα πριν την συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο με θέμα το τέλος του κόσμου.
Στις αδυναμίες της ταινίας θα συμπεριλάβω το ότι η σωτηρία του πλανήτη εμφανίζεται να περνά μέσα από την εκτόξευση πυρηνικών στο διάστημα (ελεος!). Επίσης, το αμερικανοκεντρικό σενάριο, που περιορίζει τον υπόλοιπο πλανήτη περίπου σε ρόλο κομπάρσου εν αναμονή σωτηρίας από τη μεγάλη Αμερική. Πάντως οι ελάχιστες αναφορές στην Κίνα είναι εύστοχες. Στην πρώτη, ο Ισεργουελ επικαλείται «τα νύχια του γιγάντιου πάντα» για να σερβίρει το σχέδιο εξόρυξης του κομήτη σε ένα υπουργικό συμβούλιο που διαμαρτύρεται ότι δεν ενημερώθηκε για την πραξικοπηματική απόφαση της προέδρου- ο ανταγωνισμός με την Κίνα τροφοδοτεί την κούρσα προς την καταστροφή στην ταινία, ας ελπίσουμε όχι και στη ζωή. Στο τέλος, ο Κινέζος πρόεδρος τηλεφωνεί στην πρόεδρο Ορλίν για να την ενημερώσει ότι ο κομήτης δεν διαλύθηκε. Αντί παγκόσμιας συνεργασίας για παγκόσμια προβλήματα, ένα βουβό εκ των υστέρων «ουπς, την πατήσαμε» και αντίο κόσμε.
«Είμαι ευγνώμων που κάναμε ότι μπορούσαμε» λέει λίγες στιγμές πριν τον Αρμαγεδδώνα η Ντιμπιάσκι. «We really did everything, didn’t we?” λέει και ο Μιντι, παρότι όχι, ειδικά εκείνος δεν έκανε όλα όσα θα έπρεπε να κάνει. Πίσω στον πραγματικό κόσμο, ο Ντι Κάπριο έγραψε στα 20 εκατομμύρια ανθρώπους που τον ακολουθούν στο twitter «Δεν μπορέσαμε να σταματήσουμε τον κομήτη αλλά μπορούμε ακόμη να σταματήσουμε την κλιματική κρίση». Κάποιοι σχολίασαν ότι δεν δικαιούται να ομιλεί γιατί είναι πλούσιος. Αντιθέτως. Οσο περισσότεροι πλούσιοι, προβεβλημένοι και ισχυροί καταλάβουν ότι είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, τόσο το καλύτερο. Τα σέβη μου στον Ανταμ ΜακΚέι και τον Ντέιβιντ Σιρότα.