Ο κυρίαρχος δεξιοφιλελεύθερος λόγος τόσο στην Ελλάδα όσο και στις δυτικές χώρες χρησιμοποιεί τον όρο «whataboutism» για να στιγματίσει αριστερούς συνήθως ομιλητές, οι οποίοι εν όψει της γενικευμένης κατακραυγής για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τολμούν να θυμηθούν εισβολές του ΝΑΤΟ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία κ.ο.κ. Το επιχείρημα του κυρίαρχου λόγου είναι ότι όσοι ακολουθούν την πρακτική του whataboutism στην καλύτερη περίπτωση καταφεύγουν σε σοφιστική επιχειρηματολογία (στο γενικότερο περιβάλλον των ad hominem επιχειρημάτων), ενώ στη χειρότερη περίπτωση φανερώνουν, κατά τους χρήστες του όρου, τόσο την ηθική όσο και τη λογική τους ένδεια με το να «γλιστράνε», αναφερόμενοι σε παρωχημένες και άσχετες περιπτώσεις, ώστε να αποφύγουν το προφανές και επιτακτικό χρέος τους που συνίσταται σε μια ευθεία, απροϋπόθετη, κατηγορηματική και χωρίς αστερίσκους καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας.

Θα επιθυμούσα να πρωτοτυπήσω και να υπερασπιστώ λογικά, φιλοσοφικά και ηθικά όσους, αντινατοϊκούς αριστερούς κυρίως, στοχοποιούνται ως whataboutists από τον κυρίαρχο δεξιοφιλελεύθερο και κατά βάση φιλονατοϊκό λόγο.

Κατ’ αρχήν, ως προς την αμιγώς λογική πλευρά του ζητήματος, χρειάζεται να επισημάνουμε το εξής προφανές: Λογική σοφιστεία έχουμε μόνο στην περίπτωση που αυτό που αναφέρει ο (φερόμενος ως) whataboutist δεν έχει απολύτως καμία (αιτιακή) σχέση με αυτό που θίγει ο συνομιλητής του. Λ.χ. αν έχεις παρκάρει πάνω σε μία θέση ΑμεΑ και διαμαρτύρεσαι γιατί έβαλαν πρόστιμο σε εσένα και δεν συνέλαβαν έναν πλούσιο που φοροδιαφεύγει, τότε αυτό είναι μια γνήσια μορφή σοφιστείας τύπου whataboutism. Ή για να φέρουμε ένα πιο ρεαλιστικό παράδειγμα, ακόμη κι αν έχεις κάνει κάποια ελάσσονα παρανομία, αν ζητάς να τιμωρηθούν όλοι οι μείζονες παράνομοι αντί να τιμωρηθείς εσύ, τότε έχουμε μια αυθεντική εκδοχή whataboutism. Πρέπει να δεχτείς τη δική σου ποινή ως δίκαιη και μετά να ζητήσεις αναλογικές ποινές για όσους έχουν διαπράξει μεγαλύτερες αδικίες.

Το θέμα είναι, όμως, ότι τα παραδείγματα που κατά κανόνα φέρνουν οι αντινατοϊκοί αριστεροί, -θεωρούμενοι ως whataboutists από τον κυρίαρχο δεξιοφιλελεύθερο λόγο-, δεν είναι αιτιακώς άσχετα από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όταν λ.χ. αναφέρεται το παράδειγμα πολέμων στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, την πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Λιβύη, τη Συρία ή, ενδεχομένως, ακόμη και την Υεμένη, πρόκειται για πολέμους οι οποίοι έχουν άμεση αιτιακή σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς αποτελούσαν πολέμους αλλαγής των γεωπολιτικών δεδομένων σε χώρες σχετιζόμενες γεωπολιτικώς με τη Ρωσία σε μία προσπάθεια περικύκλωσής της. Αυτό που κατά κανόνα λένε οι αντινατοϊκοί αριστεροί και δεν μπορούν να κατανοήσουν οι δεξιοφιλελεύθεροι κατήγοροί τους είναι ότι όλοι αυτοί οι πόλεμοι αποτελούν την αιτία του πολέμου στην Ουκρανία και για αυτό τους θίγουν· δεν πρόκειται για άσχετα παραδείγματα που απλώς τα αναφέρουν σωρευτικά για να «ρίξουν την μπάλα στην εξέδρα».

