Ιστορικώς, κατά τον 20ο αιώνα, οι Χριστιανοί του Λιβάνου είναι αυτοί, οι οποίοι προβάλλουν την ιδεολογία του «Λιβανισμού», δηλαδή τη θεώρηση ότι υπάρχει ιστορικό έρεισμα για το νεωτερικό κράτος του Λιβάνου. Αντιθέτως, οι Μουσουλμάνοι προβάλλουν μια θεωρία γενικότερου «Αραβισμού», η οποία συνήθως συνδέεται με το Ισλάμ. Οι υποστηρίζοντες τον «Λιβανισμό» στηρίζονται στο εμιράτο του Fakhr al-Din (1572-1635), το οποίο είχε σημαντική αυτονομία από τους Οθωμανούς και παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά της εμπορικής εξωστρέφειας και καινοτομίας. Από το 1861 ο Λίβανος είναι μία προνομιούχος επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (mutesarrifate) υπό γαλλική επίδραση. Οι Γάλλοι βασίστηκαν στην ιδιάζουσα χριστιανική ομολογία των Μαρωνιτών, οι οποίοι είχαν θεωρηθεί ως αιρετικοί Μονοθελήτες από τους Βυζαντινούς και είχαν καταφύγει στο όρος του Λιβάνου, ενώ από την περίοδο των Σταυροφοριών ήρθαν σε συνεννόηση με τους Ρωμαιοκαθολικούς.

Ο ιδιάζων χαρακτήρας του Λιβάνου βασίστηκε σε δύο σέκτες, μία χριστιανική, τους Μαρωνίτες, και μία μουσουλμανική, τους Δρούζους, οι οποίοι είχαν προέλθει από το Σιιτικό εναλλακτικό Ισλάμ και με πολλά συγκρητιστικά στοιχεία είχαν φτιάξει ένα παράδοξο μίγμα. Οι δύο αυτές σέκτες πράγματι ήταν ένα παγκοσμίως μοναδικό και ιδιαζόντως Λιβανέζικο φαινόμενο, ενώ οι άλλες ομολογίες του Λιβάνου, όπως οι Μουσουλμάνοι Σουνίτες και Σιίτες ή οι διάφορες Χριστιανικές ομολογίες υπάρχουν και αλλού. Επειδή ο Γαλλικός παράγοντας από το τέλος του 19ου αιώνα επιθυμούσε τη σταδιακή δημιουργία ενός προτεκτοράτου που να έχει και χριστιανικό χαρακτήρα και να διαφοροποιείται από τη μουσουλμανική ενδοχώρα της Μέσης Ανατολής, βασίστηκε ιδιαίτερα στους Μαρωνίτες και δευτερευόντως στους Δρούζους, οι οποίοι είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο συγκρητισμού (περιέχουν ακόμη και νεοπλατωνικά και πυθαγόρεια στοιχεία, όπως η μετενσάρκωση και ο μυστικισμός της εκστατικής απλώσεως), ώστε δύσκολα να αναγνωρίζονται ως Μουσουλμάνοι[1]. Γύρω από τις δύο αυτές σέκτες δομήθηκε η ιδεολογία του Λιβανισμού. Κατά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Γάλλοι πέτυχαν τη δημιουργία ενός κράτους, αλλά η δημιουργία ενός έθνους έμεινε εκκρεμής και εν πολλοίς παραμένει και ως σήμερα.

 

Σουνιτικός και εκκοσμικευμένος Αραβισμός

 

