του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Παρατηρώ αναλύσεις επί αναλύσεων, ειδήσεις και πολιτικά γεγονότα, σχόλια και ρεπορτάζ, με την ίδια ναυτία που συμβαίνει σε κάποιον όταν βρίσκεται στην τραπεζαρία πλοίου εν τρικυμία. Παρακολουθώ αμέριμνους χοντρούς να καταβροχθίζουν «καραβίσιες» μακαρονάδες που κρέμονται εμετικά από το παραφουσκωμένο στόμα τους. Θέλω να σταματήσει το πλοίο να κατέβω. Να κατέβω εδώ και τώρα! Να πέσω στη θάλασσα να σωθώ! Να σωθώ από το θέαμα που παριστάνει ότι δεν υπάρχει. Κι ύστερα, αντιλαμβάνομαι, με κάποια ενοχική αυταρέσκεια είναι αλήθεια, ότι έχω κατέβει. Δόξα την Παναγία. Ησυχάζω, μ’ έναν τρόπο.

Κι’ ίσως απ’ αυτήν την «ησυχία» να μπορώ να δω τώρα, όχι μονάχα τις μακαρονάδες του κάθε Παντελή, ούτε το λουλουδικό του κάθε Παντελίδη, αλλά κυρίως την προσπάθεια μιας κοινωνίας να γλυτώσει απ’ αυτό, παραμένοντας μικρή, αποφεύγοντας τις επιλογές και τις αποφάσεις, διαιωνίζοντας το μύθο ό,τι πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα επιλέγει για λογαριασμό της, σαν ένας γκόμενος που πάντα θα τη συντροφεύει, που θα είναι εκεί κάθε φορά που τον χρειάζεται. Πάτε καλά, ρε σεις;

Η επιλογή και η ελευθερία προϋποθέτουν και υποδηλώνουν πάντοτε μοναξιά και, καθώς το επισήμανε πριν από χρόνια ο ErichFromm, «η ελευθερία μας τρομάζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η τυραννία». Πώς γίνεται, ως συλλογικότητα, να το αγνοούμε αυτό; Εμείς που στην ιστορική διαχρονία μας αντιπαλέψαμε το δίλημμα αυτό, το φόβο αυτό, όσο κανείς άλλος.    

Μια σημαντική αρχή της υπαρξιακής θεωρίας είναι ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις έσχατες αγωνίες της ύπαρξης με δυο πιθανούς τρόπους:

Ο ένας είναι να κουκουλώσουμε ή και να «σφυρίξουμε αδιάφορα» μπροστά στην κατάσταση της ζωής μας και να ζήσουμε σ’ αυτό που ο Heideggerόρισε ως κατάσταση λήθης της ύπαρξης. Να απορροφηθούμε στη φλυαρία, μέσα στον κόσμο των πραγμάτων, μες στην αστεία «δράση των στοχαστικών προσαρμογών» ντε και καλά, να ΄χαμε να λέγαμε, κατευνασμένοι και υπό καταστολή, χαμένοι όλοι μέσα στο «αυτοί» των Ευρωπαίων, εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης με το «πως» ακόμη και των πιο χυδαίων πραγμάτων.

Ο άλλος τρόπος είναι να υπάρχουμε συνειδητά, εκεί δηλαδή, που θα γουστάρουμε, όχι το «πως» είναι τα πράγματα, αλλά το γεγονός ότι «είναι», ρε συ. Να έχουμε, έστω, μια στοιχειώδη επίγνωση ότι υπάρχουμε! Ότι ζούμε αυθεντικά, ότι αγκαλιάζουμε και τις δυνατότητες, αλλά και τα όρια μας.  Ότι έχουμε επίγνωση της ευθύνης μας για τη ζωή μας. Για τη δική μας ζωή! Όχι κάποιου άλλου.   Ότι δηλαδή, κατά πως το λέει ο Sartre«υπεύθυνος σημαίνει ότι είσαι ο αδιαφιλονίκητος δημιουργός του τάδε πράγματος» και όχι ο φοβισμένος υποτακτικός που θυμάται να το «παίζει» σύνεση, επειδή ξέχασε ότι υπάρχει.