Όπως το θέτει προσφυώς ο Αμερικανός οικονομολόγος Jeffrey Sachs «από το 1980 οι ΗΠΑ έχουν συμμετάσχει σε τουλάχιστον 15 υπερπόντιους πολέμους επιλογής τους (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Παναμάς, Σερβία, Συρία και Υεμένη, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς), ενώ η Κίνα δεν έχει συμμετάσχει σε κανέναν και η Ρωσία μόνο σε έναν (Συρία) πέραν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτικές βάσεις σε 85 χώρες, η Κίνα σε 3 και η Ρωσία σε 1 (Συρία) πέραν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. […] Το δυτικό αφήγημα για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι ότι πρόκειται για μια απρόκλητη επίθεση του Πούτιν στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει τη Ρωσική αυτοκρατορία. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία ξεκινά με την υπόσχεση της Δύσης προς τον Σοβιετικό Πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί προς τα ανατολικά, ακολουθούμενη από τέσσερα κύματα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ: το 1999, με την ενσωμάτωση τριών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης· το 2004, με την ενσωμάτωση άλλων 7, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Μαύρης Θάλασσας και της Βαλτικής· το 2008, με τη δέσμευση για διεύρυνση στην Ουκρανία και τη Γεωργία· και το 2022, με την πρόσκληση τεσσάρων ηγετών της Ασίας και του Ειρηνικού στο ΝΑΤΟ για να στοχεύσουν την Κίνα. Ούτε τα δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν τον ρόλο των ΗΠΑ στην ανατροπή του φιλο-Ρώσου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς το 2014· την αποτυχία των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, εγγυητών της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ, να πιέσουν την Ουκρανία να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της· τον τεράστιο αμερικανικό οπλισμό που στάλθηκε στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Trump και Biden στην πορεία προς τον πόλεμο· ούτε την άρνηση των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν με τον Πούτιν για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Φυσικά το ΝΑΤΟ λέει ότι αυτό είναι καθαρά αμυντικό, ώστε ο Πούτιν να μην έχει τίποτα να φοβηθεί. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του τις επιχειρήσεις της CIA στο Αφγανιστάν και τη Συρία, τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι από το ΝΑΤΟ το 2011, την κατοχή του Αφγανιστάν από το ΝΑΤΟ επί 15 χρόνια, ούτε την «γκάφα» του Biden που ζήτησε την απομάκρυνση του Πούτιν (η οποία φυσικά δεν ήταν καθόλου γκάφα), ούτε τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Lloyd Austin που δήλωσε ότι ο πολεμικός στόχος των ΗΠΑ στην Ουκρανία είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας».

Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι πόλεμοι του ΝΑΤΟ αποτελούσαν πολέμους σταδιακής περικύκλωσης της Ρωσίας, ώστε σε δεύτερη φάση να συμβεί μία ανάσχεση της Κίνας, καταστρέφοντας μάλιστα καθεστώτα φιλικά προς τη Μόσχα. Στη Γιουγκοσλαβία το ΝΑΤΟ εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει η Ρωσία επί Γιέλτσιν, προκειμένου να βομβαρδίσει οικονομικούς κυρίως στόχους, διαλύοντας μια φιλική της χώρα. Το στρατηγικό σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας συνάδει περισσότερο με τους στόχους ενός βαθέος κράτους που υποστηρίζει τους Δημοκρατικούς, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί είχαν παραδοσιακά μια μεγαλύτερη ευχέρεια να βρίσκουν έναν τρόπο συνεννόησης με το ρωσικό καθεστώς, παρόλο που ορισμένες βασικές σταθερές, όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι και το μαλακά υπογάστριο της Ρωσίας απετέλεσαν διηνεκή πολιτική ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των Δημοκρατικών υπήρξαν επιθετικότερες ως προς τις ανατροπές φιλορωσικών καθεστώτων. Μετά τον βομβαρδισμό της Σερβίας επί Clinton, η κυβέρνηση Obama εργαλειοποίησε την αραβική άνοιξη, προκειμένου να καταρρίψει μόνο τα καθεστώτα που είχαν χαρακτηριστικά παναραβικού σοσιαλιστικού εθνικισμού και ήταν για αυτό φίλια προς τη Μόσχα. Στη Λιβύη, το ΝΑΤΟ εκμεταλλεύτηκε την προς στιγμή συγκατάνευση του τότε Προέδρου Ντμίτρι Μεντβέντεφ να συναινέσει στη δημιουργία μιας απαγόρευσης ζώνης πτήσεων, υποτίθεται για την προστασία αμάχων, προκειμένου να τη μετατρέψει σε έναν πόλεμο έως εσχάτων μέχρι τη δολοφονία του Καντάφι.

