Το στόρι έχει ως εξής: δύο επιστήμονες (Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς) ανακαλύπτουν έναν τεράστιο κομήτη σε τροχιά σύγκρουσης με τη γη η οποία θα είναι καταστροφική για κάθε ζωή στον πλανήτη. Το τέλος του κόσμου δηλαδή. Όπως είναι φυσικό, σπεύδουν να μεταφέρουν τα δραματικά νέα στην πρόεδρο των ΗΠΑ (Μέριλ Στριπ) – μια θηλυκή καρικατούρα του Τραμπ, η οποία όμως τους αγνοεί γιατί έχει άλλα πιο «επείγοντα» ζητήματα να διαχειριστεί, όπως οι ενδιάμεσες εκλογές.
Απογοητευμένοι στρέφονται στα ΜΜΕ για να ενημερώσουν απευθείας το κοινό, αλλά και αυτά, όπως και οι τηλεθεατές τους, επιδεικνύουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον χωρισμό δύο σελέμπριτις, παρά για τον επικείμενη, βέβαιη καταστροφή του πλανήτη.
Αργότερα, όταν η πρόεδρος (για δικές της πάλι μικροπολιτικές σκοπιμότητες) αλλάζει άποψη και αποφασίζει να κινητοποιήσει το κράτος για να αποτρέψει τη σύγκρουση εκτροχιάζοντας τον κομήτη, τη σταματά, ο χορηγός της, ένας μεγιστάνας των νέων τεχνολογιών, που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Ίλον Μασκ, Τζεφ Μπέζος και Στιβ Τζομπς. Αυτός θέλει να εκμεταλλευτεί οικονομικά τα πολύτιμα μέταλλα του αστεροειδούς, οπότε προωθεί ένα σχέδιο κατακερματισμού του, ώστε να πέσει στη Γη χωρίς να την καταστρέψει, το οποίο φυσικά αποτυγχάνει.
Η ταινία προγραμματιζόταν να κυκλοφορήσει στο τέλος του 2019, ως μια αλληγορία για την κλιματική κρίση και την άρνηση των κρατών να πάρουν μέτρα που θα την αποτρέψουν – ήταν άλλωστε πρόσφατη η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, κατόπιν απόφασης του Τραμπ, στην οποία επανήλθαν μετά την εκλογή του Μπάιντεν.
Με την εμφάνιση ωστόσο του κόβιντ, ξαναδουλεύτηκε υπό το φως της διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση του Τραμπ. Εκτός από τον Mckay, σεναριογράφος είναι και ο David Sirota, εκδότης του αριστερού περιοδικού Jacobin και λογογράφος του Μπέρνι Σάντερς στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2020.
Το βασικό μήνυμα του Don’t look up είναι απλό: ο πλανήτης αντιμετωπίζει δύο θανάσιμες απειλές (την πανδημία και την κλιματική κρίση), για τις οποίες οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει έγκαιρα. Εξίσου απλή είναι και η λύση: να ακολουθήσουμε τις υποδείξεις της επιστήμης η οποία μπορεί να μας βγάλει με ασφάλεια από το αδιέξοδο.
Φευ όμως, οι εγωκεντρικοί και κοινωνιοπαθείς κυβερνώντες ασχολούνται με τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα αδιαφορώντας για την επικείμενη καταστροφή, ενώ οι δισεκατομμυριούχοι βλέπουν σε αυτή μια ακόμη ευκαιρία κερδοσκοπίας. Οι δε πολίτες είτε παρασύρονται από τους λαϊκιστές πολιτικούς και αρνούνται τον κίνδυνο ή απλώς βολοδέρνουν βυθισμένοι στην αυταρέσκεια των social media και της κουλτούρας των σελέμπριτι. How dare you? Που λέει και η Γκρέτα…
Αρνητές της επιστήμης ή της φιλελεύθερης ιδεολογίας;
Αντί λοιπόν η κοινωνία μας να εμπιστευτεί τους επιστήμονες που είναι και οι μόνοι ικανοί να λύσουν τα προβλήματα μας, καταφεύγουμε στην άρνηση της επιστήμης και της πραγματικότητας, στον καταστροφικό ανορθολογισμό. Στην ταινία έχουμε τους αρνητές του κομήτη, όπως στην πραγματική ζωή έχουμε τους αρνητές του ιού, της κλιματικής αλλαγής, του εμβολιασμού.
