Το Burning Man τρέχει από το 1986 και έχει εξελιχθεί από μια μικρή κατασκήνωση καλλιτεχνών λίγο έξω από το Σαν Φρανσίσκο σε μια θηριώδη διοργάνωση στην έρημο, με ετήσιο μπάτζετ 40-50 εκατομμύρια δολάρια, ανάλογα έσοδα, τρία διαφορετικά είδη καλλιτεχνικών υποτροφιών τον χρόνο, αχανείς εγκαταστάσεις, και 80.000 συμμετέχοντες. Αυτή η πολυδιάστατη διαφορά κλίμακας, σε συνδυασμό με το Mad Max περιβάλλον και τις αντίξοες συνθήκες, προσφέρουν κάτι πραγματικά σπάνιο για το κοινό στο οποίο απευθύνεται το φεστιβάλ: μια γνήσια αίσθηση περιπέτειας, εξερεύνησης, αναμονής του απρόσμενου, κάτι ριζικά εκτός του φορμαλισμού της τάξης πραγμάτων μιας πλήρως κουρδισμένης δυτικής μητρόπολης.

Οδήγησε με στο φρικτό της τοπίο

Δωσ’ μου λίγη ακόμα αγάπη

Θέλω να γίνω βασιλιάς των γελοίων

Η ώρα είναι τέσσερις το πρωί. Τα μάτια σου ανοίγουν πολύ νωρίτερα απ’ όσο θα ‘πρεπε και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με πολλά αντικρουόμενα σωματικά ερεθίσματα. Το βασικότερο είναι ότι τουρτουρίζεις από το κρύο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τεντώσεις το χέρι στην άλλη μεριά της σκηνής και να ψαχουλέψεις στα τυφλά για να βρεις πού άφησες την καλοκαιρινή κουβέρτα, ανάμεσα σε τρυπητά μπλουζάκια, παρεό, φακούς κεφαλής και χειρός, διάφορα και διαφορετικά παγούρια. Την βρίσκεις σχετικά εύκολα, τυλίγεσαι και ζεσταίνεσαι ελάχιστα, αρκετά όμως ώστε να μην θέλεις με τίποτα να βγεις έξω στους τρεις βαθμούς για να αναζητήσεις τα πιο χοντρά σκεπάσματα. Αν όντως βγεις, η τέκνο που μετά βίας καλύπτεται προς το παρόν από το ύφασμα και τις ωτοασπίδες θα σε βομβαρδίσει από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχεις στ’ αλήθεια άλλη επιλογή: κατουριέσαι φριχτά, διψάς, και μετά από μια μάταιη διαπραγμάτευση με τον εαυτό σου μήπως και ξαναπέσεις για ύπνο, στέκεσαι στα γόνατα και παραπατάς σκυφτός, με ένα συναίσθημα που θυμάσαι από την τελευταία φορά που χρειάστηκε να κάνεις μπάνιο με χαλασμένο θερμοσίφωνα. Με τα παπούτσια μισοφορεμένα, φτάνεις στις χημικές τουαλέτες που αντιστοιχούν σε έναν μικρό λόχο. Παίρνεις βαθιά ανάσα και μπαίνεις μέσα.