Αυτή η στιγμή ρωσικής αδυναμίας να συμφωνήσει σε έναν δυτικό στόχο, τον οποίο μετά η Δύση μετατόπισε, όταν μάλιστα ήταν ο συγκριτικά φιλοδυτικός Μεντβέντεφ στην εξουσία, έγινε διηνεκές μάθημα στη Ρωσία ότι δεν μπορεί ποτέ να εμπιστευτεί τις νατοϊκές δυνάμεις. Μετά τη διάλυση και του μπααθικού Ιράκ και το πραξικόπημα στην Ουκρανία το 2014, οι Ρώσοι αποφάσισαν να αρχίσουν να δίνουν μάχες έως εσχάτων με σημαντικό ορόσημο την επέμβασή τους στη Συρία, που κατέδειξε τα όρια της νατοϊκής επέκτασης. Η αμερικανική πολιτική βεβαίως παραμένει ότι, αν δεν μπορούν να νικήσουν και να πετύχουν μία ανατροπή καθεστώτος, τότε μπορούν σε κάθε περίπτωση να διαλύσουν τη σύμμαχη προς τη Ρωσία χώρα, για να παραδειγματίσουν τις υπόλοιπες. Αυτό το είδαμε στη Συρία, ενώ κατά μια έννοια η Ρωσία επιχειρεί το αντίστροφο στην Ουκρανία, θέλοντας να δείξει ότι και το να είσαι σύμμαχος του ΝΑΤΟ επίσης κοστίζει.

Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση των περισσότερων από τους νατοϊκούς πολέμους της τελευταίας τριακονταετίας δεν αποτελεί σοφιστεία τύπου tu quoque/ whataboutism, αλλά καταδεικνύει μια αιτιακή σειρά που οδήγησε στον πόλεμο της Ουκρανίας. Και ο πόλεμος αυτός βεβαίως είναι εν πολλοίς μια παγίδα στην οποία έχει εμπλέξει η αγγλοσαξονική εξωτερική πολιτική δύο γειτονικούς λαούς με κοινή ιστορία, με τη φιλοδοξία να δημιουργηθεί ένα νέο Αφγανιστάν στο κέντρο της Ευρώπης, ώστε να κλατάρει ξανά η Ρωσία λόγω της απορρόφησης σε ένα βάλτωμα σε μακροχρόνιο πόλεμο, με επανάληψη δηλαδή της συνταγής του Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1980. Απλώς, με το να επιλέξει η Ρωσία τους όρους της αναμέτρησης έδωσε μια εντύπωση αυτενέργειας σε έναν πόλεμο που ούτως ή άλλως θα συνέβαινε, εφόσον δεν υπήρχαν αμερικανικές εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα έμπαινε στο ΝΑΤΟ και δεν θα οπλιζόταν με πυρηνικά όπλα (τα βιολογικά όπλα ήταν ήδη εκεί σύμφωνα με τους ρωσικούς ισχυρισμούς). Αυτά τα ζητήματα ήταν το θέμα των πολύμηνων συζητήσεων μεταξύ Πούτιν και Biden στο τέλος του 2021 και στις αρχές του 2022 και όπως παρατηρεί ο συνεργάτης των αμερικανικών κυβερνήσεων Jeffrey Sachs, «η ρωσική εισβολή το 2022 θα είχε πιθανότατα αποτραπεί αν ο Biden είχε συμφωνήσει με το αίτημα του Πούτιν στα τέλη του 2021 να τερματιστεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς».