Μα πόσο ωμή αλλά απολύτως ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητάς μας! Θα αναφωνήσει κανείς! Αμ δε, το μόνο που αποτυπώνει ρεαλιστικά η ταινία είναι το φιλελεύθερο, προοδευτικό φαντασιακό σε όλη του την αυταρέσκεια.
Ξεκινώντας από την αναλογία που οι δημιουργοί της επιλέγουν για να περάσουν τα μηνύματά τους. Η κλιματική κρίση και η πανδημία παρομοιάζονται με ένα κομήτη ο οποίος πρόκειται να καταστρέψει την πλανήτη – ένας κίνδυνος τόσο άμεσος όσο και θανάσιμος, που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση. Εξίσου απλή είναι και η λύση: η εκτροπή του κομήτη με πυραύλους. Η επιστήμη είναι ξεκάθαρη, τελεία και παύλα!
Εκεί όμως που τελειώνει η συζήτηση, ξεκινά η ιδεολογία, η οποία κρύβεται ακριβώς μέσα σε αυτή την προφάνεια. Διότι ούτε η κλιματική κρίση, ούτε η πανδημία είναι τόσο απλές και ξεκάθαρες υποθέσεις και ακόμα περισσότερο, δεν είναι απλή και ξεκάθαρη η αντιμετώπισή τους. Κυρίως όμως δεν είναι επιστημονικά προβλήματα για να επιδέχονται μια και αδιαφιλονίκητη επιστημονική λύση. Έχουν σαφώς πολλές επιστημονικές πτυχές, αλλά είναι πρωτίστως και κυρίως περίπλοκα κοινωνικά προβλήματα με μυριάδες και αντιφατικές πολιτικές, οικονομικές και πολλές άλλες διαστάσεις.
Μα, θα αντιτείνει κανείς, η τέχνη μπορεί να υπερβάλλει ή να απλοποιεί τα πράγματα στην προσπάθεια της να αναδείξει αυτό που έχει σημασία, πόσο μάλλον όταν ο σκοπός της είναι να ξυπνήσει ο κόσμος απέναντι σε μια θανάσιμη απειλή. Η ταινία όμως δεν κάνει αυτό αλλά το ακριβώς αντίθετο, αντί να φωτίζει το πρόβλημα, το συσκοτίζει, χαϊδεύοντας τα αυτιά του προοδευτικού κοινού της με κοινό όλα όσα θέλει να ακούσει. Είναι, με δυο λόγια, παραδειγματικά ιδεολογική.
Κατ’ αρχάς, δεν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αδιαφορεί για την κλιματική κρίση, τουναντίον τα κράτη λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό και τον μηδενισμό αργότερα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, οι εταιρείες εμφανίζονται ως πρωταθλήτριες της ενεργειακής μετάβασης και η δημόσια συζήτηση έχει κατακλειστεί από λόγους περί πράσινης ανάπτυξης και αειφορίας.
Ασφαλώς μπορεί κάποια να ισχυριστεί ότι όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να αποτραπεί μια μεγάλη (άνω των 2 βαθμών Κελσίου) αύξηση της θερμοκρασίας που θα έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τη ζωή στον πλανήτη. Αυτές όμως οι συνέπειες εκτείνονται σε βάθος δεκαετιών, δεν είναι δηλαδή άμεσες και συντριπτικές, όπως η πρόσκρουση ενός κομήτη του μεγέθους του Έβερεστ στη Γη.
