Ο κ. Δραγασάκης είπε ότι για τη σημερινή κυβέρνηση η αντιμετώπιση της διαφθοράς αποτελεί κορυφαίο πολιτικό στόχο για την ανάκαμψη του δημοσίου συμφέροντος. 
 
«Για εμάς, η μάχη κατά της διαφθοράς είναι μάχη για τη Δημοκρατία, το συλλογικό συμφέρον και το νέο κοινωνικό ήθος της μεταμνημονιακής Ελλάδας» ανέφερε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
 
 «Το νέο παράδειγμα διακυβέρνησης, αντίθετα απ' το παρελθόν, θέτει σε προτεραιότητα το συλλογικό συμφέρον έναντι των ιδιοτελών επιδιώξεων» επισήμανε ο κ.Δραγασάκης και πρόσθεσε ότι «η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, των αιτίων και των συμπτωμάτων της, εντάσσεται στην αλλαγή παραδείγματος διακυβέρνησης».
 
«Η διαφθορά είναι και μια εκδήλωση παθογενειών που ευνοήθηκαν από το καθεστώς απορρύθμισης και ακραίου ατομισμού που εξέθρεψε ο νεοφιλελευθερισμός» ανέφερε, για να σημειώσει ότι «η μάχη κατά της διαφθοράς είναι μάχη για την ανάκαμψη του δημόσιου συμφέροντος που βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης», μια μάχη που για τη σημερινή κυβέρνηση είναι μια μάχη διαρκής με μηδενική ανοχή απέναντι στα φαινόμενα της διαφθοράς.
 
«Για την κυβέρνηση, η μάχη κατά της διαφθοράς αποτελεί υψηλή προτεραιότητα, ως κορυφαίος πολιτικός στόχος», επέμεινε ο κ. Δραγασάκης, καθώς «η αύξηση των ανισοτήτων, η υπόνομευση των δημόσιων αγαθών, η καταπάτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ευνοούν την εκδήλωση φαινόμενων διαφθοράς».
 

Η διαφθορά δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο

 
Αναφερόμενος στο φαινόμενο της διαφθοράς, ο Γιάννης Δραγασάκης υπογράμμισε πως «διαψεύδοντας όσους τείνουν να παρουσιάζουν τη διαφθορά ως σχεδόν “ιδιοσυγκρασιακά ελληνική”, η διαφθορά είναι ένα διεθνοποιημένο φαινόμενο».
 
«Το φαινόμενο της διαφθοράς έχει στη χώρα μας μακρά παρουσία. Ορισμένες μορφές της τα τελευταία χρόνια επεκτάθηκαν. Το φαινόμενο όμως δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. 'Αλλωστε, η διαφθορά και οι πρακτικές της έχουν και αυτές διεθνοποιηθεί», υπογράμμισε και παρατήρησε πως «δεν είναι μυστικό ότι πίσω από μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς στη χώρα μας υπήρξε διαπλοκή και ξένων εταιριών, όπως σε τηλεπικοινωνίες, φάρμακα και άλλες υποθέσεις». 
 
«Είναι πραγματικά εξωπραγματικές και ανιστόρητες και εκ του πονηρού αναφορές ορισμένων που εμφανίζουν το φαινόμενο της διαφθοράς ως ένα καθολικό γνώρισμα της κοινωνίας. Αντίθετα, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει, ότι παρά τα όσα με ευκολία και όχι πάντα με αγαθά κίνητρα λέγονται, η ελληνική κοινωνία μετά από 9 χρόνια ύφεσης, πρωτοφανούς ανεργίας και φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων της έχει δείξει ισχυρές αντοχές» είπε ο Γιάννης Δραγασάκης και πρόσθεσε πως αυτό «το βλέπουμε στις ποικίλες μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσονται μέσα στη, κοινωνία συχνά αθόρυβα αλλά πάντα ουσιαστικά. Το βλέπουμε στη στάση της κοινωνίας στην αντιμετώπιση του προσφυγικού και την υποδοχή των προσφύγων».
 

Μηδενική ανοχή

 
Για την κυβέρνηση, υπογράμμισε ο κ. Δραγασάκης, η ανοχή σε φαινόμενα διαφθοράς είναι μηδενική. «Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις αντοχές της κοινωνίας και τα βαθειά ρήγματα που έχουν συντελεστεί στη συνοχή της μετά από μια διαρκή και σκληρή λιτότητα, ρήγματα που αξιοποιούν οι αρνητές της δημοκρατίας, οι δυνάμεις που καλλιεργούν και τρέφονται από το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Και ακριβώς λόγω των δεινών που έχει υποστεί η κοινωνία, ακριβώς λόγω των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, η ανοχή για τέτοια φαινόμενα, όπως η διαφθορά είναι, για τη δική μας κυβέρνηση, κυριολεκτικά μηδενική. Και το έχουμε δείξει. Και θα συνεχίσουμε να το δείχνουμε έμπρακτα και όχι στα λόγια, προς πάσα κατεύθυνση όποτε και όπου χρειαστεί» ανέφερε χαρακτηριστικά.
 