Ο ευρωπαϊσμός δεν ταυτίζεται με τον βορειατλαντισμό

 

Το να μιλάμε πάντως για «συλλογική Δύση» εναντίον της Ρωσίας είναι συχνά παραπλανητικό· η πολιτική πάση θυσία περικυκλώσεως της Ρωσίας με ταυτόχρονη επικοινωνιακή δαιμονοποίηση αποτελεί κυρίως μια αγγλοσαξονική βορειατλαντική πολιτική και όχι δυτική εν γένει ή ευρωπαϊκή. Για την ακρίβεια μάλιστα είναι ίδιον κυρίως της πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου και του αμερικανικού βαθέος κράτους που υποστηρίζει τους Δημοκρατικούς κατά τις τελευταίες δεκαετίες· δεν είναι καν μια πάγια αμερικανική πολιτική, ούτε βέβαια μια πολιτική που συμφέρει τον αμερικανικό λαό. Όπως έχουμε δει σε πολλά επεισόδια της μακροχρόνιας αυτής αναμέτρησης η αγγλοσαξονική πολιτική έφερε πολλές φορές τη Γερμανία και τη Γαλλία προ τετελεσμένων. Λ.χ. τον Φεβρουάριο του 2014 το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα στην Ουκρανία συνέβη τη στιγμή που Γερμανία και Γαλλία είχαν συμμετάσχει στις συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες θα έδιναν ένα τέλος στο πρόβλημα της Ουκρανίας με ορίζοντα εκλογές με δημοκρατικά εχέγγυα. Αντιστοίχως, η εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ ΙΙ θα είχε αποτρέψει τον σημερινό πόλεμο. Τον Μάρτιο του 2022 η Ουκρανία και η Ρωσία είχαν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας βασισμένο στην ουκρανική ουδετερότητα. Το τορπίλισαν, όμως, ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, πιέζοντας τον Ζελένσκι να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις και να συνεχίσει τον πόλεμο. Οι προσωπικές παρεμβάσεις του Boris Johnson υπήρξαν καθοριστικές. Πιο πρόσφατα σαμποτάζ κατέστρεψε τους αγωγούς Nord Stream 1 και 2, αναγκάζοντας τη Γερμανία να μην μπορεί να ξανασυνεργαστεί ενεργειακώς με τη Ρωσία, ακόμη κι αν το ήθελε, επειδή θα άλλαζε ενδεχομένως η εξωτερική πολιτική της λόγω λαϊκής βούλησης. Η Ρωσία κατηγόρησε ειδικά το Ηνωμένο Βασίλειο για το σαμποτάζ σε μία τολμηρή απόφανση, η οποία μένει να αποδειχθεί και έχει οπωσδήποτε μεγάλη βαρύτητα. Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία σημαίνει ότι η Γερμανία αναγκάζεται σε αποβιομηχάνιση· η πιο επιτυχημένη βιομηχανικώς ευρωπαϊκή χώρα χάρη στη φτηνή ρωσική ενέργεια αναγκάζεται ακούσα να ακολουθήσει τις αδιέξοδες αγγλοσαξονικές πολιτικές της αποβιομηχάνισης. Η Ευρώπη με αυτόν τον τρόπο εξανδραποδίζεται στις αγγλοσαξονικές δυνάμεις. Χρειάζεται να τονίσουμε ότι όποιος υποστηρίζει αυτές τις πολιτικές δεν είναι ούτε ευρωπαϊστής, ούτε καν φιλοδυτικός, όπως θέλει να το παρουσιάσει ένας κυρίαρχος λόγος. Είναι απλά βορειατλαντιστής και νατοϊκός. Όμως η ιδεολογία του βορειατλαντισμού είναι ενάντια στις πραγματικές δυτικές και ευρωπαϊκές αξίες και θα έχει ως αποτέλεσμα την παρακμή και τη δουλεία της Ευρώπης σε εξωευρωπαϊκές δυνάμεις, ήτοι αφενός τους Αγγλοσάξονες και αφετέρου την Κίνα.

