Συνέντευξη στον Κώστα Ράπτη

Οι πολλοί τον έχουμε ακουστά από τα «Πολιτικά Τραγούδια« του Θάνου Μικρούτσικου, όπως τον αποτύπωσε η ποιητική φαντασία του Ναζίμ Χικμέτ: «Μ’ όλόγυμνα σπαθιά και πόδια / Του Μπεντρεντίν τα παλληκάρια / Στον εχθρό ριχτήκανε / Τούρκοι χωριάτες του Αιδινιού / Ρωμιοί ψαράδες απ’ τη Σάμο».

Όμως ο Σεΐχης Μπεντρεντίν (1359–1420), πρωτεργάτης της εξέγερσης, κυρίως αγροτικής, του 1416 που συγκλόνισε την πρώιμη οθωμανική εξουσία, υπήρξε ένας «αναγεννησιακός διανοοούμενος» σε τουρκικά συμφραζόμενα, μια μορφή πολυδιάστατη, που στοιχειώνει ακόμη την γεμάτη αντιφάσεις τουρκική ταυτότητα. Και που μετέχει επίσης της εν πολλοίς αποσιωπημένης απώτερης ιστορίας του Νέου Ελληνισμού – ο οποίος συμβαίνει φέτος να εορτάζει τα διακόσια χρόνια κρατικής συγκρότησής του.

Όμως, με τη σειρά της η Ελληνική Επανάσταση, κορυφαία πρώτη πράξη της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εθνικά μορφώματα, φωτίζεται εκ των υστέρων αποκαλυπτικά, αν ανατρέξουμε στις εποχές της ανάδυσης της εξουσίας των Οθωμανών και παγίωσης της φυσιογνωμίας της. Όταν δηλαδή στις συνθήκες συνύφανσης διαφορετικών λαών που δημιουργούσε η αποσύνθεση του Βυζαντίου παίχτηκε και χάθηκε το στοίχημα μιας ενότητας των υποτελών πέρα από γλωσσικές και θρησκευτικές διαιρέσεις.

Διγενής, από πατέρα Μουσουλμάνο και μητέρα Χριστιανή, ο Σεΐχης Μπεντρεντίν γεννήθηκε στον Κυπρίνο του Έβρου και σπούδασε θεολογία στο Ικόνιο, το Κάιρο και το Αρνταμπίλ του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν. Ανέπτυξε μυστικιστικές πανθεϊστικές πεποιθήσεις (όμοια με τον συγκαιρινό του Πλήθωνα), οι οποίες αντέβαιναν στην προσπάθεια εμπέδωσης της σουνιτικής ορθοδοξίας στο νεαρό οθωμανικό κράτος, ενώ και όταν αναδείχθηκε σε καδιασκέρη, δηλ. ανώτατο δικαστή του στρατού, εν μέσω εμφυλίων διαμαχών των Οθωμανών πριγκήπων, αντιτάχθηκε στη συγκεντροποίηση της εξουσίας.

Η επικράτηση του Σουλτάνου Μεχμέτ Α’ το 1413 σήμανε για τον Μπεντρεντίν την εξορία στη Νίκαια, αλλά και την απόφαση να εξεγερθεί. Δραπέτευσε μέσω Σινώπης στη Βλαχία και τέθηκε επικεφαλής ενός σώματος που συναποτελούσαν Τούρκοι νομάδες, Μουσουλμάνοι ιεροσπουδαστές και Χριστιανοί χωρικοί και κίνησαν πόλεμο σε δύο μέτωπα, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μικρά Ασία, έχοντας ως σύνθημα την ισότητα και την κοινοκτημοσύνη. Την καταστολή της εξέγερσης ανέλαβε ο Βεζίρης Βεγιαζίτ πασάς, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς. Ο ίδιος ο Μπεντρεντίν οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις Σέρρες, όπου καταδικάσθηκε ως αιρετικός, απαγχονίσθηκε και ετάφη. Τα λείψανά του μόλις τον 20ό αιώνα έτυχαν επίσημης ταφής στην Κωνσταντινούπολη – και μάλιστα όχι μακριά από την τελευταία κατοικία του Σουλτάνου διώκτη του. Οι Σέρρες, πάλι, δεν του επεφύλαξαν ένα μνημείο ούτε μέχρι σήμερα, ενώ στον χώρο της πρώτης ταφής του βρίσκεται πλέον ένα φαρμακείο.