Παράλληλα, το πώς θα την αποτρέψουμε δεν είναι καθόλου δεδομένο. Το σύνολο σχεδόν των ενεργειακών συστημάτων του πλανήτη βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα και δεν υπάρχουν ακόμα οι τεχνολογίες που θα μας επιτρέψουν να περάσουμε γρήγορα στην καθαρή ενέργεια (κυρίως λόγω του ότι οι ΑΠΕ δεν είναι πάντα διαθέσιμες, πχ όταν δεν φυσάει αέρας ή δεν έχει ήλιο και δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα η δυνατότητα μαζικής και οικονομικής αποθήκευσης).
Επιπλέον, δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο από την κλιματική αλλαγή – οι πλούσιες χώρες για παράδειγμα, είναι πολύ πιο ανθεκτικές στις συνέπειές της, από ότι οι φτωχές, ακόμα περισσότερο οι πλούσιοι άνθρωποι σε Βορρά και Νότο, άρα δεν έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα να πάρουν μέτρα για τον περιορισμό της.
Πώς λοιπόν θα επιτύχουμε την πολυπόθητη ενεργειακή μετάβαση χωρίς να την πληρώσουν οι φτωχοί, όπως γίνεται σήμερα που οι τιμές της ενέργειας έχουν εκτοξευθεί στα ύψη; Ακόμη, πώς θα συνδυάσουμε την ανάγκη για άμεση αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να περιοριστεί η φτώχεια, με την ανάγκη για ταχεία μείωση της «βρώμικης» ενέργειας ώστε να συγκρατηθεί η κλιματική αλλαγή; Και πώς συμβιβάζεται η θεμελιώδης τάση του καπιταλισμού για γρήγορα και υψηλά κέρδη, με τον μακροχρόνιο σχεδιασμό και τις τεράστιες επενδύσεις, πολλές από τις οποίες δεν είναι άμεσα κερδοφόρες, που απαιτεί ο ενεργειακός μετασχηματισμός; Πού ξεκινούν οι πραγματικές δράσεις για το περιβάλλον και που τελειώνει το πράσινο ξέπλυμα (green washing) εταιρειών και κρατών;
Αυτά είναι ελάχιστα μόνο από τα διλήμματα και τις αντιφάσεις που σημαίνει στην πράξη μια πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης σε πλανητικό επίπεδο, τα οποία όμως ούτε καν υπονοούνται στην ταινία με τα απλοϊκά της δίπολα: επιστήμη εναντίον πολιτικής (και οικονομίας), ηθικοί και άδολοι επιστήμονες εναντίον διεφθαρμένων πολιτικών και κερδοσκόπων δισεκατομμυριούχων.
Τα τελευταία επιδέχονται μόνο απαντήσεις τύπου Τσιτσιπά: η λύση για την κλιματική αλλαγή είναι να αγοράσουμε όλοι ένα Tesla. Ή ακτιβισμό εκ του ασφαλούς των αστέρων του Χόλυγουντ, όπως ο Ντι Κάπριο που πρωτοστατεί σε δράσεις για το περιβάλλον την ίδια στιγμή που ο τρόπος ζωής του επιβαρύνει το περιβάλλον όσο χίλιοι κοινοί θνητοί.
Όχι άλλοι επιστήμονες!
Αν η αναλογία του κομήτη είναι κακή για την κλιματική κρίση, είναι ακόμα χειρότερη για την πανδημία. Εδώ όχι μόνο δεν είχαμε άρνηση της επιστήμης, αλλά κυριολεκτικά την αναδόμηση της κοινωνικής ζωής με βάση τις υποδείξεις της επιστήμης. Όχι μόνο δεν έχουμε αγνόηση των επιστημόνων αλλά είδαμε τη μετατροπή τους σε σελέμπριτις, σε ιερά τοτέμ, όπως ο Τσιόδρας ή ο Φαούτσι.