Το Burning Man είναι, μεταξύ πολλών άλλων, μια αλυσίδα από τέτοιες στιγμές και αρκετά χειρότερες, όπως όταν καταρρέεις σε τυχαία σημεία με υπόνοια σκιάς, παραδομένος στον συνδυασμό ζέστης και έλλειψης τρεχούμενου νερού, όταν το κρύο νερό και ένα κανονικό μπάνιο σου λείπουν όπως ποτέ δεν είχες φανταστεί, όταν βρίσκεσαι χαμένος στην έρημο, όχι με τον τρόπο της ψυχεδελικής περιπλάνησης πάνω σε ένα μαγικό χαλί, αλλά με μια αφυδάτωση που φέρνει δάκρυα απελπισίας και οργή προς οτιδήποτε και οποιονδήποτε υπάρχει γύρω, που για να την απαλύνεις δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πέρα απ’ το να πειθαρχήσεις τον εαυτό σου να πιεί δυο-τρία λίτρα από το πιθανά πιο ζεστό νερό που μπορεί να παράξει ο ήλιος. Ή ακόμα όταν οι καλοκαιρινοί θερμικοί άνεμοι της ερήμου σηκώνουν σκονοθύελλες που κόβουν σε δευτερόλεπτα την ορατότητα στο μισό μέτρο, σουβλίζοντας τα μάτια και αφήνοντας τη μύτη σου να βγάζει πράγματα που δεν είχες ποτέ φανταστεί ότι είναι ικανή να βγάλει.

Αυτό το ψηφιδωτό παράνοιας που αποθεώνουν ιθύνοντες και συμμετέχοντες στο φεστιβάλ με το σύνθημα “against convenience culture”, η ανάγκη υποβολής του εαυτού σε τόση δυσφορία, μπορεί πράγματι να αποτυπώνουν άλλη μια θλιβερή πλευρά της αλλοτρίωσης της ζωής στις μητροπόλεις. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν λίγο-πολύ σε οποιεσδήποτε χίπικες διακοπές, από τις απαρχές του hippy trail της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, και από τα εβδομαδιαία κάμπινγκ στο Γκραν Κάνυον μέχρι τις πιο απομονωμένες παραλίες της Γαύδου και της Γκόα. Νομίζω πάντως πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με στείρο μαζοχισμό, αλλά ούτε και με μια υποτιθέμενη ευεργεσία της ψυχής από την επανένωση με την φύση και τις δυσκολίες της. Αντίθετα, ο κατασκευασμένος Γολγοθάς του Burning Man εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό: το να απορροφήσει το περιβάλλον ολοκληρωτικά τον διεθνή λευκό μεσοαστό, τεντώνοντας ταυτόχρονα όλες τις αισθητηριακές του κεραίες. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ, στην αποκορύφωση της μαζικής ψυχεδελικής κουλτούρας, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει κανείς ισορροπούν μαεστρικά ανάμεσα στο να μην αφήνουν το φεστιβάλ να εκπέσει σε μια τουριστικού τύπου δειγματοληψία της άγριας ζωής, αλλά δεν ισοδυναμούν και με έναν αγώνα για επιβίωση, όχι τουλάχιστον με την κυριολεκτική έννοια του όρου, που θα έσπερνε στο συγκεκριμένο κοινό αποκλειστικά τον τρόμο και θα έκανε κάθε άλλη απόλαυση αδύνατη. Είναι, με λίγα λόγια, ό,τι χρειάζεται για να βουτήξουμε με το κεφάλι σε αυτό που έρχεται όταν το υποφέρειν υποχωρεί, για να εστιαστεί η συγκέντρωσή μας και να σιγήσει, επιτέλους, η νευρωσική μας αυτοσυνείδηση. Είναι, επίσης, και ίσως εξίσου σημαντικά, μια τεχνητή συνθήκη που εξαναγκάζει τους ανθρώπους σε πηγαία συνεργασία και αλληλεπίδραση, αν μη τι άλλο για τα βασικά της επιβίωσης, υπερνικώντας έτσι ένα ακόμα αστικό αλλεργιογόνο.

