«Είσαι σίγουρη ότι θες να πάμε με το λεωφορείο;». Η Ζαουζάν δεν καταλαβαίνει γιατί μπορεί να έχει τέτοιες παραξενιές ένας τουρίστας, γιατί μπορεί να αφήσει τη βολή του και να μην πάρει ιδιωτικό αυτοκίνητο, που ε, ακριβό δεν το λες. Πηγαίνουμε στο σταθμό των λεωφορείων και ρωτάμε τους οδηγούς στα 15θέσια λεωφορειάκια ποιό φεύγει για Μααλούλα. Μας το δείχνουν και δεν το πιστεύουμε, ξαναρωτάμε για να βεβαιωθούμε. Η Ζαουζάν επιμένει: είμαι σίγουρη; Όταν της λέω ότι μου αρέσει κιόλας σκάει στα γέλια, με λέει εκκεντρική. Όμως, αυτό το ταλαίπωρο, 70ς, καθαρό και διατηρημένο κατά το δυνατόν, λεωφορείο, είναι γεμάτο καθημερινούς ανθρώπους. Ανθρώπους που ετοιμάζονται να κάνουν τη διαδρομή ως τη Μααλούλα με το φτηνότερο δυνατό τρόπο, κουβαλώντας μαζί τους ό,τι χρειάζονται οι δικοί τους εκεί. Για να πιάσουμε θέσεις περνάμε πάνω από καφάσια με κουνουπίδια και κολοκύθια, μια μεγάλη κούτα χουρμάδες, άλλη μία με φυστίκια. Δύο φαντάροι, τρεις μεσόκοποι άντρες, ένας 35αρης νεαρός με ωραία αγγλικά, εμείς οι δυό και η Μαρία, στις θέσεις.

Η Μαρία είναι χριστιανή της Μααλούλα. Ελληνορθόδοξοι λέγονται εδώ οι Ορθόδοξοι, γιατί στη Συρία υπάρχει κι η προχαλκηδόνεια ντόπια εκκλησία, κι οι αρμένηδες ουνίτες, κι οι ρωμαιοκαθολικοί… όμως στη Μααλούλα είναι ελληνορθόδοξοι. «Εδώ είναι ο τόπος που αγίασε η Αγία Θέκλα!», λέει, λες κι αυτό τα εξηγεί όλα.

Η Μαρία έχει τέσσερα παιδιά. Κάνουμε τσιγάρο μαζί έξω από το λεωφορείο και μου καμαρώνει, που η μία κόρη τελείωσε ήδη το πολυτεχνείο, πολιτικός μηχανικός!, ο γιός τελειώνει χημικός μηχανικός, οι άλλες δύο κόρες κι αυτές στο πανεπιστήμιο, μία στα τουριστικά επαγγέλματα, η άλλη στο πολυτεχνείο, στα βήματα του αδελφού. Όλοι εδω, στη Δαμασκό. Φύγανε από τη Μααλούλα το 2013, όταν η ISIS κατέστρεψε ολοσχερώς το σπίτι τους. «Όχι, δεν σκεφτήκαμε να φύγουμε από τη Συρία. Πήρα τα παιδιά και ήρθα στη Δαμασκό, να πάνε σχολείο.».  Γι’ αυτό αγαπάει και τον Άσαντ. «Δεν έφυγε ποτέ. Οχι σαν τον άλλο τον Τυνήσιο ή τον Μοράλες. Έμεινε εδώ. Λεφτά είχε. Ομως έμεινε εδώ, μαζί μας. Να βομβαρδίζεται μαζί μας.».

Ο άντρας της δεν έφυγε ποτέ από την Μααλούλα, δημόσιος υπάλληλος, ενοικιαστής πια, να είναι η μόνιμη αγωνία της μέρας που ξημερώνει: αν θα ξημερώσει κι εκείνος, εκεί στον βορρά. Τώρα, εδώ και ένα χρόνο, η Μαρία έχει γυρίσει κοντά του. Ναι, τα αγόρια πάνε όλα στρατό, είναι υποχρεωτικό, η θητεία είναι δυόμισι χρόνια. Αν όμως είναι μοναχογιός της μάνας του, μπορεί να γλιτώσει το στρατό. Αν θέλει. Δε θέλει. Κι ύστερα, «θα ήταν τιμή μου να έρθετε να πιούμε έναν καφέ στο σπίτι μου».

Ο καφές είναι ακριβός. Πολύ πιο ακριβός από το τσάι. Ακόμη και στο ξενοδοχείο, στο πληρωμένο πρωινό, καφέ δεν έχει: αν θες, τον πληρώνεις έξτρα. Μα, θέλει να μας περιποιηθεί, που πάμε στον τόπο της, να μας προσφέρει ό,τι πιο ακριβό έχει.