Και αν οι αιτιάσεις της ταινίας περί άρνησης της επιστήμης έχουν κάποια βάση για τις ΗΠΑ, όταν ο Τραμπ υποτίμησε την πανδημία και δεν πήρε έγκαιρα μέτρα (αν και ήταν ο πρώτος που χρηματοδότησε αδρά τη φαρμακοβιομηχανία για την παραγωγή εμβολίων), προτρέποντας αντιθέτως, τους οπαδούς του να πίνουν χλωρίνη για να προστατευτούν από τον ιό, ποια βάση έχουν στην Ελλάδα ή τη Δυτική Ευρώπη;
Στην Ελλάδα είδαμε εξ αρχής τη συγχώνευση της κυβερνητικής διαχείρισης με το επιστημονικό κατεστημένο. Η επιστημονική επιτροπή εισηγείται και η κυβέρνηση υλοποιεί, μας λένε εδώ και δύο χρόνια, ενώ ο Μητσοτάκης απευθύνεται στους πολίτες έχοντας συχνά δίπλα του τον Τσιόδρα. Οι δε λοιμωξιολόγοι έχουν γίνει καθημερινοί θαμώνες των καναλιών από όπου να μιλούν επί παντός επιστητού με το κύρος μιας αδιαφιλονίκητης επιστημονικής αυθεντίας και κουνούν το δάχτυλο στους πολίτες με ύφος στρατονόμου. Δηλαδή ο θαρραλέος επιστήμονας Ντι Κάπριο, είναι ο «πες και συ Σωτήρη» και η ηρωίδα επιστημόνισσα, Τζένιφερ Λώρενς, είναι η Ματίνα Παγώνη;
Στην Ελλάδα όλα τα μέτρα φέρουν τη σφραγίδα, υποτίθεται, των ειδικών: τα ατελείωτα και πιο σκληρά λοκντάουν στην Ευρώπη, η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα, το κλείσιμο των πάρκων και των πλατειών, η υποχρεωτική μάσκα στον δρόμο, όλα τα κωμικοτραγικά που ζήσαμε αυτά τα δύο χρόνια, υποστηρίχθηκαν δημόσια από επιστήμονες.
Όπως επίσης τα υγειονομικά διαβατήρια και οι πάσης φύσεως υποχρεωτικότητες, και αυτές κάποιοι επιστήμονες τις εισηγήθηκαν. Αν πάλι όχι, δεν ακούσαμε τη διαφωνία παρά ελάχιστων εξ αυτών. Μήπως όμως όλα αυτά δείχνουν απλώς την εργαλειοποίηση της επιστήμης από την κυβέρνηση για να νομιμοποιήσει τις δικές τις καθαρά πολιτικές επιλογές; Την εργαλειοποίηση της επιστήμης κατήγγειλε και ο Τσιόδρας, αλλά από την αντιπολίτευση, όταν αυτή τόλμησε να επικαλεσθεί μια μελέτη που δημοσιοποίησε συνεργάτης του και έδειχνε ότι η κυβέρνηση δεν ενίσχυσε το ΕΣΥ, με αποτέλεσμα τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Ακόμη πιο σημαντικό όμως και από τις παλινωδίες των εγχώριων επιστημόνων είναι ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν αποτελεί ένα ουδέτερο τεχνοκρατικό ζήτημα, με προφανείς και οριζόντιες επιστημονικές λύσεις.
Τουναντίον, η διαχείριση αυτή αποδείχτηκε δύσκολη και εξαιρετικά αντιφατική υπόθεση, οι συνταγές που δοκιμάστηκαν, όπως τα λοκντάουν, είτε απέτυχαν παταγωδώς, είτε είχαν πενιχρά αποτελέσματα, ενώ το κόστος τους ακόμα συσσωρεύεται.
