Η αρχισυντακτική ομάδα του ThePressProject
Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC

Το βράδυ της Τρίτης ο εκπρόσωπος του Β. Σόιμπλε υποστήριξε ότι όσα εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας τινάζουν τη συμφωνία στον αέρα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ανακοίνωσε το πάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους -τα οποία ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε χαρακτηρίσει «εθνική νίκη»- ενώ το απόγευμα της Τετάρτης ο  εκπρόσωπος του Eurogroup οριστικοποίησε την αντίδραση λέγοντας ότι «οι θεσμοί αποφάσισαν ότι οι εξαγγελίες παραβιάζουν τη συμφωνία». Η παραπάνω εξέλιξη θα κρίνει πολυεπίπεδα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Αν ο Αλέξης Τσίπρας καταφέρει να μοιράσει 1 δισ. ευρώ χωρίς να αναγκαστεί να εφαρμόσει αυστηρότερες πολιτικές λιτότητας ή μηχανισμό δημοσιονομικού ελέγχου, τότε, για πρώτη φορά θα μπορεί να υποστηρίζει ότι διαθέτει «παράλληλο πρόγραμμα». Σε κάθε άλλη περίπτωση το εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης που παρουσίασε τον Σεπτέμβριο του 2015 είναι και κλινικά νεκρό.

Η πολίτική λύση όποτε δοκιμάστηκε στο παρελθόν, είχε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα Το Μαξίμου τις τελευταίες ώρες συνιστά ψυχραιμία και αφήνει να διαρρεύσει ότι ο Πρωθυπουργός θα ζητήσει από την καγκελάριο Μέρκελ την απόσυρση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Αυτές οι διαρροές ωστόσο προκαλούν ανησυχία, καθώς η «πολιτική λύση» που αποζητά ο Έλληνας Πρωθυπουργός, όποτε δοκιμάστηκε στο παρελθόν, είχε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Όσες και να είναι οι διαφωνίες Μέρκελ και Σόιμπλε, ουδέποτε διαφάνηκε ότι θα έφταναν σε εσωτερική ρήξη για χάρη της Ελλάδας. Ο Σόιμπλε όταν πέρασε από τη Μπούντεσταγκ το 3ο Μνημόνιο τόνισε ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα, και πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αθετήσει αυτή του την υπόσχεση, δεδομένου ότι βουλευτές των Χριστιανοδημοκρατών θέτουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως απαραίτητη «κόκκινη γραμμή» για τη συνέχιση της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα. Και εκεί οι κόκκινες γραμμές είναι παχιές.

Το Μαξίμου υποβαθμίζει τη σημασία των εγγράφων που ήρθαν την Τετάρτη στο φως της δημοσιότητας σχετικά με τη συμφωνία συμμόρφωσης που αναφέρει τη διατήρηση πλεονασμάτων ύψους 3,5% μέχρι το 2028. Ωστόσο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στις 5 Δεκεμβρίου συνυπέγραψε το ανακοινωθέν του Eurogroup στο οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα η διατήρηση των πλεονασμάτων «για μεσοπρόθεσμο διάστημα». Επομένως έχουμε στη διάθεση μας δύο επίσημα έγγραφα που συνηγορούν στην αποδοχή των υψηλών πλεονασμάτων από την Ελλάδα. Απεναντίας η αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης έχει καταγραφεί μόνο σε συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός της κυβέρνησης -παρόλο που δεν ομολογείται δημόσια- είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρος: Η κυβέρνηση υπενθυμίζει διαρκώς ότι οι προβλέψεις του Ταμείου είναι σταθερά λανθασμένες από το 2010 μέχρι σήμερα και αρνείται να λάβει προκαταβολικά μέτρα για το 2018. Κυβερνητικά στελέχη σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις αναφέρουν ότι εδώ και 7 χρόνια οι πιστωτές υποχρεώνονται στο τέλος να τροποποιήσουν τους στόχους του προγράμματος «όποτε φτάνει ο κόμπος στο χτένι» και αποδίδουν την αδιαλλαξία του Σόιμπλε στις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία το Σεπτέμβριο του ’17. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι δεν υπάρχει λόγος να συρθεί η Ελλάδα στην υιοθέτηση μέτρων για την κάλυψη ενός στόχου που πιθανώς θα αλλάξει προς το τέλος του επόμενου χρόνου.