Τέλος στην ασυλία των ισχυρών

 
Αναφερόμενος στις αιτίες γι΄αυτή την πολύμορφη κρίση εμπιστοσύνης, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης σημείωσε ότι το υπόβαθρο της κρίσης εμπιστοσύνης, πέρα από τις όποιες ειδικότερες αιτίες της, βρίσκεται στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην υποβάθμιση του δημόσιου συμφέροντος και των κοινών αγαθών, στην καταπάτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ασυδοσία των συμφερόντων, την ατιμωρησία των υπευθύνων, την ασυλία των ισχυρών, σ' ένα περιβάλλον γενικευμένης απορρύθμισης και επιβράβευσης ακραίων ατομικιστικών συμπεριφορών. 
 
«Η διαφθορά στις ποικίλες της εκδοχές είναι μια μορφή εκδήλωσης αυτών των παθογενειών» υπογράμμισε, για να σημειώσει: «αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση έχει πολύ υψηλά στις προτεραιότητές της την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις, τόσο τις μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς όσο και εκδηλώσεις της διάχυτης διαφθοράς».
 
«Αντιμετωπίζουμε το θέμα αυτό ως ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό που αφορά την ίδια τη δημοκρατία, την εμπέδωση του κράτους δικαίου, την καταπολέμηση των ανισοτήτων και των αδικιών, αλλά και ως προϋπόθεση για να εμπεδωθεί το νέο κοινωνικό ήθος που σέβεται το συλλογικό συμφέρον ως ένα από τα βάθρα της μεταμνημονιακής Ελλάδας που θέλουμε και μπορούμε να δημιουργήσουμε» πρόσθεσε.
 
Αναφερόμενος στη στρατηγική της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς, σημείωσε ότι αυτή διαρθρώνεται σε τρία διακριτά επίπεδα:
 
Το πρώτο επίπεδο και το πιο άμεσο είναι αυτό που αναφέρεται σε συγκεκριμένα συμπτώματα, επεισόδια και εμβληματικές περιπτώσεις διαφθοράς. «Το επίπεδο αυτό είναι σημαντικό διότι μέσω των συγκεκριμένων παραδειγμάτων η κοινωνία πείθεται ότι η πολιτική εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια, χωρίς διακρίσεις, αποσιωπήσεις ή συγκαλύψεις, κάτι που αποτελούσε τον κανόνα στο παρελθόν» ανέφερε, σημειώνοντας ωστόσο ότι αυτό δεν αρκεί. «Όσα μεμονωμένα περιστατικά και αν εντοπιστούν, το φαινόμενο ακόμη και αν πρόσκαιρα περιοριστεί, δεν θα εξαλειφθεί αν οι αιτίες που το δημιουργούν μένουν σε ισχύ» είπε.
 
Το δεύτερο επίπεδο πολιτικής είναι, όπως περιέγραψε, αυτό της εξάλειψης συγκεκριμένων αιτιών, καθώς και η διασφάλιση αποτελεσματικών συστημάτων ρύθμισης και ελέγχου σε περιοχές που λειτουργούν ως εστίες διαφθοράς, θέματα δηλαδή που εμπίπτουν στο πρόγραμμα συνεργασίας με τον ΟΟΣΑ. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφερόμενος στο τρίτο πεδίο της στρατηγικής της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς προσδιόρισε ότι αυτό συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους, του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνίας. 
 
«Καθώς η διαφθορά είναι ενδημικό πρόβλημα, κληρονομημένο όχι μόνο από το άμεσο αλλά και το πιο μακρινό παρελθόν του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας μας, υπάρχει ο κίνδυνος οι όποιες δράσεις να παραμείνουν αποσπασματικές. Αυτό συνέβη στο παρελθόν», ανέφερε ειδικότερα και πρόσθεσε ότι «οι όποιες δράσεις είχαν περιορισμένα αποτελέσματα λόγω της υποχώρησης των κυβερνήσεων σε ισχυρά συμφέροντα και κοινωνικές ομάδες ειδικών συμφερόντων αλλά διότι οι εν λόγω δράσεις δεν εντάσσονταν στον ευρύτερο στόχο της αλλαγής του υποδείγματος διακυβέρνησης». 
 
«Υπάρχει, λοιπόν, και ένα τρίτο επίπεδο που αφορά στις γενικότερες αιτίες του φαινόμενου, που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς» σημείωσε και πρόσθεσε ότι αυτά αφορούν στη λειτουργία του κράτους, του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνίας, τους όρους άσκησης και το περιεχόμενο της πολιτικής, «στην ανάγκη να περάσουμε από λογικές ανάθεσης, ρουσφετιού και πελατειακών σχέσεων σε μια κοινωνία των δικαιωμάτων και σε μια πολιτική που στηρίζει τα δημόσια αγαθά και διασφαλίζει την καθολική πρόσβαση σ' αυτά. Μια πολιτική που κατανοεί τη διαφθορά ως σύμπτωμα βαθύτερων αιτιών, που η επέκτασή της ευνοήθηκε και διευκολύνθηκε και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και λογικές» ανέφερε χαρακτηριστικά.