Η ανοχή προς τους αλλόθρησκους και τους αποκλίνοντες από τη σουνιτική ορθοδοξία θα γινόταν σταδιακά μετά την εποχή του Μεχμέτ Α’ παρελθόν, φθάνοντας στο ναδίρ έναν αιώνα μετά με την βασιλεία του Σελίμ Α΄. Όμως οι ακόλουθοι των διδασκαλιών του Μπεντρεντίν θα επιβιώσουν, εν διωγμώ, για μερικούς ακόμη αιώνες, συγχωνευόμενοι εντέλει με τη σέκτα των Αλεβιτών και το συνδεόμενο με αυτήν σουφικό τάγμα των Μπεκτασήδων.

Στην Τουρκία του 20ού αιώνα, χάρη και στον Ναζίμ Χικμέτ, ο Σεΐχης Μπεντρεντίν θα καταστεί σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης για την Αριστερά – και αυτό εξακολουθεί να ισχύει και στον δικό μας αιώνα.

Όσο και αν η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν διολισθαίνει καθημερινά στον αυταρχισμό και υφίσταται το βάρος μιας αντιδραστικής επινοημένης «οθωμανικότητας» (με την δική της κρατικά ενθαρρυνόμενη πληθωρική οπτικοακουστική παραγωγή) οι κοινωνικές αντιστάσεις μένουν ζωηρές. Και η στρατευμένη σε χειραφετησιακά οράματα τέχνη ξεπηδά ως ανάγκη που πληρώνεται με βαρύ τίμημα, όπως μας έδειξε πρόσφατα η απεργία πείνας μέχρι θανάτου των φυλακισμένων μελών της μουσικής κολλεκτίβας Grup Yorum.

Από αυτό το περιβάλλον προέρχονται και οι συντελεστές μιας κινηματογραφικής παραγωγής που ετοιμάζεται να δει το φως της δημοσιότητας και εμπνέεται, διόλου τυχαία, από την εξέγερση του Σεϊχη Μπεντρεντίν. Το ιστορικό φιλμ Hakikat («Αλήθεια»), σε σενάριο του Αλί Σαχίν και σκηνοθεσία του Χακάν Αλάκ, με παραγωγό τον Οζέρ Μπαρίς Τσαλίκ και πρωταγωνιστές τους Σουάβι, Μπουλέντ Εμρά Παρλάκ, Σαϊγκίν Σοϊσάλ και Ελίφ Νουρ Κιρκούκ, γυρίστηκε στην Αδριανούπολη, τη Σμύρνη, τη Νικομήδεια και την Κωνσταντινούπολη και πρόκειται να διανεμηθεί από την CJ Entertainment Turkey. Η αρτιότητα της παραγωγής, εμφανής και στο τρέιλερ της ταινίας, δεν πρέπει πάντως να υποβαθμίσει την σημασία της πολιτικής χειρονομίας που αποτελεί η εμφάνιση της ταινίας αυτής στην παρούσα συγκυρία.

Μιας χειρονομίας με την οποία χρήσιμο θα ήταν να συναντηθεί, μέσα από τη δική του οξύτατη κρίση και τις επίκαιρες ιστορικές του διερωτήσεις και το ελληνικό κοινό. Εξ ού και μας έδωσε μεγάλη χαρά η συνομιλία που μπορέσαμε να έχουμε εξ αποστάσεως με τον σκηνοθέτη του Hakikat, Χακάν Αλάκ.

https://www.youtube.com/watch?v=0OL15wOa1NQ&ab_channel=Sadi%C3%87ilingir

 

Ποιά είναι η προηγούμενη εργασία σας και ποιός το κίνητρό σας για να καταπιαστείτε με ένα φιλμ σχετικό με τον Σεΐχη Μπεντρεντίν; Ποιός υποστήριξε την παραγωγή του φιλμ;