«η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ δύο ελεφάντων»Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σε πρόσφατη συνέντευξή του είπε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ δύο ελεφάντων» σημειώνοντας την εσωτερική ρήξη μεταξύ Κομισιόν και ΔΝΤ και την εσωτερική διαμάχη που έχει ξεσπάσει στους κόλπους του Ταμείου μεταξύ Τόμσεν και Λαγκάρντ. Η στρατηγική της κυβέρνησης από τη μέρα της διαρροής της συνομιλίας μεταξύ Βελκουλέσκου και Τόμσεν στοχεύει στην προσπάθεια εκμετάλλευσης ακριβώς αυτών των εσωτερικών διαφωνιών, παρόλο που η ιστορία παρέχει συντριπτικά δεδομένα για το ποιος «πλήρωσε το μάρμαρο» σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις. Η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσε να πάρει από τους Ευρωπαίους την υπόσχεση για «όχι άλλα μέτρα μετά το 2018» και ταυτόχρονα από το ΔΝΤ τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους και, αν είναι δυνατόν, τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Η επίσκεψη του Ομπάμα στην Αθήνα, η συνάντηση με τον Πιέρ Μοσκοβισί και η ανοιχτή επιστολή του Αλέξη Τσίπρα στην Κριστίν Λαγκάρντ αποτελούν μέρος αυτής της αμφίβολης στρατηγικής.  Η Ελλάδα έχει άλλωστε δει πρόσφατα το αποτέλεσμα μιας αντίστοιχης τακτικής με την κατάληξη της «δημιουργικής ασάφειας» που πανηγυρίστηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 2015.

Όλα τα παραπάνω διαγράφουν τη ζοφερή εικόνα της δύσκολης θέσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κυβέρνηση. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποδείξει έμπρακτα από πέρυσι το καλοκαίρι τη διάθεση συμμόρφωσης στο 3ο μνημόνιο και άρα οι προεκλογικού τύπου παροχές του, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Τρόικα, αποδεικνύουν ακριβώς το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί. Είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός έχει πλέον διανοηθεί μια ρήξη, αλλά αυτή τη φορά ρήξη σημαίνει προσφυγή στις κάλπες και όχι μετωπική σύγκρουση με τους πιστωτές της χώρας.

Ωστόσο, από εδώ και πέρα υπάρχουν δύο στοιχεία που πρέπει να οπωσδήποτε να επισημανθούν, καθώς θα κρίνουν όχι μόνο το μέλλον του κυβερνητικού συνασπισμού αλλά, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να κρίνουν πολλά περισσότερα.

Ο «κόφτης» που κόβει το πολιτικό κόστος

Στο κοινό ανακοινωθέν της 5ης Δεκεμβρίου γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην επέκταση του «δημοσιονομικού κόφτη» μετά το τέλος του 2018. Επιπλέον, τα σημερινά δημοσιεύματα και οι δηλώσεις του Δημήτρη Παπαδημούλη για «δύσκολο συμβιβασμό» προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται έτοιμη να δεχτεί τη θεσμοθέτηση ενός αόριστου «κόφτη» προκειμένου να μην αναγκαστεί να πάρει μέτρα μέχρι το 2018 και να δεχτούν οι πιστωτές λύση στα εργασιακά που θα περιλαμβάνει ένα είδος κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (και τη μετενέργειά τους). Νιώθουμε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε πόσο ανήθικη και επιβλαβής για τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας θα ήταν μια τέτοια εξέλιξη.

Ένα εξωθεσμικό, μη ελεγχόμενο από τους δημοκρατικούς θεσμούς όργανο θα μπορεί να αποφασίζει οριζόντιες περικοπές σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίαςΟ «δημοσιονομικός κόφτης» προβλέπει ότι ένα εξωθεσμικό, μη ελεγχόμενο από τους δημοκρατικούς θεσμούς όργανο θα μπορεί να αποφασίζει οριζόντιες περικοπές σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας. Με ειδική τροπολογία που πέρασε από την ελληνική Βουλή μετά από απαίτηση των εκπροσώπων της Τρόικας, ο κόφτης δεν μπορεί να ανασταλεί ούτε καν σε περίπτωση θεομηνιών, αν δεν έχει προηγηθεί η έγκριση των θεσμών. Με άλλα λόγια, ένα επιτελείο που ελέγχεται από τους πιστωτές θα μπορεί να αποφασίζει το ύψος των συντάξεων, των μισθών, αλλά και των κοινωνικών παροχών για την υγεία και την παιδεία, χωρίς να χρειάζεται η έγκριση της ελληνικής Βουλής. Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Την μετατροπή της σε απόλυτη αποικία χρέους.

Και αν ο προηγούμενος «κόφτης» δεν διέφερε ως προς την ουσία στη δυνατότητα εφαρμογής του, η περιορισμένη διάρκειά του (μέχρι το 2018) και τα προβλέψιμα δημοσιονομικά στοιχεία μιας διετίας τον καθιστούσαν ουσιαστικά ανενεργό. Ωστόσο η αόριστη επέκταση μετά το 2018 του προσδίδει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, ιδίως επειδή η ίδια η κυβέρνηση έχει επίσημα δηλώσει ότι η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ για 10 χρόνια είναι ουτοπική και αντιαναπτυξιακή.

