Η Κύπρος σήμερα βρίσκεται σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της, τα τελευταία χρόνια. Με δύο τα κυριότερα στοιχεία. Πρώτο, αυτό της πρόσφατης εκλογής στα κατεχόμενα του εκλεκτού του Ερντογάν, που  προφανής δουλειά του, στην περίπτωση περαιτέρω κλιμάκωσης των προκλήσεων της Άγκυρας, είναι και η «συγκράτηση» στο μαντρί όσων τουρκοκυπρίων διαφωνούν (κι είναι πολλοί) με τη επιθετική γραμμή και το ψυχροπολεμικό κλίμα που ήδη ταράσσει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Δεύτερο, την επιβεβαιωμένη πληροφορία ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, το Νοέμβριο θα παρουσιάσει ένα νέο, πλήρες σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού. Η Ρωσία, ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι από τις δυνάμεις που έχουν, και στο παρελθόν, σταθεί στο πλευρό της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε όλες τις δύσκολες ώρες, ας θυμίσουμε.

Στα μικρότερα ζητήματα, αλλά ουσιώδη, ας προστεθεί και η επικείμενη και σημαίνουσα επίσκεψης του Σεργκέι Λαυρώφ στην Ελλάδα, τη Δευτέρα – επίσκεψη στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν η κυβέρνηση της Αθήνας που αποφάσισε να γίνουν μόνο δηλώσεις, αποκλείοντας μια συνέντευξη Τύπου, και στερώντας από τους δημοσιογράφους, και άρα την κοινή γνώμη, το δικαίωμα να αποκτήσουν βαθύτερη γνώση για τη Ρωσική εκδοχή όσων θα συζητηθούν αλλά και γενικότερα όσων αφορούν την περιοχή.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ήταν που ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, χθες, δύο ημέρες πριν την επίσκεψη Λαυρώφ, προέβη σε μια κίνηση μειοδοσίας, που μιλάει μόνη της. Αποφάσισε, παρά την αντίθετη και εκφρασμένη δημόσια γνώμη της Ιεράς Συνόδου του νησιού και την, επίσης αντίθετη αλλά ιδιωτικώς εκφρασμένη, αντίθεση της Κυπριακής κυβέρνησης, να προχωρήσει σε εκκλησιαστικό πραξικόπημα με βαριές πολιτικές προεκτάσεις, και να μνημονεύσει τον σχισματικό και περικυκλωμένο από ναζί Επιφάνιο, ως προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αναφορά, λοιπόν, στο σχισματικό Ουκρανό, του οποίου οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι γνωστές και βαθιές. Και όλα αυτά ενώ ως χθες ο ίδιος ο Κύπρου διατράνωνε την ουδετερότητα του στο συγκεκριμένο θέμα, όπως άλλωστε ήταν και η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του νησιού, που δε θέλησε να ακολουθήσει στην κατρακύλα το Φανάρι και την Αθήνα. Στην δημοκρατική παράδοση των Ιερών Συνόδων, ο Χρυσόστομος θεωρείται πρώτος μεταξύ ίσων, ο ρόλος του δεν είναι του κυρίου «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», όσο και αν τον επέλεξε.

Μιλώ πιο πάνω για δημόσια και εκφρασμένη αντίθεση της Ιεράς Συνόδου, διότι στην πιο πρόσφατη συνεδρίασή της, ο Χρυσόστομος έθεσε το θέμα, για να εισπράξει όχι μόνο την άρνηση των λοιπών Ιεραρχών αλλά και υπόγειες, γνωστές όμως και μη διαψευσμένες, πιέσεις να μην προχωρήσει, από την Κυπριακή Προεδρία. Απέσυρε τότε την πρόταση του. Για να επανέλθει πραξικοπηματικά, το Σάββατο. «Έπρεπε να πάρω θέση, αν και η Σύνοδος διαφωνούσε», είπε. Αυτό το «έπρεπε» από που προέρχεται, άραγε; Γιατί «έπρεπε» τώρα και με όσα προκαλεί η απόφαση του;

Το πόσο σοβαρό είναι το θέμα του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου για τη Ρωσική Εκκλησία είναι γνωστό.  Διέκοψε γι’ αυτό την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, μετά την αμερικανοκίνητη ενέργεια του Φαναριού, που πλέον κάνει ότι του λέει η CIA, συμπαρασύροντας και την Εκκλησία της Ελλάδος, που μπορεί να μην έχει να πει τίποτε για τους υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής στους κόλπους της, αλλά έχει κάνει ότι μπορεί για την νομιμοποίηση του Επιφάνιου και των νεοναζί του στην Ουκρανία.