Έχω γράψει το σενάριο δύο ταινιών μεγάλου μήκους και έχω σκηνοθετήσει τη μία από αυτές. Επιπλέον έχω σκηνοθετήσει μερικά ντοκυμανταίρ, μουσικά βίντεο και διαφημίσεις. Το Hakikat, η τρίτη μου ταινία, αποτελούσε όνειρο του Αλί Σαχίν, που είναι ένας από τους παραγωγούς μας. Έγραψε ένα πρώτο σενάριο έχοντας κατά νού μια ταινία μεσαίου μήκους. Κατόπιν, ξεκίνησε η συνεργασία μας πριν από δυόμιση χρόνια και αρχίσαμε να δουλεύουμε το σενάριο, που το γράψαμε μαζί. Χρειάστηκε για αυτό να διαβάσω πολλή Ιστορία.

Οι ιστορικοί σύμβουλοι του φιλμ συνεισέφεραν, αλλά εντέλει ακολουθήσαμε μια πορεία που ταιριάζει στην ιστορία που διηγούμαστε στην ταινία. Όσο για τη στήριξη της ταινίας έχουμε από πίσω μας μιαν ισχυρή εταιρεία παραγωγής, αλλά και την ηθική υποστήριξη μαζικών οργανώσεων. Η παραγωγή γνώρισε την αλληλεγγύη εκατοντάδων εταίρων. Ειδικά οι Αλεβιτικές οργανώσεις της Ευρώπης είχαν σημαντική οικονομική συνεισφορά.

Ποιά επικαιρότητα πιστεύετε ότι έχει μια ιστορία χρονολογούμενη από την πρώιμη οθωμανική περίοδο σε σχέση με τα ερωτήματα που περιβάλλουν την κοινωνία και την πολιτική ζωή της σημερινής Τουρκίας;

Κατ’ εμέ, η εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν είναι μια ιστορία που ξεπερνά τον χρόνο, αλλά και τον χώρο. Για αυτό το λόγο η ψυχή αυτής της αντίστασης παραμένει ζωντανή και στην ελληνική γη. Στην μνήμη κάποιων Ελλήνων υπάρχουν “του Μπεντρεντίν τα παλικάρια” [ελληνικά στο κείμενο].

Οι κύριοι λόγοι αυτής της εξέγερσης ήταν οικουμενικοί: η φτώχεια, η βαναυσότητα και οι φόροι. Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και διαμελισθεί από τον στρατό του Ταμερλάνου. Οι πρίγκηπες πολεμούσαν μεταξύ τους και ο Τσελεμπί Μεχμέτ ανέλαβε την εξουσία. Η φιλοσοφία του Σεΐχη Μπεντρεντίν βρήκε απήχηση στους φτωχούς αγρότες της Ανατολίας ανεξάρτητα από θρησκεία ή γλώσσα. Σήμερα η Ανατολία δεν είναι πια το μέρος όπου συμβιώνουν ειρηνικά διαφορετικές εθνότητες και θρησκείες. Τα προηγούμενα 600 χρόνια έχει αλλάξει πάρα πολύ. Ωστόσο, η χώρα βρίσκεται ακόμη στα δεσμά της φτώχειας και της καταπίεσης. Οι φόροι επιβαρύνουν υπέρμετρα τους ανθρώπους και αυξάνονται καθημερινά για τις ανάγκες του “παλατιού”. Η χώρα είναι αιχμάλωτη του θαυμασμού για το οθωμανικό παρελθόν.

Είμαι της γνώμης ότι οι ιστορικές ταινίες και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας δεν μας μιλούν μόνο για την εποχή που αναπαριστούν, αλλά και για την εποχή στην οποία γυρίζονται. Μια ταινία πρέπει να φέρνει το κοινό αντιμέτωπο με την εποχή του. Και φυσικά, τα προβλήματα του λαού είναι διαχρονικά, γιατί η καταπίεση είναι επίσης διαχρονική.