Η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξει, στην προσπάθεια της να αποφύγει το πολιτικό κόστος της υιοθέτησης νέων μέτρων, να μην υποθηκεύσει μόνιμα τη χώρα και δώσει τη δικαιολογία σε κάθε επόμενο Πρωθυπουργό να παριστάνει τον υποχρεωμένο να τηρήσει τις «εθνικές συμφωνίες».

Για τους πολίτες αυτό σημαίνει σκληρότερη λιτότητα, που θα τοποθετείται νομικά εκτός του πεδίου της πολιτικής. Με άλλα λόγια, δεν είναι ότι δεν θα παρθούν μέτρα. Θα υπάρξουν σκληρότατα μέτρα, τα οποία όμως δεν θα βαρύνουν επικοινωνιακά την κυβέρνηση, που θα μπορεί να νίπτει τας χείρας της ισχυριζόμενη ότι αυτά αποφασίζονται από τον αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης. Για τους πολίτες αυτό σημαίνει σκληρότερη λιτότητα, που θα τοποθετείται νομικά εκτός του πεδίου της πολιτικής. Αυτό που λέμε υποτιμητικά “πολιτικό κόστος” σημαίνει ότι οι πολιτικοί είναι υπόλογοι απέναντι στον λαό και πρέπει να υπολογίζουν τις αντιδράσεις του. Η εμμονή των τεχνοκρατών στο να μη λαμβάνεται υπόψιν το πολιτικό κόστος σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι η διαδικασία αυτή τίθεται εκτός των ορίων της δημοκρατικής διαβούλευσης και απόφασης. Ο μελλοντικός πρωθυπουργός θα έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια του ξέροντας ότι δεν χρειάζεται να υπολογίζει πόσοι βουλευτές θα του φεύγουν σε κάθε ψηφοφορία απάνθρωπων μέτρων εναντίον των πολιτών, διότι τα μέτρα δεν θα περνάνε από τη Βουλή. Η αυτοματοποιημένη, μεταπολιτική λιτότητα είναι το όνειρο κάθε νεοφιλελεύθερου. Λιτότητα η οποία δεν θα διακινδυνεύει την καταψήφισή της, με θεσπισμένη τη μόνιμη δέσμευση της χώρας. Και ποιος θα το κάνει αυτό; Η πρώτη φορά (κάποτε-κάποιοι-νόμιζαν) Αριστερά.

Αυτοί οι υπερεθνικοί σχηματισμοί στους οποίους έχει τώρα αφεθεί η τύχη μας πραγματώνουν το βαθύτερο όνειρο των κυβερνώντων, να απαλλαγούν από τον λαό και την πολιτική, να αποπολιτικοποιήσουν τα πολιτικά ερωτήματα.  Εξάλλου, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όταν ρωτάς τον λαό η απάντησή του είναι απρόβλεπτη. Αντί λοιπόν να εκτεθείς σε αυτούς τους κινδύνους, η καλύτερη λύση είναι να εξασφαλίζεις ότι δεν θα χρειαστεί να ερωτηθεί κανείς. Ότι θα αποφασίζεται μια κι έξω το πολιτικό και οικονομικό μέλλον κάθε λαού, χωρίς δυνατότητα αλλαγής. Αντιλαμβανόμαστε γιατί αυτό είναι ένα ιδεώδες σενάριο για τους δανειστές μας. Αντιλαμβανόμαστε γιατί βολεύει τους κυβερνώντες, ώστε να προσποιούνται ότι εκείνοι δεν φταίνε για τίποτα,  αλλά φταίνε μόνο οι κακοί ξένοι και ο αυτόματος μηχανισμός που μας επέβαλαν. Για ποιο λόγο να το δεχτούν οι πολίτες αυτής της χώρας, όμως, είναι αδύνατο να απαντηθεί. Ίσως από έλλειψη πληροφόρησης.

Το δικαίωμα στην ανοιχτή διαπραγμάτευση

Στο ThePressProject έχουμε αναφερθεί ήδη στην ανάγκη της δημόσιας και ανοιχτής διαπραγμάτευσης, που άλλωστε αποτέλεσε υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα από τις αρχές του 2015. Ωστόσο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σύμφωνα με διαρροή του Μαξίμου, στη συνάντησή της Τρίτης με τη Ντέλια Βελκουλέσκου εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης λέγοντας «η διαπραγμάτευση δεν μπορεί να γίνεται μέσω blogs». Νωρίτερα ο εκπρόσωπος του ESM έλεγε στην καθιερωμένη ενημέρωση των συντακτών «εύχομαι να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πρακτική διεξαγωγής διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών».

