Της Ελένης Γουργού

 

Είναι απόγευμα Κυριακής, και ένα από τα πιο όμορφα αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν είναι ήδη μισογεμάτο. Είναι ένα αμφιθέατρο αρ ντεκώ, που χρησιμοποιείται μόνο για ξεχωριστές εκδηλώσεις, με χάλκινες διακοσμήσεις στο ταβάνι, μπρούτζινα άνθη στα κιγκλιδώματα, βελούδινα κυπαρισσιά καθίσματα, μοκέτες και τοίχους όλα βουτηγμένα σε ένα γαλήνιο βεραμάν χρώμα. Ασυνήθιστος χώρος, όπως είναι ασυνήθιστη και η περίσταση. 

Πρόκειται για μια εκδήλωση του δραστήριου Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών και της έδρας Καβάφη, που υπάγονται στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου. Στο κοινό υπάρχουν φοιτητές και φοιτήτριες, μέλη της ελληνικής και ελληνοαμερικανικής κοινότητας της περιοχής, ερευνητές και διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο, έλληνες και αμερικανοί. Θα προβληθεί το ντοκυμαντέρ «Δυο φορές ξένος»*, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που όπως τονίζει ο Will Stroebel, ο νέος επίκουρος καθηγητής στο Πρόγραμμα, Αμερικανός σπουδαγμένος και στη Θεσσαλονίκη, που μιλά άπταιστα ελληνικά και τουρκικά, εμείς ονομάζουμε το γεγονός έτσι, στην Τουρκία είναι γνωστό ως ένα γενεσιουργό γεγονός του νέου τουρκικού έθνους. 

Γνωρίζουμε ότι το θέμα του ντοκυμαντέρ είναι η ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεψε η Συνθήκη της Λωζάνης, ο εκατέρωθεν ξεριζωμός. Δεν ξέρω όμως καθόλου τί να περιμένω ούτε από το περιεχόμενο του φιλμ ούτε από τη συζήτηση που θα επακολουθήσει, και είμαι λίγο επιφυλακτική. Η προβολή ξεκινά και με κερδίζει αναπάντεχα γρήγορα, όπως και όλους στην αίθουσα, και δεν ακούγεται ούτε κιχ. Πλάνα από την υπογραφή της Συνθήκης, στιγμιότυπα από τους Βαλκανικούς πολέμους και τις επισκέψεις του Βενιζέλου και του Ατατούρκ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και επεξηγηματικές παρεμβάσεις από Τούρκους και Έλληνες ακαδημαϊκούς και ερευνητές, πλαισιώνουν την αφήγηση του συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, του Αμερικανού δημοσιογράφου Bruce Clark. 

 

Μα ο καθηλωτικός πρωταγωνιστής του φιλμ είναι οι διηγήσεις προσφύγων και ξεριζωμένων, των ίδιων και των απογόνων τους. Άνθρωποι που εξαναγκάστηκαν στην προσφυγιά, έλληνες και χριστιανοί που ζούσαν στην Ανατολία, στη Νίγδη, στον Πόντο, τούρκοι και μουσουλμάνοι που ζούσαν στα Γρεβενά, την Κοζάνη, την Κρήτη. Περιγράφουν μια ζωή απλή μα δική τους, στο χωριό τους, όπου ζούσαν δίπλα στον Τούρκο, δίπλα στον Έλληνα, ίσως και μαζί του, χωρίς πολλά προβλήματα, έχοντας βρεί έναν τρόπο να συμβιώνουν ήσυχα σε ένα μικροπεριβάλλον απομακρυσμένο από της εστίες των εντάσεων. Η φράση «ζούσαμε σαν βασιλιάδες» ενώ «μετά μας είχαν για σκουπίδια» επανέρχεται πολλές φορές, τόσο που αναρωτιόμαστε αν όλοι όσοι το λένε αυτό ήταν αστοί της Σμύρνης και του Αϊδινίου που έχασαν την ταξική τους θέση. Καταλαβαίνουμε όμως ότι η φράση αυτή, που λέγεται από χωρικούς, αγρότες και κτηνοτρόφους που ζούσαν σε μικρά χωριά της Ανατολίας, δεν έχει να κάνει με τις ανέσεις ενός βασιλιά, μα με τη χαρά να διαφεντεύει κανείς το βιος του, το σπίτι του, και τον τρόπο της ζωής του. «Ήμασταν βασιλιάδες στον τόπο μας», δηλαδή είχαμε ένα πρόσωπο στο χωριό μας, μας ήξεραν και μας εκτιμούσαν οι συχωριανοί, είχαμε αξιοπρέπεια και ο καθένας την προσωπικότητά του. «Μετά» δεν ήμασταν τίποτα, ήμασταν ένα βάρος, σκουπίδια που θέλανε να ξεφορτωθούνε οι Ελλαδίτες, δεν είχαμε καμιά θέση στη νέα κοινωνία στην οποία βρεθήκαμε. «Τουρκόσπορους» τους λέγανε οι Ελλαδίτες, είναι γνωστό αυτό, δεν είναι όμως τόσο γνωστό ότι τους Τούρκους και μουσουλμάνους της Κοζάνης τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «ελληνόσπορους» όταν εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Το διηγείται ένας όμορφος ηλικιωμένος κύριος με τουρκικό όνομα που μιλάει ελληνικά με προφορά βορειοελλαδίτικη, ντρέπεται και λίγο που το ξεστομίζει, προσπαθεί να γελάσει, μα τα μάτια του είναι υγρά. 