Σε κάθε περίπτωση, η ταλαιπωρία είναι μόνο ένα δείγμα του πώς τα πάντα στην πόλη του φεστιβάλ κινούνται στην λογική της υποβολής, στον ορίζοντα του να εκμαιευτεί η απόλυτη παρουσία του διαβάτη σε αυτό που συμβαίνει. Το ίδιο το γεγονός ότι στα 1.270 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Black Rock City δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα μέχρι λίγες μέρες πριν το φεστιβάλ, η ανέγερση ενός ημι-αστικού οικοσυστήματος από το απόλυτο μηδέν, ο οργανωμένος πολιτισμός όπως εμφανίζεται μέσα από τη σκόνη, ο κόπος, ο χρόνος, η φαντασία που επενδύουν οι κατασκηνωτές (burners) στα καταλύματα που θα χαθούν για πάντα μετά από μια εβδομάδα, κεντρίζουν την ανθρώπινη προσοχή με έναν τρόπο μη διανοήσιμο για την εποχή της πολυδιάσπασής της. Το στοιχείο αυτό είναι ιερό για τους ανθρώπους του Burning Man, τόσο που είναι ικανό να επιφέρει ένα θαύμα αυτο-αστυνόμευσης που ανάλογό του δεν παρατηρείται ούτε σε κέντρα αποτοξίνωσης (και πουθενά αλλού που να έχω υπόψη). Η μεγάλη πλειοψηφία των burners αφήνει, εν πολλοίς και οικειοθελώς, τα κινητά στην άκρη για τις οχτώ μέρες του φεστιβάλ. Έχει ίσως πλάκα, αλλά είναι πραγματικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού που κατανοείς το πόσο μεγάλη δύναμη έχει η διαδικασία του Burning Man, που καταλαβαίνεις ότι όντως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τα βάσανα ανάμεσα στις πολλές καταπλήξεις.

Η μαεστρία αυτής της διαδικασίας υποβολής εναπόκειται σημαντικά στο μη βεβιασμένο του χαρακτήρα της. Δηλαδή, παρά την πολιτιστική καταγωγή της διοργάνωσης, δεν συναντάς δεξιά-αριστερά χίπηδες ιεροκήρυκες που σε καλούν να βρίσκεσαι σε συντονισμό με το μέρος, την ενέργεια, τον cosmos, στρατηγική εξάλλου επί της αρχής αναποτελεσματική για τον σκοπό της. Ίσως το πιο σπάνιο πράγμα που μπορεί να βρει κανείς σε αυτό το βορειοδυτικό άκρο της Νεβάδα να είναι ένας τύπου παραλιάρχης της ερήμου, κάποιος που να δίνει ορντινάτσες για το πώς θα πρέπει να είναι και να ζήσει κανείς το φεστιβάλ. Διαβάζοντας στο λεωφορείο προς τα εκεί το φυλλάδιο με τις δέκα αρχές του Burning Man, από αυτές που πάντα πιστεύεις ότι είναι από μια τυπικότητα ως μια μαρκετίστικη παπάτζα, φτάνεις και στην «ριζική συμπερίληψη». Μισοχαμογελάς ειρωνικά και δύσπιστα ενόψει μιας διοργάνωσης βιομηχανικής κλίμακας, το ξεχνάς. Φτάνοντας, συνειδητοποιείς ότι το βαλκανικό στοιχείο δεν είναι το φόρτε των ανθρώπων εκεί: ό,τι λένε και συμφωνούν, εν πολλοίς το πραγματώνουν. Πράγματι, ό,τι και να κάνεις στο Burning Man, από την στιγμή που δεν ενοχλείς κάποιον άλλον (μερικές φορές δυστυχώς και όταν τον ενοχλείς), δεν είναι περίεργο. Δεν είναι μόνο ότι δεν θα σου πει κανείς το παραμικρό, ότι κανείς δεν θα σε κοιτάξει στραβά· είναι ότι όλο το συλλογικό, μεταδοτικό συναίσθημα της πόλης είναι απολύτως προσανατολισμένο στην ανοχή: πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να κάνεις κάτι εκτός κλίματος, ακόμα κι αν περάσεις ολόκληρο το φεστιβάλ κοιτάζοντας τα παπούτσια σου ή δεν βγάλεις κουβέντα. Η κοινότητα του Burning Man αναγνωρίζει με αυτόν τον τρόπο κάτι που εγχειρήματα πολύ ριζοσπαστικότερου προσανατολισμού έχουν επιδεικτικά αγνοήσει: ότι η κοινότητα είναι περίεργο πράγμα, και ότι το βεβιασμένο ανήκειν ενέχει μεγάλη δυσφορία. Αυτό είναι από τα ισχυρά χαρτιά μιας γνησίως φιλελεύθερης οπτικής: μπορείς να ανήκεις, να ανήκεις λίγο, ή και να μην ανήκεις. Το αναμενόμενο κακό είναι ότι η συμπερίληψη αυτή αφορά περισσότερο την ποικιλία προσωπικοτήτων και ατομικών επιλογών και πολύ λιγότερο την κοινωνική θέση, αλλά σε τέτοιου τύπου ζητήματα θα επανέλθω παρακάτω.