Αυτό που δεν μπορεί να γίνει δημόσια είναι ο εκβιασμός, από την πλευρά των δανειστών, και οι υποχωρήσεις, από την πλευρά της κυβέρνησηςΗ διαφάνεια στη διαπραγμάτευση είναι υπόθεση δημοσίου συμφέροντος. Κάθε πολίτης πρέπει ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει τι ζητάνε οι δανειστές από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, τι αυτή αντιπροτείνει και το πώς επιτυγχάνεται κάθε πιθανή συμφωνία. Με απλά λόγια, τι κερδίζουμε και τι χάνουμε. Αν όντως η ελληνική κυβέρνηση κατορθώνει «νίκες» στη διαπραγμάτευση, αν πετυχαίνει «έντιμους» συμβιβασμούς, αν κρατάει τις «κόκκινες γραμμές» της, μία διαπραγμάτευση ανοιχτή προς τους πολίτες θα της προσφέρει τα καλύτερα διαπιστευτήρια. Αν, αντίθετα, η κυβέρνηση υποκύπτει συνεχώς στα αιτήματα των δανειστών για περισσότερη λιτότητα, αν και αυτό το πρόγραμμα αποδεικνύεται ανεφάρμοστο και καταστροφικό, ήρθε η ώρα να αλλάξει στρατηγική.

Η ενημέρωση των πολιτών για το τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του Eurogroup ή του Χίλτον, μόνο θετικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα. Η αντιστροφή της πραγματικότητας μέσω υποσχέσεων, πανηγυρισμών, αλλαγών στη σημασία των λέξεων και ευφημισμών όπως «μεταρρυθμίσεις» και «πρόοδος στις συνομιλίες» δημιουργεί μόνο προβλήματα.

Γνωρίζουμε ότι η ανοιχτή διαπραγμάτευση δεν συμφέρει κανένα από τα δύο μέρη. Σε γενικές γραμμές, αυτό που δεν μπορεί να γίνει δημόσια είναι ο εκβιασμός, από την πλευρά των δανειστών, και οι υποχωρήσεις, από την πλευρά της κυβέρνησης. Αυτά είναι τα δύο πράγματα που κυρίως πρέπει να κρυφτούν από τους πολίτες οι οποίοι βρίσκονται με τη σειρά τους ανάμεσα στους δύο ελέφαντες με τα συμφέροντά τους να βρίσκονται σε δυσαρμονία με τα συμφέροντα των εκπροσώπων τους.

Παρά το ότι το αίτημα για διαφάνεια παραμένει αναλλοίωτο και αναπάντητο, οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν δώσει σαφή εικόνα του πλαισίου στο οποίο κινείται η Ελλάδα. Το πλαίσιο αυτό, το οποίο πολλές φορές έχει χαρακτηριστεί ως «μονόδρομος», έχει πλέον ξεκάθαρα χαρακτηριστικά και «περίοδο ωρίμανσης» μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Περιλαμβάνει διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων (διατήρηση απάνθρωπης λιτότητας), επέκταση του κόφτη (συνταγματοποίηση της λιτότητας) και επιτροπεία για διάστημα που αυτή τη στιγμή οριοθετείται μέχρι και το 2060.

Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στη μακροπρόθεσμη σημασία αυτών που συζητιούνται αυτές τις μέρεςΑν έχουμε δίκιο, και είναι πράγματι αδιανόητο για έναν λαό να επιτρέψει να πληγεί σε τέτοιο βαθμό η πολιτική του ελευθερία και να αντικατασταθεί από έναν μηχανισμό μόνιμης λιτότητας που θα παρακάμπτει τη Βουλή, τότε αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως μέσο είναι να βεβαιωθούμε ότι έχουμε όλοι καταλάβει τι ακριβώς διακυβεύεται αυτή τη στιγμή. Μέσα στον ορυμαγδό της παραπληροφόρησης και της πλαστής αισιοδοξίας ή της κενής μαγκιάς,  το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στη μακροπρόθεσμη σημασία αυτών που συζητιούνται αυτές τις μέρες, και που πάντοτε υποβαθμίζονται ώστε να μη γίνεται αντιληπτό το βάθος της πολιτικής και οικονομικής συντριβής που επιφέρουν. Όπως όταν υπεγράφη το πρώτο μνημόνιο και η επίσημη πολιτική περιγραφή έλεγε ότι πήραμε τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια που έχει δοθεί, έτσι και σήμερα η ουσιώδης διάσταση της αέναης υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ αποκρύπτεται τεχνηέντως.

Ποιον δρόμο αντίστασης (ή υπομονής και εγκαρτέρησης) θα επιλέξει ο καθένας πολιτικά είναι ερώτημα που δεν απαντιέται από μας, υπάρχει πληθώρα σχηματισμών και λύσεων. Αρκεί, από την άποψη της ενημέρωσης, να έχουμε συμφωνήσει ως προς το τι κρίνεται.