Και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και μια φιλοσοφική διάσταση: Οι δεξιοφιλελεύθεροι οι οποίοι επικαλούνται σήμερα την κατηγορία της σοφιστείας τύπου whataboutism/ tu quoque στην πραγματικότητα ακολουθούν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, την πλέον αδιέξοδη και επιφανειακή εκδοχή της αγγλοσαξονικής αναλυτικής σκέψης σε αντίθεση προς τη βαθύτητα και τον ολισμό της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Η αγγλοσαξονική προπαγάνδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει τον εξής σκοπό: Να αναλύει συνεχώς το ιστορικό γίγνεσθαι και να προσπαθεί να μας πείσει ότι κάθε ιστορική περίσταση πρέπει να εξετάζεται εντελώς απομονωμένα από τις άλλες. Και σε κάθε βεβαίως αποκομμένη περίσταση τίθεται ως αιτία της ιστορικής εξέλιξης η δαιμονοποιημένη προσωπικότητα κάποιου εκάστοτε τύραννου «brutal dictator». Δυστυχώς, ακόμη και οι φιλελεύθεροι ψυχολόγοι, οι οποίοι κατά τα άλλα εντρυφούν σε κατηγορίες κατά των «ανώριμων λαών», οι οποίοι στρέφονται λαϊκιστικά εναντίον των ελίτ, χωρίς να εξετάζουν «το κακό μέσα τους», όταν πρόκειται για ζητήματα γεωπολιτικής, πλειοδοτούν σε ρηχά μανιχαϊστικά σχήματα, τα οποία κατά τα άλλα βδελύσσονται. Σε κάθε περίπτωση, είναι θλιβερό ότι ο αγγλοσαξονικής έμπνευσης ιδεολογικός λόγος κηρύσσει ως ιδεώδες την αμβλυωπία και τη ρηχότητα, σε ένα προπαγανδιστικό «διαίρει και βασίλευε», κατά το οποίο κάθε ιστορικό γεγονός δέον να εξετάζεται σε απόλυτη αναλυτική απομόνωση από όλα τα άλλα και να εντοπίζεται σε αυτό ο χολιγουντιανός bad guy της ιστορίας ο οποίος θα τεθεί εκποδών με τη συνδρομή των νατοϊκών όπλων. Απέναντι σε αυτήν τη μονοτροπία της επιφανειακότητας, δέον να θυμίσουμε ότι οι κατηγορούμενοι ως whataboutists είναι στην πραγματικότητα οι αυθεντικοί ευρωπαϊστές, οι υπέρμαχοι του ηπειρωτικού πνεύματος της σύνθεσης και της ολιστικής θεώρησης του ανελισσόμενου ιστορικού γίγνεσθαι, οι γνήσιοι επίγονοι του Kant και του Έγελου ενάντια στην άνοδο της μετριότητας μιας μεταμοντέρνας αναλυτικής ρηχότητας.

Η παγκόσμια προοπτική

 

Αξίζει, όμως, να δούμε και εξελίξεις του τελευταίου μήνα υπό αυτό το πρίσμα. Ο Καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς θεώρησε ότι είναι λάθος η αποσύνδεση της γερμανικής οικονομίας από τη σινική σε ένα έτος που είδε εκτόξευση των επενδύσεων και του όγκου συναλλαγών της Γερμανίας στην Κίνα. Σημειωτέον ότι το γερμανικό οικονομικό θαύμα είχε βασιστεί αφενός στην αμερικανική/ νατοϊκή στρατιωτική ομπρέλα, αφετέρου στη φτηνή ενέργεια από τη Ρωσία. Η εγκατάλειψη αυτών των δεδομένων ενδέχεται να οδηγήσει τη Γερμανία σε μια ραγδαία αποβιομηχάνιση και σε συναφή κοινωνική αναταραχή, με λίγα λόγια στα δεινά που έχουν πλήξει το Ηνωμένο Βασίλειο. Με άλλα λόγια, η σημαντικότερη βιομηχανία της Ευρώπης ενδέχεται να πληγεί από συνέπειες σαν αυτές που ταλανίζουν τις αγγλοσαξονικές χώρες, οι οποίες είχαν διαλέξει τον δρόμο της χρηματιστικοποίησης σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, όπως η Μεγάλη Βρετανία από την εποχή της Thatcher και των οικονομικών αλλαγών της δεκαετίας του 1990. Ο εξανδραποδισμός αυτός της Γερμανίας, αν συνεχιστεί, θα θάψει το ενδεχόμενο μιας Ευρώπης ανεξάρτητης από τον αγγλοσαξονικό βορειατλαντισμό, όσο κι αν θα έχει το παράπλευρο όφελος της κάμψεως της γερμανικής αλαζονείας και των αντιστάσεων που αυτή φέρνει στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Εξαιρετικά περίπλοκες είναι και οι σχέσεις της Ρωσίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Το Ισραήλ, καίτοι στενότατος σύμμαχος των ΗΠΑ, είχε αποφύγει επιμελώς να εμπλακεί στον πόλεμο, είτε διά κυρώσεων, είτε δι’ αποστολής οπλισμού. Ένας λόγος για αυτό είναι η παράδοξη συμβιωτική σχέση που έχουν αναπτύξει Ρωσία και Ισραήλ στη Συρία, καθώς οι Ρώσοι απλώς παρακολουθούν εντελώς παθητικά τις επιδρομές του Ισραήλ εναντίον ιρανικών δυνάμεων σε συριακό έδαφος, ενώ κατά τα άλλα υπερασπίζονται σε συνεργασία με το Ιράν την κατίσχυση του καθεστώτος Άσαντ στη χώρα. Το Ισραήλ από την άλλη βλέπει ενδεχομένως τη ρωσική παρουσία στη Συρία μάλλον ως ανάσχεση έναντι του ιρανικού ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή. Προϊόντος, ωστόσο, του πολέμου, η όλο και στενότερη ρωσο-ιρανική συνεργασία στην Ουκρανία και δη με τα ιρανικά drones Shahed-136 που κατάφεραν καίρια πλήγματα στο ουκρανικό ενεργειακό δίκτυο, το Ισραήλ ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για την κατεύθυνση αυτής της ρωσοϊρανικής λυκοφιλίας, με αποτέλεσμα να μην είναι εντέλει αδύνατη και μια δική του εμπλοκή στο ουκρανικό δράμα.

