Από τότε που η FED, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ επιχειρεί προσεκτική έξοδο από την πολιτική του φτηνού χρήματος, όλο και περισσότεροι καταθέτες και επενδυτές στρέφουν τα νώτα τους στις αναδυόμενες οικονομίες, αποσύρουν ποσά δις και επιστρέφουν στο δολάριο. Η συνέπεια; Τα νομίσματα αυτών των χωρών δέχονται μαζικές πιέσεις υποτίμησης.
Αλλά από τότε που η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ κάνει βήματα εξόδου από την πολιτική του φτηνού χρήματος, αποσύρονται καταθέτες και θεσμικοί επενδυτές από τις αναδυόμενες οικονομίες με την ελπίδα ότι χωρίς μεγάλο ρίσκο τα χρήματά τους θα έχουν και πάλι μεγαλύτερες αποδόσεις στο δολάριο.
«Η τωρινή εξέλιξη εξηγεί την άρνηση των υπουργών Οικονομικών των χωρών αυτών να δεχθούν όλον αυτόν τον όγκο ρευστότητας», υπογραμμίζει ο Γκύντερ Μπεκ, καθηγητής Ευρωπαϊκών Μακροοικονομικών Αναλύσεων στο Πανεπιστήμιο του Ζίγκεν.
«Γιατί, στην αρχή επενεργεί θετικά στην οικονομία, στη συνέχεια όμως οδηγεί την οικονομία σε φάση υπερθέρμανσης, ώστε να θεωρείται τελικά προδιαγεγραμμένο το πάγωμα της οικονομίας». Και πράγματι. Και οι δύο κινήσεις κεφαλαίων, εισροή κατά τη διάρκεια της κρίσης και εκροή μετά την κρίση, δεν έκαναν καλό στις χώρες αυτές.
Για παράδειγμα, ο τεράστιος όγκος κεφαλαίων προς την Βραζιλία προκάλεσε στον υπουργό Οικονομικών της χώρας τέτοιο θυμό που έκανε λόγο για νομισματικό πόλεμο.
Η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής άλλαξε πολιτική και αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ενέργειες στήριξης του πέσο με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί κατά 20% η αξία του.
Ισχυρές πιέσεις υφίστανται και νομίσματα χωρών που εξαρτώνται από ξένα κεφάλαια, όπως της Τουρκίας. Αλλά και το ρωσικό ρούβλι, το ραντ της Ν. Αφρικής και το πέσο του Μεξικού υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά.
Η μαζική έξοδος ξένου κεφαλαίου ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο, όταν ο τότε διοικητής της FED, Μπερν Μπερνάκι άφησε να εννοηθεί ενώπιον του Κογκρέσου, τη σταδιακή υποχώρηση από την πολιτική του φτηνού χρήματος.
«Βασικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξεις πολιτική», λέει ο Γκύντερ Μπεκ. «Κατά την άποψή μου, καλύτερα αυτό να μη γίνεται σε εποχές κρίσης, αλλά από τη σκοπιά μακροπρόθεσμης σταθερότητας έχει καίρια σημασία».
Πηγή: Deutsche Welle – ελληνική υπηρεσία