Πρόκειται λοιπόν για ένα ακόμα πανηγύρι προσωρινής κοινοτικότητας, με ηλεκτρονική μουσική, ψυχεδελική τέχνη, ελευθεριάζοντα ήθη, απλώς λίγο πιο χάρντκορ από τα υπόλοιπα; Όχι ακριβώς, κυρίως γιατί, ως γνωστόν, η ποσοτική διαφορά κάνει και την ποιοτική. Το Burning Man τρέχει από το 1986 και έχει εξελιχθεί από μια μικρή κατασκήνωση καλλιτεχνών λίγο έξω από το Σαν Φρανσίσκο σε μια θηριώδη διοργάνωση στην έρημο, με ετήσιο μπάτζετ 40-50 εκατομμύρια δολάρια, ανάλογα έσοδα, τρία διαφορετικά είδη καλλιτεχνικών υποτροφιών τον χρόνο, αχανείς εγκαταστάσεις, και 80.000 συμμετέχοντες. Αυτή η πολυδιάστατη διαφορά κλίμακας, σε συνδυασμό με το Mad Max περιβάλλον και τις αντίξοες συνθήκες, προσφέρουν κάτι πραγματικά σπάνιο για το κοινό στο οποίο απευθύνεται το φεστιβάλ: μια γνήσια αίσθηση περιπέτειας, εξερεύνησης, αναμονής του απρόσμενου, κάτι ριζικά εκτός του φορμαλισμού της τάξης πραγμάτων μιας πλήρως κουρδισμένης δυτικής μητρόπολης.

Κατά τις πέντε το απόγευμα, όταν η μάχη με την έρημο έρθει σε μια προσωρινή παύση, απανταχού οι burners ανεβαίνουν στα παρδαλά τους ποδήλατα και αφήνουν την περίμετρο του κύκλου που σχηματίζουν οι κατασκηνώσεις τους (camps) για να φτάσουν στο πλάτωμα που βρίσκεται στο κέντρο της Black Rock City, γνωστό και ως playa (ισπ. παραλία). Όσο πέφτει το σκοτάδι, αντικρύζει κανείς από εκεί έναν ορίζοντα από LED φωτάκια και νέον επιγραφές, και γνωρίζει ότι σε κάθε ένα από αυτά τα σημεία, των οποίων ένα απειροελάχιστο ποσοστό θα μπορέσει να εξερευνήσει, κρύβεται, συγχωρέστε μου το κλισέ, μια εντελώς αχαρτογράφητη εμπειρία. Μπορεί να πρόκειται για μια ηχητική σφαίρα ύψους 30 μέτρων, στης οποίας το κέντρο μπορεί κανείς να ισορροπήσει με ελαστικά σχοινιά και να χαζεύει το φεστιβάλ από ψηλά ακούγοντας ένα σετ υπναγωγικής ποπ. Μπορεί να πρόκειται για κάποιον ιπτάμενο φουσκωτό ελέφαντα ή φάλαινα πραγματικής κλίμακας, ένα περιπλανώμενο μηχανικό χταπόδι που ξερνάει φωτιές, ή για ένα πειρατικό καράβι πάνω στο οποίο δοκιμάζουν καινούρια σετ τα μεγαλύτερα ονόματα της γερμανικής τέκνο, έναν κανονικό μοναχό Σαολίν με τα όλα του, άρματα ντυμένα Pacman και φαντασματάκια που κυνηγιούνται, ή ακόμα και για ένα ήσυχο δωμάτιο φτιαγμένο σαν βαλκανικό σαλόνι των 80s, έναν κινέζικο τάφο, ένα μεταλλικό δάσος μέσα στο οποίο δίνει ρεσιτάλ μια φιλαρμονική ορχήστρα, ένα μνημείο με σημειώματα για νεκρούς και ανθρώπους που κλαίνε με λυγμούς ένα γύρω.