Το πόσο σημαντική είναι η Ουκρανία στους Αμερικάνικους σχεδιασμούς και πόσα ήδη έχουν κάνει για να παραδώσουν σε ακροδεξιά, έως και ναζιστικά, χέρια τη χώρα και την εκκλησία της, επίσης. Το γεγονός λοιπόν, ότι, στην παρούσα συγκυρία, ο Κύπρου Χρυσόστομος αποφασίζει να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, με καθαρά αντιρωσικό χαρακτήρα και, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια κατόπιν, ενέργεια που δεν έχει ως στόχο «το καλό της Εκκλησίας της Κύπρου», στην οποία ηγείται, αλλά «το καλό της Ορθοδοξίας» (αλά Πάιατ;) , μόνο ως πολιτική ενέργεια, καθ’ υπόδειξιν των ΗΠΑ, μπορεί να ερμηνευθεί. Που προκαλεί μόνον ζημιές πολυεπίπεδες και δεν έχει κανένα θετικό για την ίδια την Κύπρο.

Η άμεση απάντηση των τεσσάρων (Μητροπολίτες Λεμεσού Αθανάσιος, Κύκκου Νικηφόρος, Ταμασού Ησαΐας και επίσκοπος Αμαθούντος Νικόλαος) δείχνει ακριβώς αυτό και εκφράζει πολλαπλά την αγωνία τους, «την έντονη αντίδρασή τους, την πολλή τους ανησυχία και την βαθύτατη θλίψη τους για την απερίσκεπτη και αντικανονική πράξη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου…». Ναι, αντικανονική σημαίνει πραξικοπηματική.

Στην επιστολή των τεσσάρων αναφέρεται, αναλυτικά και συγκεκριμένα ό,τι (τα μπολντ δικά μου):

«…Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Ἐπιφανίου ὡς Προκαθημένου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία καί ἐγένετο προσφάτως (9 Σεπτεμβρίου 2020), ἔχει προκαλέσει τριγμούς στήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μέχρι σήμερα μόνο ἡ Ἐκκλησία Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, γιά λόγους πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος, τόν ἔχουν ἀναγνωρίσει. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τηροῦν στάση ἀρνητική ἐπί τοῦ θέματος. [Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι, κατά τή χειροτονία τοῦ ὑπό ἀναφορά Ἐπιφανίου, οὐδείς Ἐκπρόσωπος τῶν κατά τόπους Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν παρευρέθηκε, μέ ὅ,τι αὐτό μπορεῖ νά σημαίνει.]

Ὁ ὑπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἀνακηρυχθείς ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας οὐδόλως τυγχάνει κανονικά χειροτονημένος καί τοῦτο, γιατί προέρχεται ἀπό σχισματικές ὁμάδες τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐἀν, ὄντως, ἤθελε ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά ἀκολουθήσει τή νομοκανονική τάξη χορήγησης Αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, τότε ἔπρεπε νά ἀποταθεῖ στόν κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου κ. Ὀνούφριο, καί ἐπί τούτου νά ἔχει καί τή σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στό ὁποῖο ὑπάγεται, ὅπως καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Προκαθημένων.

Ἡ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στίς σχισματικές δομές τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἐνέργεια αὐθαίρετη, ἀντικανονική καί ἀντιεκκλησιαστική, ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀνήκει στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί συνιστᾶ, ὅπως προαναφέραμε, ἐπέμβαση στή δικαιοδοσία τοῦ ἐν λόγῳ Πατριαρχείου. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἡ Ἐκκλησία Ρωσίας, ἀντιδρώντας, δικαιολογημένα ἔχει διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως καί μέ τίς Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καί Ἀλεξανδρείας. ….

Ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου νά μνημονεύσει ὡς Προκαθήμενο τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας τόν Ἐπιφάνιο ἔρχεται νά ἐπιβαρύνει ἀκόμη περισσότερο τήν τεταμένη κατάσταση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, νά ἐνισχύσει τό ἐπαπειλούμενο σχίσμα στήν Οἰκουμενική Ὀρθοδοξία καί νά ἐντάξει σ᾽ αὐτό τό κλίμα, ἀπερίσκεπτα, καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου…

Ὀφείλομε, τέλος, νά τονίσομε καί το ἄκαιρο τῆς Πράξης τοῦ Προκαθημένου μας, ἐν ὄψει, μάλιστα, καί τῶν κρισίμων καιρῶν, τούς ὁποίους διερχόμαστε, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στό ἐθνικό μας θέμα, ἀλλά καί τίς ἀπειλητικές ἐνέργειες στίς ὁποῖες προβαίνει ἡ Τουρκική ἐπεκτατική βουλιμία, ἀπειλώντας μέ συρρίκνωση τοῦ ἔθνους μας…».-