Κατά πόσο η ιστοριογραφία, επίσημη και μη, αποτυπώνει τα εξεγερσιακά και ετερόδοξα ρεύματα που επανειλημμένα εμφανίζονται στην ιστορία του τουρκικού λαού;

Η επίσημη ιστορία περιορίζεται σε απλές μνείες. Ωστόσο, σήμερα βλέπουμε ακόμη και υπερμάχους των επίσημων ιδεολογημάτων να συμφωνούν ότι η εκτέλεση του Σεΐχη Μπεντρεντίν ήταν πολιτική, όσο και αν Μπεντρεντίν δικάστηκε και καταδικάστηκε ως εχθρός της θρησκείας.

Από την άποψη της λαϊκής μνήμης, ο Μπεντρεντίν αποτελεί σήμερα πολύ ισχυρή φυσιογνωμία στις πεποιθήσεις των Αλεβιτών. Μπορούμε να πούμε ότι η ζωή και οι πεποιθήσεις τους επηρέασαν τον Μπεντρεντίν. Μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία της Αριστεράς της χώρας ξεκινά με τον Μπεντρεντίν. Ο Μπεντρεντίν είναι ένα βαλκανικό και μικρασιατικό σύμβολο μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις και εκμετάλλευση και με αυτή την έννοια αποτελεί “σημαία” της “λαϊκιστικής” ιστορίας.

Η προσπάθειά σας να ξαναγράψετε την ιστορία “από τα κάτω” είναι και ένα άνοιγμα σε άλλους (άλλοτε υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) Βαλκανικούς λαούς; Ποιοί τομείς της τουρκικής κοινωνίας και υπό ποιές προϋποθέσεις θα ανταποκρίνονταν;

Το κίνημα του Σεΐχη Μπεντρεντίν επιζεί στην Ανατολία, στην πίστη των Αλεβιτών, στις ιδέες των σοσιαλιστών. Γνωρίζω ότι ο Τόρλακ [κλάδος του ετερόδοξου σουφικού τάγματος των Καλεντερίγια] που αποτελούσαν σημαντική συνιστώσα του κινήματος βρίσκονται ακόμη στα Βαλκάνια.

Στις σκοτεινές μέρες που διανύουμε στην Τουρκία ένα τέτοιο φιλμ μπορεί να έχει αναζωογονητικό αποτέλεσμα για τους αντιφρονούντες. Να αποτελέσει δήλωση παρουσίας. Σε κάποια φάση της Ιστορίας, οι χωρικοί συνενώθηκαν ασχέτως θρησκείας, γλώσσας ή φυλής. Αυτοί οι άνθρωποι χωρίζονται σήμερα από σύνορα. Αλλά δεν υπάρχουν τέτοιοι περιορισμοί για τους ανθρώπους της Ανατολίας που υιοθετούν τις ιδέες του Μπεντρεντίν, Ο Θάνος Μικρούτσικος, που έφυγε πέρσι από τη ζωή, μελοποίησε προ ετών το “Έπος του Σεϊχη Μπεντρεντίν” του Ναζίμ Χικμέτ. Κάποιες φωνές ξεπερνούν τα όρια της εποχής τους. Έχουμε κοινή ιστορία και αυτή δεν γράφτηκε σε παλάτια. Την έγραψαν οι λαοί μας μέσα από την αντίστασή τους, τη φτώχεια τους και την αλληλεγγύη τους.

Είναι ο επανορισμός του παρελθόντος και των πολιτισμικών μας αυτο-εικόνων προϋπόθεση για μια πολιτική τομή στην περιοχή; Ή το αντίστροφο;

Δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Η απάντηση δίνεται από όσους ασκούν πολιτική για τον λαό. Αλλά η ταινία αυτή τάσσεται με την πλευρά της δικαιοσύνης σε μια στιγμή που ο κόσμος τείνει για άλλη μία φορά προς μία σκοτεινή δεσποτική περίοδο.

Ίσως μπορώ να δώσω την απάντηση με τον στίχο του Σεφέρη: «Θα αλλάξουμε ζωή».