Όλες ανεξαιρέτως οι λέξεις που έχω χρησιμοποιήσει για να περιγράψω το τι μπορεί κανείς να βρει κανείς στην playa, αλλά και στα επί μέρους camps και όσα προσφέρουν – από παγωμένες μάσκες προσώπου μέχρι πλατώ τυρίων, και από τουρνουά Starcraft και επιτραπέζια μέχρι σεμινάρια για BDSM, κάθε είδους πολεμική τέχνη και ακαδημαϊκό αντικείμενο, όλα καταμεσής της κόλασης της ερήμου – είναι ριζικά ανεπαρκείς και πιστοποιούν εκ νέου το συναίσθημα που μοιράστηκα με τον κοντινότερό μου άνθρωπο κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών μας. Εμείς είμαστε ό,τι πιθανά και εσείς: δυο παιδιά από την επαρχία του κόσμου, που φανταζόμαστε ότι ανήκουμε εις την Δύση. Δεν πολυμιλούσαμε μεταξύ μας· απλά σκουντιόμασταν και δείχναμε με το στόμα ανοιχτό όσο βλέπαμε τι είναι ικανοί να κάνουν πολλοί, ιδιοφυείς και ταλαντούχοι, ίσως οι πιο ιδιοφυείς και ταλαντούχοι, liberals από όλες τις κουλτούρες και τα επαγγέλματα της Ιερουσαλήμ (τεχνολόγοι, προγραμματιστές, μηχανικοί, καλλιτέχνες κάθε είδους), αν τους δώσεις πάρα πολλά λεφτά και τους αφήσεις ελεύθερους να φτιάξουν το μεγαλύτερο και πιο πειραγμένο λούνα παρκ του κόσμου.

Δεν είναι όμως το άθροισμα πολλών μοναδιαίων κατασκευασμάτων που φτιάχνει την συνολική εμπειρία, άρα ούτε και η ανάλογη περιγραφή τους που μπορεί στο ελάχιστο να την αιχμαλωτίσει. Τα μέρη αυτής της ψυχεδελική συμπαράταξης φτιάχνουν ένα κλειστό σύνολο, έναν κόσμο-φούσκα που έχει τελειοποιήσει την τέχνη της επαναμάγευσης του κόσμου. Δεν είμαι (δυστυχώς) άνθρωπος ιδιαίτερα επιρρεπής στη μυσταγωγία, παρ’ όλα αυτά οι ώρες που περιπλανήθηκα στην έρημο με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, ποδηλατώντας διψασμένος και παραζαλισμένος από εγκατάσταση σε εγκατάσταση, ανάμεσα σε ανθρώπους ντυμένους σε όλες τις αποχρώσεις του cyberpunk και κόντρα σε θύελλες αλκαλικής σκόνης, ήταν αφενός ό,τι πιο κοντά έχω ζήσει σε μια αρχαιολόγηση του ίδιου μου του πολιτισμού, αφετέρου μια κινηματογραφικού τύπου εμπειρία που βίωσα, ίσως για πρώτη φορά και τελευταία φορά στη ζωή μου, χωρίς κάποιον ενοχλητικό υποβολέα να θρυμματίζει την αμεσότητά της. Αυτό όχι γιατί το συμβαίνον δεν είχε αρκούντως γελοία κομμάτια, βαθιά υποκριτικές πλευρές, άσχημες καταστάσεις, ή γιατί εκεί, στην εσχατιά της ερήμου, είχα φτάσει σε ένα επίπεδο εσωτερικής γαλήνης ώστε οι αστικές μου νευρώσεις να επιλυθούν ως δια μαγείας. Αντίθετα, ήταν αυτός ο ίδιος ο δυτικός τεχνο-καπιταλιστικός πολιτισμός που είχε επιστρατεύσει το πιο ικανό του οπλοστάσιο για να χαράξει έναν χώρο με στοιχεία που απουσιάζουν αγωνιωδώς από την κανονικότητά του: την επιβράδυνση του χρόνου και η καταβύθιση των αισθήσεων στη στιγμή. Έναν χώρο που δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινός, αλλά που συνιστά μέσα στην προσωρινότητά του μια επιστροφή στην μήτρα και στην παιδικότητα, με όρους ικανούς να κάμψουν τις άμυνες ακόμα και του πιο ψυχαναγκαστικού ορθολογιστή – ή σχεδιασμένος για να κάμψει ακριβώς αυτές.