Συζητάμε περιμένοντας καμιά ώρα. Εμείς για τις δυσκολίες του πολέμου, οι άντρες για το κάθαρμα τον Ερντογάν. Πιάνω το όνομα και ρωτάω. Ούτε εμείς για το Σόιμπλε τις πιο δυνατές μέρες της πλατείας! «Ο Ασαντ τον είχε βοηθήσει πάρα πολλές φορές, ερχόταν εδώ κι όλο ζητούσε.. Δεν έχει μπέσα, τώρα κοιτάει να αρπάξει, ονειρεύεται αυτοκρατορίες…».

Το λεωφορείο δε γεμίζει εύκολα. Δεν υπάρχει ώρα αναχώρησης, τα ξέρω πια – ειδικά για μια περιοχή με πολύ μικρά ποσοστά μετακινούμενων. Ε, κάποια στιγμή θα φύγουμε. Και πάλι, μοιραζόμαστε τη διαφορά των δύο εισιτηρίων που λείπουν, όσοι είμαστε μέσα, και ξεκινάμε. Δεν υπάρχουν ζώνες ούτε απαγορεύσεις. Η Μαρία κάνει το σταυρό της και μετά ανάβει τσιγάρο. Ελληνικό, κέρασμα. Το πετάει έξω από το παράθυρο, ενώ διασχίζουμε τόπους μαρτυρίου.

Ανηφορίζουμε προς τα βόρεια, περνάμε μέσα από τα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας. Μέσα από χιλιόμετρα και χιλιόμετρα κατεστραμμένων κτιρίων. Καθαρισμένα από τα συντρίμμια, που τα περισσότερα έχουν απομακρυνθεί αλλά ακόμη υπάρχουν σωροί εδώ και κει – θυμάμαι εκείνο το οικόπεδο που έπρεπε να καθαριστεί στο Μάτι και σκέφτομαι τι άθλο έχουν πετύχει αυτοί οι άνθρωποι… Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα γκρεμισμένων κτιρίων, συντρίμμια κάτω από τα οποία θάφτηκαν άνθρωποι, πάνω από τα οποία κάποιοι τους αναζήτησαν, κι ίσως και να μη τους βρήκαν ποτέ. Οι χτεσινές κουβέντες για την ανοικοδόμηση αποκτούν νέα σημασία. Ετούτοι οι άνθρωποι, όσοι μου μιλούν, περνούν κάθε μέρα μέσα από τις γειτονιές τους, από ότι άφησε πίσω της η ISIS, οι τρομοκράτες, όπως τους αποκαλούν όλοι, και πολλά από όσα άφησε πίσω δεν είναι ορατά. Τα κουβαλούν οι ίδιοι. Μνήμες φίλων και αδελφών, παιδιών και γειτόνων. Που ήταν κάτω από τα συντρίμμια. Και τώρα, ένα ζευγάρι γέροντες, εκεί, στα ίδια συντρίμμια, μαζεύει χόρτα με τα μαχαιράκια και τις πλαστικές σακκούλες ανά χείρας…

Τα μπλόκα πυκνώνουν όσο πλησιάζουμε στη Μααλούλα, παράλληλα με τα βουνά του Αντιλιβάνου. Ο οδηγός κρατάει όλες τις ταυτότητες και το μόνο διαβατήριο, καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Σε ένα από τα μπλόκα, ο 25χρονος φαντάρος πλησιάζει το παράθυρο του οδηγού, κάτι του ζητάει. Ο οδηγός σκύβει, πιάνει το μπουκάλι νερό που έχει για να πίνει, και το δίνει στο παλληκαρακι. Δύο γουλιές, και το επιστρέφει. Έχει ζέστη, τους τελείωσε το νερό. Αλληλεγγύη και στο μικροβιακό φορτίο. Και πίσω το μπουκάλι – ότι είναι πολύτιμο εκείνη την ώρα για τον ένα, είναι ακριβό για τον άλλο.

Λίγο πριν μπούμε στη Μααλούλα μας δίνει πίσω τα χαρτιά μας. Ακολουθεί ένα ακόμη μπλόκο. Ο μεσήλικας στρατιωτικός που μπαίνει καλημερίζει ονομαστικά όλους, εκτός από μένα και την Ζαουζάν. Ευγενέστατα μας ζητάει ταυτότητες. Τους ξέρει όλους έναν έναν, εκτός από τις ξένες.

Πυροβολημένες προσόψεις κτιρίων, γέροντες καθισμένοι έξω από τα σπίτια τους να ψιλοκουβεντιάζουν, γυναίκες, μουσουλμάνες, με τις μαντήλες τους, να αστειεύονται στο κατώφλι κάποιου από τα σπίτια που αντέξανε. Οι μουσουλμάνοι της Μααλούλα είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Ομιλούντες και αυτοί την αραμαϊκή, «τη γλώσσα του Χριστού!», δεν θεωρούν εαυτούς άραβες, η εθνική τους ταυτότητα παραμένει συριακή. «Είμαστε αρχαίος λαός, είμαστε χιλιάδες χρόνια εδώ». Ζουν όλοι μαζί εκατοντάδες χρόνια εδώ, αδελφωμένοι.