Σαράντα χρόνια μεταπολίτευσης και ξεχαστήκαμε στο «πως» και «που» και «γιατί» κι έτσι, παίρνοντας για δεδομένο το «είναι», μέχρις ότου αμφισβητείται πλέον και αυτό. Η αυθεντικότητα μας εξαντλήθηκε σε κανά σινιέ ρουχαλάκι, κανάρολόϊ και κανάστρεϊτιλίκι, που ξεχειλίζει απ’ τα μπατζάκια μας, μαζί με μπόλικη γυμναστηριακή τεστοστερόνη.

Το μόνο που μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να αλλάξουμε, κι εμείς και τα πράγματα, αλλά και την ελπίδα ότι οι προσπάθειες μας μπορεί να τελεσφορήσουν, είναι η αυτογνωσία. Η βαθιά επίγνωση ότι οι ίδιοι μπορούμε να δημιουργούμε τον εαυτό μας, ως άτομα αλλά και ως συλλογικότητα. Κι αν θέλω να πω κάτι είναι ό,τι νιώθω πως αυτήν, ακριβώς, την επίγνωση μας την έχουν κλέψει. Ναι, δεν ήταν μόνο τα λεφτά, δεν ήταν μόνο η Αγάπη, μας έκλεψαν και την επίγνωση ό,τι είμαστε ένας εαυτός, ένας Τόπος, με δυνατότητες αλλά και όρια. Και τρέμω στην ιδέα ότι συχνά πυκνά γίναμε, κι εμείς οι ίδιοι, φτηνιάρηδες κλεπταποδόχοι αυτής της κλεμμένης μας αυθεντικότητας. Παίξαμε στο παιχνίδι της υπαρξιακής λήθης, για «ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη».

Και είναι ακριβώς αυτό το σημείο που συναντώνται το υπαρξιακό με το διαπροσωπικό στοιχείο. Είναι το σημείο που «Χρά η Πυθία κτίζειν πόλιν». Αλλά, τι πόλη να χτίσει το ιμιτασιόν, μαϊμού, εργατο-ανταλλακτικό μιας αποικίας χρέους; Τι πόλη να χτίσει, αν δεν αναρωτηθεί για τα καίρια και ουσιώδη της εαυτότητας του, κατ’ αρχήν.
Τι επιλογές κάνω στις σχέσεις μου και στη συμπεριφορά μου;  Πως θέλω να με αντιλαμβάνονται οι άλλοι; Είμαι στ’ αλήθεια παρών σ’ αυτή τη σχέση, στην άλλη σχέση κλπ ή μήπως με «μανατζάρω», τους «μανατζάρω», ίσα για να περιορίσω αυτό που με αγχώνει; Νοιάζομαι για το ποιες είναι οι ανάγκες του Άλλου, οι ανάγκες του Άλλου από μένα συγκεκριμένα, όχι γενικώς, ή -μεταξύ μας τώρα- το μόνο μου κίνητρο είναι η πάρτη μου;

Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν σου φαίνεται σημαντικό, τράβα μια ευθεία γραμμή. Πιάσε ένα λευκό χαρτί και τράβα μια οριζόντια γραμμή. Τη γραμμή της ζωής σου. Στην μια άκρη της φαντάσου τη στιγμή της γέννησης σου. Στην άλλη, τη στιγμή του θανάτου σου. Κι ύστερα σημείωσε πάνω στη γραμμή το σημείο που βρίσκεσαι τώρα. Πόσο μακριά από τη γέννηση, πόσο κοντά στο θάνατο; Πώς το βλέπεις το πράγμα; Παλεύεται;

Ξέρω καλά πως η ικανότητα μας για άρνηση είναι τεράστια κι όλοι μας κουβαλάμε ένα κομμάτι που θέλει πάντα να δραπετεύει σε λιγότερο απειλητικές ανησυχίες. Και πάντα θα υπάρχει ένας Παντελίδης, ένας Συριζας κι ένας Κυριάκος, άντε κι ένας Τσίμας, για να διεκπεραιώνουν τη δραπέτευση. Πέντε πάνω, πέντε κάτω, δεν θα τα χαλάσουν εκεί. Έχουν τον τρόπο τους…

Και τώρα ξαναγύρνα στην ευθεία γραμμή που σχεδίασες προηγούμενα. Αξίζει ρε μαλάκα τον κόπο; Να ξεχνάς, ρε συ, ότι υπάρχεις; Μα να δραπετεύεις απ’ την Ελευθερία; Να την κοπανάς από τη ζωή; Εσύ που αιώνες τώρα υπάρχεις και ζεις…