Τα μαύρα σύννεφα της αναιμικής ανάπτυξης πυκνώνουν όλο και περισσότερο πάνω από την ευρωζώνη και επαναφέρουν τους φόβους μιας νέας ύφεσης. Ενώ πολλοί ήλπιζαν ότι η κρίση έχει ξεπεραστεί, επιστρέφει εν τω μεταξύ η συζήτηση για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτιών της.
Από τη μια πλευρά βρίσκονται χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία οι οποίες θέλουν λιγότερες περικοπές και στοχευμένες κρατικές επενδύσεις προκειμένου να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Τα ηνία της άλλης πλευράς κρατά κυρίως η Γερμανία αλλά και η Μεγ. Βρετανία, η Ολλανδία και η Φιλανδία, οι οποίες εκτιμούν ότι η έξοδος από την κρίση περνά κυρίως μέσα από ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Ο γάλλος υπουργός Οικονομίας Εμμανουέλ Μακρόν μάλιστα προειδοποίησε μέσα από συνέντευξή του προς την Frankfurter Allgemeine Zeitung για τον κίνδυνο μιας ύφεσης όπως εκείνη τη δεκαετία του 1930. «Θα έπρεπε να μάθουμε από τα λάθη μας. Οι τότε πολιτικές συνέπειες ήταν καταστροφικές», είπε ο γάλλος υπουργός, αναφερόμενος, εμμέσως πλην σαφώς, στην άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία. Σήμερα ωστόσο ο Εμμανουέλ Μακρόν έχει κατά νου την ίδια του τη χώρα και την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν.
Τώρα όμως η γαλλική κυβέρνηση ζητά και νέα παράταση. Ο Γκούντραμ Βολφ από το think tank των Βρυξελλών Bruegel είναι υπέρ της χαλάρωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής των περικοπών, καθώς «εξακολουθούμε να ζούμε σε εξαιρετικές συνθήκες». Άλλωστε λόγω των χαμηλών στην παρούσα φάση επιτοκίων, η ανάληψη νέων χρεών, όπως λέει, δεν θα δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα.
Αυτό όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να ισχύσει μόνον για τις χώρες που έχουν και τις οικονομικές δυνατότητες να το πράξουν, όπως η Γερμανία. Η Γαλλία, αντίθετα, «απώλεσε μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης» επειδή «έκανε σχετικά λίγα» κατά τα δυο αυτά επιπλέον χρόνια που της δόθηκαν. Σε περίπτωση που η Κομισιόν επιδείξει εκ νέου συμβιβαστική διάθεση, θα πρέπει «να συνδυάσει την ευελιξία όσον αφορά την τήρηση των κανόνων με αυστηρούς όρους», λέει ο ειδικός.
Όπως σημειώνει ο Γκούντραμ Βολφ: «Η επιδιόρθωση μιας γέφυρας είναι μια καλή επένδυση επειδή τα επόμενα χρόνια οι οδηγοί θα αλλάξουν λιγότερα αμορτισέρ και θα έχεις λιγότερα μποτιλιαρίσματα. Όταν απλά αυξάνεις τις συντάξεις, τότε αυτό δεν συνιστά επένδυση στο μέλλον, αλλά οπισθοδρόμηση».
Ο γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε όμως είναι αρκετά επιφυλακτικός όσον αφορά τις νέες επενδύσεις. Ο ίδιος επιμένει στο στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στη Γερμανία για την ερχόμενη χρονιά, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να στείλει και το μήνυμα ότι η Ευρώπη θα πρέπει να επιμείνει -παρά τις ενστάσεις- στο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης καθώς αυτός αποδίδει καρπούς, όπως δείχνει το γερμανικό παράδειγμα.
Ο Γκούντραμ Βολφ είναι αρκετά επιφυλακτικός: «Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός δεν συνιστά σημαντικό μήνυμα. Στην παρούσα φάση δεν δικαιολογείται καν από οικονομική σκοπιά. Πρόκειται περισσότερο για έναν πολιτικό στόχο», στόχο που θα έπρεπε να αναπροσαρμόσει τώρα η γερμανική κυβέρνηση.
Ο ειδικός του Bruegel συμφωνεί: «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πιο σημαντικές από τους δημοσιονομικούς κανόνες». Η Ισπανία είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα καλό παράδειγμα χώρας που κατάφερε να σημειώσει σημαντική πρόοδο χάρη στις μεταρρυθμίσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνεπάγονται συνήθως ένα πολιτικό κόστος. Στο πεδίο αυτό όμως οι κυβερνήσεις Μέρκελ δεν επέδειξαν ιδιαίτερο θάρρος. Από το 2005 οπότε και ανέλαβε για πρώτη φορά την καγκελαρία, η Α. Μέρκελ επωφελήθηκε περισσότερο από τις μεταρρυθμίσεις που είχαν δρομολογήσει και υλοποιήσει οι προκάτοχοί της, αντί να προχωρήσει σε δικές της.
Αντιθέτως προχώρησε στην υλοποίηση δημοφιλών μέτρων όπως τις συντάξεις για τις μητέρες και τον κατώτατο μισθό. Με τον τρόπο αυτό κέρδισε αναμφίβολα την εύνοια των ψηφοφόρων, η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας όμως δέχθηκε όλα αυτά τα χρόνια πλήγμα. Σε αυτό το πεδίο η Γερμανία σίγουρα δεν αποτελεί πρότυπο.
Πηγή: Deutsche Welle – ελληνική υπηρεσία