Πριν εγκαταλείψω οριστικά τις απόπειρές μου να μεταφέρω οτιδήποτε σχετικό με καθαυτό το περιεχόμενο του Burning Man, θα αφηγηθώ μόνο μία ιστορία. Γύρω στα μέσα του φεστιβάλ και κατά τις 4-5 το πρωί, βρισκόμαστε με τους ανθρώπους που συνήθως κινούμαστε παρέα σε ένα από τα πολλά πάρτι που στήνουν τα περιπλανώμενα άρματα φορτωμένα με δεκάδες ηχεία. Για όλους τους εύλογους λόγους είμαστε εξαντλημένοι, ενώ στο πάρτι έχουν μείνει βία 30-40 άνθρωποι. Λίγο πριν αρχίσουμε να φεύγουμε, ενώ στρίβω το τελευταίο σκονισμένο μου τσιγάρο με ξεραμένο καπνό, βλέπω να σηκώνονται στον αέρα κυριολεκτικά 1000 drones εξοπλισμένα με LED φώτα, τα οποία σχηματίζουν αρχικά διάφορα γεωμετρικά σχήματα, και αμέσως μετά ένα γαμημένο τρισδιάστατο πρόσωπο υψηλής λεπτομέρειας, το οποίο περιστρέφεται και κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια. Αυτό το πράγμα, κατάκτηση ομάδων που ασχολήθηκαν με τον κώδικα των πτήσεων και τον φωτισμό δαπανώντας εκατοντάδες εργατοώρες, συνέβη σε μια άκρη της ερήμου, για τα μάτια όσων ήμασταν εκεί, και μετά χάθηκε για πάντα (τουλάχιστον μέχρι να ανέβει στο YouTube από όσους το κατέγραψαν). Ακριβώς αυτή η προσεκτική σφυρηλάτηση κάθε εκατοστού της εμπειρίας πάνω στην playa είναι που αποτελεί την πεμπτουσία της διοργάνωσης. Τα αρχιτεκτονήματα στη μέση του πουθενά και τα μπαρ που βρίσκονται τέρμα Θεού και από τα οποία θα περάσουν ούτε εκατό αναβάτες με ξεραμένα χείλη, ακόμα κι αν κάποια πάνε χαμένα, προσφέρουν το δικό τους κομμάτι σε αυτήν την ανεκτίμητη βεβαιότητα: πως, όπου και αν βρεθείς, κάτι θα συμβεί και θα σου ανατινάξει το κεφάλι. Πως, αντίθετα με τον ιδεολογικό και υλικό πυρήνα των ζωών μας στις δυτικές μητροπόλεις, τα πράγματα εδώ δεν συμβαίνουν για να χτίσουν κάποιο απόθεμα κεφαλαίου, προσωπικού ή εταιρικού, για να επιτευχθεί κάποιο στάδιο περαιτέρω ελέγχου των απειλών και των ευκαιριών του περιβάλλοντος. Το δε γεγονός πως όλα αυτά που συμβαίνουν είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένα και απαιτούν τόσο μεγάλη προετοιμασία και προσπάθεια μεγεθύνει αναλογικά το απελευθερωτικό συναίσθημα που εκλύουν οι εμπειρίες στην έρημο.