Οι υποσχέσεις που δόθηκαν για εξαφάνιση του ιού με τα εμβόλια αποδείχθηκαν φρούδες, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον εμβολιασμό, να μετατραπεί από «επιχείρηση ελευθερίας» όπως τον βάφτισαν, σε ασφυκτική επιτήρηση και διαρκή ομηρεία, μέσα από τα υγειονομικά πιστοποιητικά εξάμηνης ή τρίμηνης διάρκειας, χωρίς τα οποία δεν μπορείς να έχεις στοιχειώδη κοινωνική ζωή.
Ούτε φυσικά η επιστήμη είναι ουδέτερη, όπως υπονοεί το Don’t look up, όχι απλώς επειδή κάποιοι επιστήμονες μπορεί να συναγελάζονται με την πολιτική και οικονομική εξουσία – αυτό φαίνεται και στην ταινία, αν και όχι αρκετά καθαρά. Η επιστήμη δεν είναι ουδέτερη ούτε στον ίδιο τον πυρήνα της, διαπερνάται από τις κοινωνικές αντιθέσεις all the way down, στα αντικείμενα έρευνας που επιλέγει και στον τρόπο που οργανώνει αυτή την έρευνα.
Ακόμα και η περιβόητη επιστημονική μεθοδολογία δεν είναι απρόσβλητη στις διάφορες ιδεολογίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι μια ακόμη ιδεολογία ανάμεσα στις άλλες. Οτιδήποτε άλλο είναι επιστημονισμός, δηλαδή ιδεολογία. Και το χειρότερο είναι ότι τις περισσότερες φορές οι ίδιοι οι επιστήμονες δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν αυτές τις επιρροές και κυρίως, δεν έχουν συνείδηση των ορίων της επιστήμης. Γιατί μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα για τη διαχείριση της πανδημίας, όπως το λοκντάουν και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, δεν είναι επιστημονικά αλλά πολιτικά, δεν επιδέχονται τεχνοκρατικής λύσης, αλλά δημοκρατικής και συλλογικής διαβούλευσης. Για αυτό και κανένας λοιμωξιολόγος ή επιδημιολόγος δεν νομιμοποιείται να τα επιβάλλει. Φυσικά μπορεί να εκφέρει άποψη, αλλά αυτή δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την άποψη ενός μάγειρα ή ενός ταξιτζή για το ίδιο θέμα.
Αυτή όμως η ιδεαλιστική αντίληψη για την επιστήμη ως ουδέτερη και αμόλυντη από τις κοινωνικές αντιθέσεις γνώση, και του επιστήμονα ως σύγχρονου Προμηθέα που θα την κομίσει στις αδαείς μάζες, έχει οδηγήσει σε τεράστιες στρεβλώσεις στη διαχείριση της πανδημίας.
Αντί οι επιστήμονες να στρέψουν το βλέμμα προς τα κάτω και να μελετήσουν τις πραγματικές συνθήκες ζωής των πραγματικών ανθρώπων (που ασφαλώς δεν είναι κοινές για όλους), μεταχειρίζονται την κοινωνία ως μια τεράστια κλινική στην οποία μπορούν να εφαρμόσουν οριζόντια τα ίδια μέτρα για την ανάσχεση της πανδημίας.
Αντί να διδαχθούν (όσο και να διδάξουν) από τους πραγματικούς ανθρώπους για να προτείνουν εφαρμόσιμα μέτρα που θα ανταποκρίνονται στις συνθήκες ζωής τους και τα οποία θα τη διαταράσσουν όσο το δυνατόν λιγότερο, έχουν βαλθεί να τους επαναπρογραμματίσουν συμπεριφορικά για να ακολουθήσουν πιστά τις προειλημμένες συνταγές τους, όπως τα σκυλιά του Παβλόφ.
Κάπως έτσι η περιβόητη επιστημονική αυθεντία κατέληξε παροιμιώδης ανοησία, με τεράστιο όμως κόστος για τους κοινούς θνητούς. Όταν για παράδειγμα φτάσαμε να έχουμε το πιο σκληρό και μακροχρόνιο λοκντάουν στην Ευρώπη, αλλά και 80-100 νεκρούς την ημέρα τον προηγούμενο Χειμώνα.