Στον τοίχο, σε μια από τις στάσεις μας, μου μεταφράζουν τα συνθήματα. Πως τα λιοντάρια του γ’ συντάγματος στρατού απελευθέρωσαν τη Μααλούλα, και πως «Η μάχη του Καντες θα ζει για πάντα!». Η μάχη του Καντές! Κάποιος φαντάρος ήξερε πως, το 1274 προ Χριστού εδώ, στα σημερινά σύνορα Λιβάνου και Συρίας, συγκρούστηκαν οι δύο μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής, οι Χετταίοι και οι Αιγύπτιοι, με έξι χιλιάδες άρματα και δεν κατάφερε να νικήσει κανείς τους. Κάποιος φαντάρος θεωρούσε πως, εδώ και πάλι ηττάται η αυτοκρατορία. Σκέφτομαι το σχόλιο περί αυτοκρατορίας που ονειρεύεται ο Ερντογάν – ποιος ξέρει, μπορεί κι εδώ να χρειάζεται πληθυντικός…

Το λεωφορείο σταματάει για να μου δείξουν οι επιβαίνοντες πού ήταν τα σπίτια τους – ό,τι απέμεινε από τα σπίτια τους. Δεν είναι δικό τους αυτό που γράφει «Το σπίτι μου», στα αγγλικά, όμως η φράση αυτή, με μαύρο σπρέι πάνω στα γκρεμίσματα, δεν έχει γραφτεί για να οριοθετήσει…

Από την καλή του την καρδιά, ο οδηγός μας ανεβάζει ως το μοναστήρι, εμάς κι έναν νεαρό άντρα απο το Χαλέπι, τον Βανι, που έχει στα αλήθεια τάμα, τελείωσε την Ιατρική με άριστα, είναι πια χειρουργός, εννιά χρόνια σπουδές, όλος ο πόλεμος, και τώρα έρχεται στην Αγία Θέκλα για προσκύνημα. Περιμένουμε να μας ανοίξουν το ναό οι αδελφές, και μου διηγείται γελώντας πώς μια μέρα, που ξάπλωσε με ανοικτά παράθυρα, πέρασε ένας όλμος μέσα από το παράθυρο και βγήκε από την πόρτα, πως ακόμη κι όταν ο ISIS ήταν 300 μέτρα από το αγαπημένο τους καφενείο, αυτός κι οι φίλοι του συνέχιζαν να πηγαίνουν, για αργιλέ και καφέ. «Κανένα καφενείο δεν έκλεισε στο Χαλέπι, ήταν καιρός που φοβόμασταν να βγούμε από τα σπίτια μας, εκτός αν ήταν να πάμε στο καφενείο», λέει γελώντας. Και διηγείται εφημερίες τις μέρες των βομβαρδισμών «που έμαθα ότι ο άνθρωπος δε χρειάζεται πάνω από δυό ώρες ύπνο τη μέρα.. Ή και τέσσερις-πέντε ανα δυο μέρες»…

Η Ζαουζάν θυμάται πώς έφευγε από το σπίτι «πάντα με λίγα χρήματα, και πάντα θύμιζα στην κόρη μου που έχω τα δολάρια, ώστε αν δεν επιστρέψω, αν σκοτωθώ, να μπορεί να πάει στη θεία της».. Δύο φορές κόντεψε να σκοτωθεί, τη μία όταν έσκασε η οβίδα μέσα στο παζάρι, άρχισαν όλοι να τρέχουν, φοβισμενοι, κι όταν κατάλαβαν, άρχισαν να κοιτάνε να βοηθήσουν τους τραυματίες, να συνεφέρουν όσους λιποθύμησαν. Την πήγε σπίτι της ένας περαστικός, σταμάτησε με το αυτοκίνητο και ρώτησε αν υπάρχει κανείς που να χρειάζεται μεταφορά. «Δε χρειαζόταν να ξέρουμε ο ένας τον άλλο, είμασταν σε αυτό όλοι μαζί».

Μιλάμε για τον ύπνο, το θάνατο και τις οβίδες, περπατάμε ανάμεσα σε κατεστραμμένα κτίρια, και, ένα αυτοκίνητο περνάει δίπλα μας με παράθυρα ανοικτά, τα γνωστά τσιφτετέλια στη διαπασών και οδηγό και συνοδηγό να τραγουδάνε δυνατά. Η Ζαουζάν, που διηγείται την οβίδα στη μέση της αγοράς, σηκώνει αυθόρμητα τα χέρια κι αρχίζει να χορεύει, ώσπου να χαθεί ο ήχος. Η ζωή κι η μνήμη του θανάτου. Το γλέντι και το Memento Mori. Σε όλο του το μεγαλείο.