«Μπορεί να συμπληρώνεται αυτές τις μέρες μισός αιώνας από το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή, αλλά ακόμα δεν έχουν δοθεί στο φως όλα τα ντοκουμέντα της εθνικής αυτής τραγωδίας», επισημαίνει ο Δημήτρης Ψαρράς.
Υπενθυμίζει δε την «έκτακτη ανακοίνωση στις 15 Νοεμβρίου 2017 του τότε Προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση για πρωτότυπο αρχειακό υλικό που ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια τεχνικών εργασιών σε χώρο της Βουλής, τον οποίο προφανώς ουδείς είχε επισκεφθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Το εν λόγω αρχειακό υλικό περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 πρωτότυπα έγγραφα τοποθετημένα μέσα σε 140 κιβώτια. Αυτό το υλικό καταλογραφείται από ειδική υπηρεσία ώστε να είναι προσβάσιμο στους ερευνητές».
Το πρώτο ντοκουμέντο που παρουσιάζει ο Δημήτρης Ψαρράς είναι τα τα Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου, τα οποία καταδεικνύουν «ότι οι αποφάσεις παίρνονταν αλλού, ενώ οι πρωτοβουλίες και οι προτάσεις της “κυβέρνησης” δεν ενδιέφεραν κανέναν». Χαρακτηριστικό είναι ότι το ντοκουμέντο αυτό ήταν άγνωστο μέχρι το 1993, εφόσον τα Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου είναι «απόρρητα». Όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Ψαρράς: «Οι αποφάσεις που οδήγησαν στην κυπριακή τραγωδία είχαν ήδη ληφθεί από τον στενό πυρήνα της Χούντας γύρω από τον Ιωαννίδη. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που το περιεχόμενό της θεωρήθηκε από τον Ανδρουτσόπουλο ως αποδεικτικό στοιχείο για την “αθωότητα” της «Κυβέρνησης» σχετικά με το πραξικόπημα και γι’ αυτό το προβάλλει στο βιβλίο του το 1993. Αλλά τα επιχειρήματα των “Υπουργών” σ’ αυτή τη συνεδρίαση είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικά για την πολιτική συγκρότηση της Χούντας και την πραγματική της ευθύνη στην τραγωδία της Κύπρου».
Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι η απομαγνητοφώνηση που αφορά το «Πολεμικό Συμβούλιο» της Χούντας που συγκλήθηκε το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, μόλις έγινε γνωστή η τουρκική εισβολή στο κυπριακό έδαφος. Σχολιάζοντας το ντοκουμέντο ο κ. Ψαρράς καταλήγει: «Είναι γνωστό ότι ούτε πόλεμος κηρύχθηκε ούτε ήταν σε θέση το δικτατορικό καθεστώς να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Και η μόνη απόφαση που επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί, δηλαδή η επιστράτευση, στην πραγματικότητα απέδειξε τη στρατιωτική γύμνια ενός “στρατιωτικού καθεστώτος”».