Όταν οι φωστήρες της επιτροπής των λοιμωξιολόγων αποδείχθηκαν ανίκανοι να αντιληφθούν το στοιχειώδες, ότι αν κλείσουν τα πάρκα, τις πλατείες και τους εξωτερικούς χώρους των μαγαζιών ο κόσμος θα μαζεύεται στα σπίτια όπου ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού είναι πολύ μεγαλύτερος ή αν επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6, οι άνθρωποι θα συνωστίζονται περισσότερο στα μαγαζιά για να προλάβουν να προμηθευτούν τα απαραίτητα.
Αυτές τις απλές σκέψεις κοινής λογικής δεν μπορούσαν να τις κάνουν οι ειδικοί, μπόρεσαν ωστόσο να εισηγηθούν την υποχρεωτική μάσκα σε εξωτερικούς χώρους και το sms στο 13033 για να βγεις έξω. Για «συμπεριφορικους» λόγους, όπως ομολόγησε ο Γεραπετρίτης (επιστήμονας και αυτός), καψώνια δηλαδή για να εκπαιδευτεί ο κόσμος να πειθαρχεί στις εντολές της εξουσίας, όσο παράλογες και αν είναι αυτές.
Ξανά λοιπόν, καμία από αυτές τις αντιφάσεις και τις αποχρώσεις δεν βλέπουμε στο Don’t look up, εδώ τα στρατόπεδα είναι καθαρά: από τη μια η καλή επιστήμη, από την άλλη η κακή πολιτική και οικονομία. Από τη μια οι θαρραλέοι και ηρωικοί επιστήμονες που λένε την αλήθεια, από την άλλη οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και οι αδηφάγοι μεγιστάνες που θυσιάζουν το κοινό καλό για ίδιον συμφέρον.
Και βέβαια, οι αδαείς μάζες που παρασύρονται από τους πολιτικάντηδες και τους μηχανισμούς προπαγάνδας και δεν βλέπουν το συμφέρον τους που δεν είναι άλλο από το να εμπιστευτούν τους πεφωτισμένους επιστήμονες και τους προοδευτικούς συμμάχους τους. Και όταν «αποτυγχάνουν» να τους ακολουθήσουν οφείλεται στο ότι είναι άξεστοι, αμόρφωτοι σεξιστές και ρατσιστές ή απλώς deplorables (αχρείοι), που έλεγε η Χίλαρι (Κλίντον). Όχι γιατί δεν συμμερίζονται τις αξίες και την ιδεολογία τους ή τους χωρίζει ένα τεράστιο ταξικό χάσμα. Η ελιτίστικη τεχνοκρατική ιδεολογία των μορφωμένων μεσοστρωμάτων, του δημοκρατικού κατεστημένου των ΗΠΑ και του προοδευτικού Χόλυγουντ σε όλο της το μεγαλείο!
Η ταινία δεν έχει χάπι εντ, αλλά εμμέσως πλην σαφώς, μας υποδεικνύει ότι αν υπάρχει σωτηρία αυτή θα έρθει μέσα από τη συντονισμένη κινητοποίηση των επιστημόνων, της προοδευτικής ελίτ και των καλλιτεχνών, όπως στη μεγάλη συναυλία λίγο πριν το τέλος. Μέσα από τη συμμαχία δηλαδή του Φαούτσι με τη Μέριλ Στριπ, του Τσιόδρα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, της Ματίνας Παγώνη με τον Σάκη Ρουβά…
Αξίζει κανείς να δει το Don’t look up, αν μη τι άλλο, για να ξυπνήσει ο σνομπ φιλελεύθερος που ενδεχομένως κρύβει μέσα του… και να τον πνίξει αμέσως.