Ξεριζωμένοι άνθρωποι που άφησαν τα σπίτια τους ταχτοποιημένα για να τα βρουν όλα στη θέση τους όταν θα ξαναγύριζαν. Που θυμούνται τον τόπο τους και τον αγαπούν, θυμούνται τους αλλόθρησκους γειτόνους με αγάπη. Μιλάνε και δυο τρεις άνθρωποι μουσουλμάνοι της Κρήτης, που ζούσαν στα Χανιά, μια κυρία με τουρκικό όνομα που μιλάει κρητικά, με βαριά προφορά, πόσο αλλόκοτο ακούγεται από τα χείλη της σαν ξέρει κανείς το όνομά της, ας την πούμε Αϊσέ. Δείχνει στην κάμερα ένα τετράδιο όπου κράταγε η μάνα της σημειώσεις. Είναι μαντινάδες που λένε πόσο αγαπούσε την Κρήτη, τις έγραψε μετά τον ξεριζωμό, και όταν βλέπει ο ντοκιμαντερίστας τη γραφή ξαφνιάζεται, είναι η μόνη φορά που τον ακούμε να μιλάει. Κι αυτό γιατί η κυρία διαβάζει τα γραπτά και αποδίδει ελληνικά αυτά που διαβάζει μα η γραφή είναι αραβική, «αυτά λέει εδώ;» ρωτάει έκπληκτος ο δημοσιογράφος, «ναι!», «ελληνικά τα λέει;» επιμένει εκείνος, «ναι, ελληνικά, μα γραμμένα με το τουρκικό αραβικό αλφάβητο» αποκρίνεται η Αϊσέ. 

Προσφέρουν οι μαρτυρίες μια ρομαντικοποίηση της κατάστασης; Μπορεί, αλλά η συγκίνηση είναι πάντα ανθρώπινη και υπάρχει πάντα ο άνθρωπος πίσω από τα γεγονότα. Ο Will δε μας αφήνει όμως μόνο στο συναίσθημα, όταν τελειώνει το φιλμ και ενώ διάφοροι θεατές σκουπίζουνε τα μάτια τους, ανεβάζει ένα σλάιντ στην οθόνη και μας καλεί να δούμε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Διαβάζει και μας εξηγεί πώς αυτή η ανταλλαγή των πληθυσμών αποτέλεσε το πρότυπο για αντίστοιχους ξεριζωμούς που σχεδιάστηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, τον εκπατρισμό των πληθυσμών στην Παλαιστίνη, και τους ξεριζωμούς στο Πακιστάν και την Ινδία, όταν φεύγοντας οι Βρετανοί αποφάσισαν το διαμελισμό της Ινδίας. 