Για να σχηματιστεί το νέο αυτό έθνος έπρεπε να επικρατήσει η ιδεολογία του «Λιβανισμού», η οποία, όμως, είχε ως ιδεολογικό αντίπαλο τον «Αραβισμό», ήτοι την προσπάθεια των Αράβων να αναγεννηθούν μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις περιοχές από τη Σαουδική Αραβία ως τη σημερινή Ιορδανία, Ιράκ και Συρία. Την ίδια εποχή, οι Βρετανοί πόνταραν στον βασιλέα Faisal (1883-1933), για να συμπήξει ένα ισχυρό βασίλειο στην περιοχή του Ιράκ που θα εξυπηρετούσε τα αγγλικά συμφέροντα και δη τα πετρελαϊκά. Την ίδια περίοδο συμπηγνύονταν τα νέα αραβικά κράτη, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Ιορδανία κ.ά., η Παλαιστίνη προοριζόταν για την εβραϊκή Διασπορά, η Σαουδική Αραβία ενδυναμωνόταν και εξ όλων αυτών ο Λίβανος είχε το μοναδικό χαρακτηριστικό ότι θεωρείτο ως ένα τεχνητό κράτος προοριζόμενο από τη γαλλική αποικιοκρατία για να προστατεύσει και να εδραιώσει τις χριστιανικές μειονότητες.[2] Για τους Παναραβιστές, ο Λίβανος ήταν ένα κράτος χωρίς νομιμότητα και οι Χριστιανοί καλούνταν να πείσουν τους Μουσουλμάνους Συνάραβες ότι πράγματι άξιζε τον κόπο η εθνογένεση του Λιβάνου. Οι Χριστιανοί είχαν με το μέρος τους το ανώτερο μορφωτικό τους επίπεδο και το γεγονός ότι θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον Λίβανο σε μια όχι μόνο εμπορική, αλλά και χρηματοπιστωτική πρωτοπορία του αραβικού κόσμου με επωφελείς συνέπειες, πραγματικές ή υποτιθέμενες, για όλον τον πληθυσμό.

Ένα περαιτέρω παράδοξο ήταν το ακόλουθο: Για την κυρίαρχη Σουνιτική πλειονότητα των Μουσουλμάνων, η παναραβική ταυτότητα ήταν αυτονοήτως συνδεδεμένη με το Ισλάμ, χάρη στο οποίο οι Άραβες πέτυχαν και την ιστορική τους ενοποίηση με τον προφήτη Μωάμεθ και το ένδοξο χαλιφάτο υπό τους Ομεϋάδες και τους Αββασίδες που σε διάφορες καιρούς είχε φτάσει από τα όρια της Ινδίας μέχρι τον Ατλαντικό. Η εκκοσμικευμένη αραβική ταυτότητα επειδή ακριβώς δεν μπορούσε να σχηματιστεί από τους Σουνίτες, διαμορφώθηκε υπό την επίδραση Χριστιανών διανοουμένων και πολιτικών, που ανήκαν σε μειονοτικές χριστιανικές ομολογίες, όπως λ.χ. οι Μελχίτες (μια μορφή «ουνιτικής» εκκλησίας που ανήκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά είχε ελληνορθόδοξο βυζαντινό τυπικό) ή οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Λ.χ. ο Μελχίτης ποιητής Ibrahim al-Yaziji είχε δώσει ποιητική μορφή στην αραβική αφύπνιση[3]. Στο μεταξύ οι προτεσταντικές αποστολές στη Βηρυτό και στο όρος του Λιβάνου κατά τον 19ο αιώνα είχαν φέρει τους Άραβες σε επαφή με τα νεωτερικά ιδεώδη των εθνικών αφυπνίσεων. Ήταν, λοιπόν, παραδόξως, από τις εντελώς μειοψηφούσες ομολογίες και δη τις Χριστιανικές, όχι τις Μουσουλμανικές, που άρχισε η ιδέα ενός εκκοσμικευμένου αραβισμού, μια ιδέα την οποία βέβαια στον 20ο αιώνα την κληρονόμησαν σοσιαλιστικά κινήματα με έμφαση στον Σουνιτισμό. Ο Αραβισμός, όμως, προέκυψε και ως αντίδραση στον Τουρκισμό, που αφυπνίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, πλην κορυφώθηκε με το κίνημα των Νεοτούρκων που θέλησε να καταργήσει την πολυσυλλεκτικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και να φέρει έναν νεωτερικό συγκεντρωτισμό. Οι Άραβες το είδαν αυτό ως απειλή επιβίωσης και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε τις αποικιακές δυνάμεις των Γάλλων και, κυρίως, των Άγγλων, να εκμεταλλεύονται τα αραβικά αισθήματα μνησικακίας εναντίον των Τούρκων, για να νικήσουν στον πόλεμο και να εγκαθιδρύσουν το δικό τους αποικιακό καθεστώς. Στο πλαίσιο αυτό οι Γάλλοι προσπάθησαν να προωθήσουν ότι ο Λίβανος είναι μία ιδιαίτερη χώρα που αξίζει ένα ξεχωριστό έθνος- κράτος βασισμένο στους Ρωμαιοκαθολικούς Μαρωνίτες, τους οποίους χαρακτήριζαν ενδεικτικά «ρόδο μέσα στα αγκάθια», ενώ η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων Αράβων, ιδίως των Σουνιτών, δεν έβλεπαν τον λόγο γιατί ο Λίβανος να μην είναι μία ενιαία χώρα με τη Συρία ή και με άλλες αραβικές χώρες.