Έχω την αίσθηση πως ένας βασικός λόγος που μπόρεσα να απολαύσω χωρίς πολλούς δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις το Burning Man ήταν ότι είχα, από την πρώτη στιγμή παραιτηθεί από κάθε πολιτική φαντασίωση. Ανατρέχοντας κανείς στο μανιφέστο με τις δέκα καταστατικές αρχές που ανέφερα παραπάνω – ριζοσπαστική συμπερίληψη, δωρίζειν, απο-εμπορευματοποίηση, ριζοσπαστική αυτάρκεια και αυτοέκφραση, συλλογική προσπάθεια, πολιτική ευθύνη, συμμετοχικότητα, αμεσότητα στην επικοινωνία, μηδενικό φυσικό ίχνος – βρίσκει προτάγματα με τα οποία θα ταυτιζόταν σχεδόν οποιαδήποτε κοινότητα, μόνιμη ή προσωρινή, της σημερινής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι αλήθεια ότι πολλά χαρακτηριστικά των μικρο-κοινοτήτων και των αλληλεπιδράσεων στην Black Rock City είναι όντως ουτοπικά: τα περισσότερα camps λειτουργούν οριζόντια, αυτό-οργανωμένα, και αποκλειστικά βασισμένα στην συνεισφορά των μελών τους σε κόπο και χρόνο, ό,τι παράγεται προσφέρεται δωρεάν στον οποιονδήποτε, ενώ χρήση χρημάτων γίνεται εξαιρετικά σπάνια και για πολύ συγκεκριμένες υπηρεσίες (π.χ., αγορά νερού και πάγου από την διοργάνωση). Οι άνθρωποι είναι βοηθητικοί χωρίς να περιμένουν κανένα αντάλλαγμα και ακολουθούν ένα εξαιρετικά αυστηρό και αποτελεσματικό πλαίσιο για τον σεβασμό και του (πλούσιου) οικοσυστήματος της Νεβάδα, αλλά και της κουλτούρας και των σημείων-ορόσημων των τοπικών φυλών ιθαγενών Αμερικάνων. Επίσης, πολλοί burners, και κυρίως οι ιθύνοντες, οραματίζονται το Burning Man ως ένα πείραμα για το πώς θα έμοιαζε η ζωή σε κάποιο επέκεινα, όπως το έχει στο μυαλό του ο καθένας (συνηθέστερα: τεχνο-απελευθερωτικό).