Ταυτόχρονα, παράλληλα με την εμβάθυνση της ρωσοϊρανικής συμμαχίας, η οποία αποτυπώθηκε στην ένταξη του Ιράν στον ευρασιατικό Οργανισμό της Σαγκάης, είναι αξιοσημείωτη η προσέγγιση της Ρωσίας στις αντίπαλες του Ιράν αραβικές μοναρχίες, όπως τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά ακόμη και το Κατάρ. Ένα από τα αποτελέσματα αυτά ήταν η δέσμευση του OPEC να ελαττώσει κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα την παραγωγή πετρελαίου. Η επιλογή φέρεται ως κυρίως οικονομική με στόχο μια κατακρήμνιση των τιμών του πετρελαίου που είχαν πέσει μετά την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία· δεν παύει, όμως, να θεωρείται ως μία επιθετική προς τις ΗΠΑ κίνηση του Σαουδάραβα ηγέτη Μπιν Σαλμάν σε μια εποχή που η Κίνα έχει εξελιχθεί στον μεγαλύτερο αγοραστή πετρελαίου παγκοσμίως, ενώ οι ΗΠΑ είναι πλέον περισσότερο παραγωγός παρά καταναλωτής στον ορίζοντα μιας μετακίνησης προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που προκαλεί υπαρξιακό άγχος στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάζεται επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στη Σαουδική Αραβία, τη στιγμή που αυτή αναζητά εναλλακτικές πηγές εξοπλισμού, παράλληλα με την προσπάθεια διαφοροποίησης στην οικονομία της. Το μεγάλο διακύβευμα βεβαίως είναι το αν οι συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Σαουδικής Αραβίας θα είναι σε γιουάν αντί για τα γνωστά και μη εξαιρετέα «πετροδολάρια» επί των οποίων είχε βασιστεί η παγκοσμιοποίηση μετά τη δεκαετία του 1970.

Όλες αυτές οι πλανητικές μετατοπίσεις συμβαίνουν σε ένα πλαίσιο όπου η Ουκρανία αντεπιτίθεται αναγκάζοντας τις ρωσικές δυνάμεις σε αποχώρηση από την κομβική πόλη της Χερσώνας· η Ρωσία, όμως, είναι έτοιμη για κλιμάκωση ακόμη και με ενεργοποίηση της πυρηνικής απειλής, προκειμένου να αποφύγει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Βρισκόμαστε, οπωσδήποτε, στον αστερισμό ενός απρόβλεπτου Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτήν την εποχή είναι εξαιρετικά επίκαιρα τα λόγια του John Fitzgerald Kennedy τον Ιούνιο του 1963 εν όψει της κρίσης στην Κούβα: «Οι πυρηνικές δυνάμεις πρέπει να αποφεύγουν εκείνες τις αντιπαραθέσεις που φέρνουν τον αντίπαλο ενώπιον της επιλογής είτε μιας ταπεινωτικής υποχώρησης είτε ενός πυρηνικού πολέμου. Η υιοθέτηση αυτού του είδους της πορείας στην πυρηνική εποχή θα αποτελούσε απόδειξη μόνο της χρεοκοπίας της πολιτικής μας – ή μιας συλλογικής επιθυμίας θανάτου για την υφήλιο».