 

Το όρος των αιρετικών

 

            Βασικό επιχείρημα για να θεωρηθεί ο Λίβανος ως μια ιδιάζουσα χώρα ήταν ότι το όρος του Λιβάνου είχε φιλοξενήσει τους αιρετικούς της Χριστιανικής και της Μουσουλμανικής θρησκείας. Είναι αλήθεια ότι στο όρος είχαν αναζητήσει καταφύγιο οι Μαρωνίτες, οι οποίοι ως Μονοθελήτες, είχαν εκδιωχθεί από την κοιλάδα του Ορόντη από τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς στο διάστημα που την είχαν υπό την κατοχή τους. Είναι επίσης αλήθεια ότι υπό τη δυναστεία των Φατιμιδών που είχε την έδρα της στην Αίγυπτο και άκμασε κυρίως τον 11ο αιώνα έγινε έντονη η παρουσία των Σιιτών Ισμαηλιτών στον Λίβανο από τους οποίους προήλθαν οι Δρούζοι. Το αφήγημα, όμως, του όρους του Λιβάνου ως ασύλου των αιρετικών οφείλει πολλά στον Ιησουίτη Henri Lammens (1862-1937), ο οποίος στο ιστορικό του έργο περιέγραψε τον Λίβανο ως μια χώρα αντιστασιακών ενάντια στα ισχυρά χαλιφάτα και σουλτανάτα (αλλά και στη Βυζαντινή Ορθοδοξία· άλλωστε πρόκειται για έργο ενός Ρωμαιοκαθολικού). Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι αυτό το αφήγημα αν μεν ειδωθεί ως ερμηνεία του παρελθόντος είναι αναχρονιστικό και εν πολλοίς άκυρο, καθώς τόσο του εμιράτο του Fakhr al-Din II στην αρχή του 17ου αιώνα, όσο και η ηγεμονία του Bashir Shihab II στον μέσο 19ο μόνο εκ των υστέρων μπορούν να θεωρηθούν ως προτυπώσεις του κράτους του Λιβάνου. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε διαδόθηκε το ιδεολογικό αυτό αφήγημα, όντως συνέρρευσαν στον Λίβανο Αρμένιοι πρόσφυγες διωγμένοι από το γενοκτονικό πρόγραμμα των Τούρκων που βοηθούνταν από τους Κούρδους. (Συνέρρευσαν βεβαίως και Έλληνες πρόσφυγες στη συνέχεια, οι οποίοι υπό την Ορθόδοξη σκοπιά ταυτολογικώς δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αιρετικοί). Συνέρρευσαν επίσης στον Λίβανο οι διωγμένοι από τους Ουαχαβίτες της Σαουδικής Αραβίας που εφάρμοσαν μια αυστηρή εκδοχή του Ισλάμ. Όχι τυχαία, η γαλλική ερμηνεία του «όρους των αιρετικών» λειτούργησε επιτελεστικά και ο Λίβανος έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα όντως μια χώρα φιλοξενίας είτε θρησκευτικών, είτε και «εθνικών αιρετικών» των εθνοκαθάρσεων του 20ου αιώνα. Στη συνέχεια θα προστεθούν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες και στον 21ο αιώνα και οι Σύροι.