Παρ’ όλα αυτά, όπως με κάθε βαθιά φιλελεύθερη φαντασίωση, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες, και συγκεκριμένα στις προϋποθέσεις που κάνουν όλα τα παραπάνω εφικτά. Ο λόγος που όλα είναι τζάμπα είναι ότι όλοι είναι πλούσιοι (και εμείς, ως Έλληνες μεσοαστοί με μια ελάχιστη άνεση, μακράν οι φτωχότεροι). Ο λόγος που μια κοινότητα που ευθύνεται για τόσο εξωφρενικά δημιουργήματα μπορεί να λειτουργεί χωρίς λεφτά είναι ότι για το αρχικό στήσιμό της έχει δαπανηθεί ένα βουνό λεφτά (πέρα από το μπάτζετ της διοργάνωσης, το κόστος της όλης διαδικασίας κατ’ άτομο είναι μίνιμουμ τρεις με τέσσερις χιλιάδες δολάρια). Ο λόγος που ένα εγχείρημα με τόσο μεγάλες απαιτήσεις σε πόρους μπορεί να αφήνει την έρημο όπως τη βρήκε είναι ότι για την εξασφάλιση αυτών των πόρων έχει δημιουργηθεί, π.χ., ένα γιγαντιαίο αποτύπωμα άνθρακα έξω από την πόλη, μόνο και μόνο από τις εισερχόμενες πτήσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Ο λόγος που οι burners, στην πλειοψηφία τους υψηλά ιστάμενοι καριερίστες στον τομέα τους, διατηρούν μια αφιλοκερδή και αλληλέγγυα νοοτροπία είναι ότι πρόκειται για τις διακοπές τους, και ότι αυτός ο προσανατολισμός είναι μόνο προσωρινός. Επίσης, δεν ήμουν και απολύτως ειλικρινής όταν είπα πως μπορείς να συναντήσεις πραγματικά οτιδήποτε στο Burning Man· είναι αλήθεια πως υπάρχει ένα συγκεκριμένο διάχυτο στυλ (dada, σουρεαλισμός, ποπ αρτ), το οποίο υποστηρίζει μια τυποποιημένη και πανάκριβη βιομηχανία ρούχων και μπιχλιμπιδιών. Αυτά χωρίς να αναφερθούμε στην συχνή παρουσία των μεγαλύτερων αφεντικών του κόσμου, από τον συνιδρυτή της Google Sergey Brin μέχρι τον Elon Musk και τον Mark Zuckerberg, οι οποίοι φτάνουν στο φεστιβάλ με ιδιωτικά τζετ, μένουν σε πεντάστερα τροχόσπιτα μαζί με όλη τους την κουστωδία, και τρώνε γεύματα μαγειρεμένα από σεφ εστιατορίων με αστέρια Μισελέν (ενώ δεν λείπουν και τα ανάλογα μπάχαλα). Τέλος, ο λόγος που η ριζική συμπερίληψη είναι τόσο αρμονικά εφικτή είναι πιθανότατα ότι εκπρόσωποι φυλών διαφορετικών από τη λευκή βρίσκονται εκεί μόνο δειγματοληπτικά.

Για να μην γελιόμαστε λοιπόν, ενώ το Burning Man ξεπηδά από τις παραδόσεις του χιπισμού και των περιπλανώμενων ηχοσυστημάτων, και οι δύο εκ των οποίων έχουν παίξει τον ρόλο τους στο μεγάλο όραμα του εικοστού αιώνα για μια πιο ανθρώπινη ζωή, το ίδιο το φεστιβάλ δεν αποτελεί τίποτα τέτοιο. Είναι «απλώς» η αποκορύφωση της λευκής liberal κουλτούρας της δημιουργικότητας, του προοδευτικού lifestyle, των ναρκωτικών και της ατομικής ελευθερίας. Αποτελεί ένα πρώτης τάξης μουσείο του πολιτισμού για τον οποίο εμείς ευθυνόμαστε, μια παρακαταθήκη για το πόσο αποκλίνουσες και ταυτόχρονα κυρίαρχες τάσεις μέσα στον τεχνο-καπιταλισμό μπορούν να διευρύνουν τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και ελευθερίας, υλικά και διανοητικά σε σημείο πρωτόφαντο, όπως ο ίδιος ο Μαρξ πρώτος αναγνώρισε. Και διάολε, είναι απίστευτα εντυπωσιακό αυτό το σημείο. Αν ποτέ σας δοθεί η ευκαιρία, πρέπει να διαπιστώσετε από πρώτο χέρι για το τι πράγμα μιλάμε, οπωσδήποτε. Οπωσδήποτε.

Δείτε εδώ, εδώ, κι εδώ κάποιες εκπληκτικές συλλογές φωτογραφιών, για να πάρετε μια ιδέα από το τι απέτυχε να σας μεταφέρει το παρόν κείμενο, με την υποσημείωση ότι κι αυτές, τελικά και ριζικά, θα αποτύχουν.