Στο τέλος έρχεται και η συζήτηση, υπάρχει ακόμα ένα σλάιντ με ερωτήσεις που καλούμαστε να αναλογιστούμε: θα μπορούσε να αποφευχθεί η ανταλλαγή των πληθυσμών, ποια άλλη λύση θα  μπορούσε να έχει προκριθεί, παρατηρήσατε κάτι για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν οι διάφοροι συνεντευξιαζόμενοι τα γεγονότα, γιατί ήταν η θρησκεία το μόνο κριτήριο για την ανταλλαγή, ποια άλλα κριτήρια δεν ελήφθησαν υπ’όψην, τι σας λέει τελικά ο τίτλος του ντοκιμαντέρ. Διευθύνει τη συζήτηση η Άρτεμις Λεοντή, καθηγήτρια Κλασσικών Σπουδών, διευθύντρια του Προγράμματος και κάτοχος της έδρας Καβάφη. Μιλάνε αρκετοί από το κοινό, οι περισσότεροι θέλουν να μοιραστούν διηγήσεις από συγγενείς τους που ήσαν πρόσφυγες από τη Μικρασία ή γλίτωσαν τη σφαγή της Σμύρνης. Οι συγγενείς κάποιων προσφύγων μετανάστευσαν στην Αμερική, κι άλλος τόπος στη ζωή τους, κάποια κυρία αναρωτιέται αν θα είχαν την ευκαιρία να έρθουν στην Αμερική δίχως την ανταλλαγή, οι προσωπικές εμπειρίες και αξίες γίνονται άλλη μια φορά κυρίαρχες, η Αμερική ως αυταξία και προορισμός, να το πάλι το αμερικανικό όνειρο. Στην παρέα μου μας απασχολεί η ερώτηση «ποια άλλη λύση θα  μπορούσε να έχει προκριθεί», και αναρωτιόμαστε ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα στο οποίο έπρεπε να βρεθεί λύση. Η συγκρότηση ενός έθνους-κράτους, καταλήγουμε, και συμφωνούμε ότι η δημιουργία ομοιογενούς πληθυσμού είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί με τρόπο που δεν περιλαμβάνει κάποιου είδους βία. 

Η τελευταία ερώτηση έρχεται από κάποιον που αναρωτιέται πόσο Τούρκοι είναι οι Τούρκοι σήμερα και πόσο θα είχε αλλοιωθεί το DNA των Ελλήνων αν συνέχιζαν να ζουν στην Ανατολία. Στριφογυρνάμε στις θέσεις μας, ο κύριος είναι γνωστός στην κοινότητα για τις θέσεις του σχετικά με την καθαρότητα των Ελλήνων, και κοιτάμε τον οικοδεσπότη. Απαντάει ήρεμα ότι ο ίδιος δεν είναι γενετιστής, και ότι αισθάνεται κάπως αμήχανα όταν στις συζητήσεις τέτοιου είδους μπαίνει η παράμετρος των γονιδίων, και αντιτείνει να σκεφτούμε τί σημαίνει ο χαρακτηρισμός Τούρκος στην καθομιλουμένη, ποια χαρακτηριστικά αποδίδει στον απέναντι, και ποια στοιχεία ταυτότητας θεωρεί ως δεδομένο ότι κατέχει ο χαρακτηριζόμενος ως Τούρκος. Και μας καλεί να αναρωτηθούμε το ίδιο για τον χαρακτηρισμό «Έλληνας», ιδίως όταν χρησιμοποιείται από την άλλη πλευρά. Ο κύριος από το κοινό γνέφει κάπως προβληματισμένος, και επειδή η ώρα έχει πάει έξι και η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη να τελειώσει ακριβώς στις έξι και επειδή εδώ είναι Αμερική και το ωράριο τηρείται μέχρι δευτερολέπτου, πέφτει η κατακλείδα του χειροκροτήματος. 

Τα μαζεύουμε, χαιρετάμε και φεύγουμε, και πάμε να πιούμε και να συζητήσουμε όλα αυτά που ακούσαμε και κυρίως τη φράση «ας δούμε πώς σκέφεται κανείς μια κατάσταση ως κράτος (state) και ας δούμε πώς είναι η ίδια κατάσταση όταν τη σκέφτεται κανείς ως άνθρωπος». 

 

*Το φιλμ μπορεί να το βρεί όποιος ενδιαφέρεται εδώ, δυστυχώς χωρίς ελληνικούς υπότιτλους: https://vimeo.com/ondemand/twiceastranger.