 

Δημοκρατία των εμπόρων ή φρούριο της αντίστασης;

 

Η άλλη όψη του όρους των αιρετικών ήταν η σημασία του λιμανιού ως ανοικτότητα στη Μεσόγειο. Η γαλλική διανόηση με πρωτοπόρο των Ερνέστο Ρενάν τον 19ο αιώνα θεώρησε τον Λίβανο ως τον απόγονο της αρχαίας Φοινίκης με τη Βηρυτό να αντικαθιστά την Τύρο ως το δυναμικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου[4]. Ο σύγχρονος Λιβανέζος θεωρήθηκε σύμφωνα με οριενταλιστικά στερεότυπα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ότι είχε όλα τα κλισέ χαρακτηριστικά του αρχαίου Φοίνικα: δαιμόνιος έμπορος, ηδονιστής τυχοδιώκτης, ταλαντούχος στον πολιτισμό (εφευρέτες του αλφαβήτου ήταν οι αρχαίοι Φοίνικες), μεταλαμπαδευτής των επιτευγμάτων (βλ. Καρχηδόνα ως φοινικική αποκία), προνομιακός στη σχέση του με τη Δύση· άλλωστε από τη Φοινίκη δεν ηρπάγη η Ευρώπη που έδωσε το όνομά της στην ήπειρο; Κατά τραγική ειρωνεία, φοίνιξ ήταν το πτηνό που αναγεννάται από τις στάχτες του και η Φοινίκη, που (παρ)ετυμολογείτο σύμφωνα με μια τολμηρή εκδοχή από το πτηνό αυτό, όντως αναγεννήθηκε στο γαλλικό προτεκτοράτο, ενώ και ο Λίβανος θα καλείτο να ανασταίνεται συνεχώς ύστερα από μείζονες καταστροφές και στο συμβολικό αλλά και στο πραγματικό επίπεδο, με πιο πρόσφατη την καταστροφή του λιμανιού της Βηρυτού.

Μια άλλη μεγάλη ειρωνεία είναι, όμως, ότι καθώς η Βηρυτός κατοικείται κυρίως από Σουνίτες, μετά τον Εμφύλιο του Λιβάνου (1975-1990) είναι κυρίως οι Μουσουλμάνοι Σουνίτες αυτοί που κληρονόμησαν την ιδέα της «εμπορικής δημοκρατίας» αυτή τη φορά ως μιας νεοφιλελεύθερης «χρηματοπιστωτικής ρεπούμπλικας», ενός Ντουμπάι της Μεσογείου που θα βασίζει την οικονομία της στις κατασκευές και το τραπεζικό σύστημα με όλες τις ταξικές ανισότητες και την αποδιοργάνωση που αυτό συνεπάγεται. Αυτό συνέβη υπό τον μετεμφυλιακό πρωθυπουργό Rafiq Hariri και μετά τη δολοφονία του, υπό τον γιο του Saad Hariri, με προνομιακές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία. Η άλλη όψη αυτού του παραδόξου είναι ότι τη σκυτάλη της ισλαμικής αντίστασης στο Ισραήλ την έλαβαν οι Σιίτες, όταν την εγκατέλειψαν οι Σουνίτες, που θα ήταν οι αρμοδιότεροι λόγω του σουνιτικού χαρακτήρα της πλειονότητας των Παλαιστινίων[5].

Η εσχατολογία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Σιιτικής ομολογίας και όντως οι Σιίτες είναι οι έσχατοι του Λιβάνου από κάθε άποψη: Το φτωχότερο τμήμα του λαού του Λιβάνου ήταν αυτό που ήλθε τελευταίο με δυναμικότητα στο προσκήνιο της Ιστορίας για να αναλάβει τη δική του ερμηνευτική για τον Λίβανο ως ένα «φρούριο της αντίστασης» ενάντια στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εκπροσωπεί η ανίερη συμμαχία Η.Π.Α.- Ισραήλ και της «αλλοτριωμένης» Σαουδικής Αραβίας και άλλων μοναρχιών του Κόλπου. Οι έσχατοι σε ένδεια και έσχατοι ως προς την ανάδειξή τους στην ιστορική διεκδίκηση μιας εναλλακτικής ερμηνευτικής της «λιβανικότητας» έχουν τον δικό τους «εσχατολογικό λαϊκισμό», σύμφωνα με τον οποίο το κατώτερο μέρος του λαού είναι αυτό που με την αντίστασή του έως εσχάτων εκπροσωπεί το σύνολο του λαού, προστατεύοντάς τον από τις έξωθεν επεμβάσεις· μια ιδέα που θα την έβρισκαν γοητευτική πολλοί δυτικοί στοχαστές Πολιτικής Φιλοσοφίας. Στο μεταξύ οι Σιίτες έχουν ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά και η σιιτική οργάνωση Hezbollah εκπροσωπεί όχι μόνο τους πληβείους, αλλά και μια ανερχόμενη σιιτική αστική τάξη[6].

Το έσχατο ερώτημα σήμερα μετά την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού είναι αν θα μπορέσει να δημιουργηθεί επιτέλους αυτός ο ένας λαός του Λιβάνου, ογδόντα χρόνια μετά τη δημιουργία του κράτους, έναν αιώνα μετά τη σύλληψη των Γάλλων. Ένας αιώνας εκκρεμοτήτων έχει οδηγήσει σε διλήμματα με εξαιρετικό ενδιαφέρον από πλευράς Πολιτικής Φιλοσοφίας. Ο ένας λαός θα δημιουργηθεί από τη σύνθεση όλων των συνιστωσών; Από μια κοινή αντίσταση σε όλες τις υπάρχουσες πολιτικές και θρησκευτικές συνιστώσες συμπεριλαμβανομένης της Σιιτικής Hezbollah σύμφωνα με το σύνθημα «να φύγουν όλοι· όλοι εννοούμε όλοι»; Ή με πρωτεργάτη το σιιτικό στοιχείο της Hezbollah ως πρωτοπόρου της αντίστασης σύμφωνα με έναν εσχατολογικό λαϊκισμό όπου οι έσχατοι του λαού είναι η αυθεντική του εκπροσώπηση; Τα πολλαπλά διλήμματα είναι περίπλοκα αφ’ εαυτών, αλλά δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι μετά τη Συρία οι μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις (Η.Π.Α., Γαλλία, Ρωσία, Τουρκία, Ιράν, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία κ.ά.) δείχνουν να επιλέγουν τον Λίβανο ως τόπο του «πολέμου δι’ αντιπροσώπων» που χαρακτηρίζει τόσο πολύ τη μεταμοντέρνα εποχή μας. Ας ελπίσουμε ο λαός του Λιβάνου να ενωθεί κυρίως μέσα από την αποφασιστική επίγνωση ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί ένας εμφύλιος που εργαλειοποίησαν οι ξένες δυνάμεις το 1975-1990· ας ελπίσουμε η ενότητα του λαού να προέλθει μέσα από την ωριμότητα του τραύματος, έστω κι αν οι πραγματικές λύσεις δεν μπορούν παρά να εκκρεμούν.

[1] Για τις θρησκευτικές ομολογίες του Λιβάνου, βλ. Georges Corm, Le Liban contemporain. Histoire et société, La Découverte, Παρίσι 2012, 13-16.

[2] Kamal Salibi, A house of many mansions. The history of Lebanon reconsidered, I.B. Tauris, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1998, σ. 31.

[3] Ό.π., σ. 44.

[4] Ό.π., σ. 167-181.

[5] William Harris, Lebanon: A history 600-2011, Oxford University Press, Οξφόρδη 2011, σ. 232-276.

[6] Joseph Daher, Hezbollah. The Political Economy of Lebanon’s Party of God, Pluto Press, Λονδίνο 2016.