Η συζήτηση που συνοδεύει την επέτειο του Πολυτεχνείου ανακυκλώνει μερικές σκέψεις που αξίζει να ανασκευαστούν, και άλλες που δεν αξίζει. Στην κατηγορία των σκέψεων που δεν αξίζει να ανασκευαστούν τοποθετώ τις απαξιωτικές κρίσεις που επιφυλάσσει η άκρα δεξιά για το γεγονός, κρίσεις αναμενόμενες, εφόσον προέρχονται από νοσταλγούς της επταετίας. Προσπερνώ το θέμα των νεκρών λοιπόν και στέκομαι σε δύο σημεία πιο πολύπλοκα.
Το πρώτο είναι το επιχείρημα πως πρόκειται για αντίσταση που δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτική της στάσης των Ελλήνων απέναντι στη χούντα, που ήταν μια στάση πλαδαρή και παθητική, για την οποία μας ξελάσπωσαν τελικά λίγοι. Ναι, η στάση αυτή δεν αποτυπώνει το ήθος του ελληνικού λαού εν γένει, γι’ αυτό και τη γιορτάζουμε. Γιατί στις γιορτές θέλουμε να θυμόμαστε τις εξαιρέσεις. Όπως για παράδειγμα γιορτάζουμε το έπος του ’40 ή την επανάσταση του ’21, διαλέγοντας κι εκεί κάθε φορά αυτό που θεωρούμε πως μας δοξάζει, και όχι την αλήθεια της πλειοψηφίας, που θα μας εμφανίζει πάντα μικρούς και νικημένους: να σφαζόμαστε σε εμφύλιους πολέμους, οι οπλαρχηγοί μας να συναλλάσσονται και να δειλιάζουν ή, το συνηθέστερο, απλώς να ζούμε, να μην κάνουμε τίποτα. Αυτό είναι το νόημα μιας γιορτής, κάθε γιορτής: Κάθε επέτειος έχει μια πλευρά μυθοποιητική, που σημαίνει ότι διαχειρίζεται τη συλλογική μνήμη ανάγοντας μια στιγμή της ιστορίας σε ιδανικό εαυτό. Η στατιστική αλήθεια της περιόδου είναι πως υπήρχε μια διαβάθμιση που ξεκινούσε από τους (λίγους) αγωνιστές, περνούσε στους (πάρα πολλούς) φιλήσυχους πολίτες, προχωρούσε στους χαφιέδες, τους συμπορευόμενους, και έφτανε ως τους βασανιστές και πραξικοπηματίες. Το μεγαλείο της ανθρώπινης πράξης όμως δεν το αποκαλύπτει ποτέ η στατιστική, το αποκαλύπτει η ηρωική εξαίρεση, η πράξη που απαιτεί κότσια που δεν διαθέτουμε όλοι μας. Η καθημερινότητα μάς θέλει όλους με πιτζάμες και παντόφλες, η ρουτίνα είναι μια μορφή ανυπαρξίας. Το νόημα των πραγμάτων αναδύεται αντιθέτως στις ρωγμές της πραγματικότητας.
Έρχομαι στη διαβόητη σήμερα «γενιά του Πολυτεχνείου», δηλαδή στην ιδεολογική χρήση αυτής της αφήγησης από μια γενιά που συμβόλισε τη σταδιακή ενσωμάτωση και τελικά την εξαχρείωση κάποιων επιφανών πολιτικών που είτε συμμετείχαν είτε προσποιήθηκαν ότι συμμετείχαν στην αντίσταση κατά της χούντας. Εκεί τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, τουλάχιστον για μένα. Κατ’ αρχάς η αντίσταση στη Χούντα σήμαινε για κάποιους εξορία, βασανιστήρια και θάνατο. Θα είναι κρίμα να τα σβήσουν όλα αυτά ο Τζουμάκας, ο Λαλιώτης και η Δαμανάκη.
Εις ό,τι αφορά τους ανθρώπους που όντως υπέφεραν και επέζησαν: Στη Γαλλία κυκλοφόρησε το 1952 ένα τολμηρό κείμενο γραμμένο από τον Ζαν Πωλάν, Γάλλο εκδότη, διανοούμενο και φημισμένο αντιστασιακό, με τίτλο Επιστολή στους ηγέτες της αντίστασης (εκδ. ASTRA, μτφρ. Κ.Π. Παπαδιαμάντη). Εν ολίγοις το επιχείρημά του, προκλητικό τότε όσο και σήμερα, ήταν ότι το γεγονός πως κάποιος βρέθηκε μια φορά στη σωστή όχθη δεν του δίνει το δικαίωμα να κρατά μια ζωή την παντιέρα του αντιστασιακού, του αγνού ανθρώπου που έχει κερδίσει τη σωτηρία του. Αυτός που αντιστάθηκε, υποστηρίζει, είτε θεωρεί πως η πράξη του δικαιώθηκε, οπότε απολαμβάνει ήσυχα τις χαρές της δημοκρατίας, είτε θεωρεί πως πρόκειται για αγώνα που συνεχίζεται, οπότε θα κριθεί αυτοτελώς για τη στάση που κρατά σε κάθε δεδομένη περίσταση. Δικαίωση ισόβια, με βάση το παρελθόν, υπάρχει μόνο στην αγιογραφία και στην προπαγάνδα. Η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της σύγκρουσης παρελθόντος και παρόντος της Αριστεράς ήταν η μπλαζέ αντιμετώπιση της εξέγερσης του Δεκέμβρη από ένα κομμάτι της εφησυχασμένης ιστορικής Αριστεράς, που έμελλε να διαγράψει μια διαδρομή που οδήγησε μέχρι το όνειδος της υποστήριξης του τρίτου μνημονίου.
Η λειτουργία της επετείου του Πολυτεχνείου για μένα είναι να μας φέρνει σε επαφή με ανθρώπους που ενσάρκωσαν αυτό το θάρρος που θα θέλαμε κι εμείς να αποδειχτεί ότι το ’χουμε μέσα μας, την κρίσιμη ώρα – να τους μοιάσουμε και να φανούμε αντάξιοι. Η ηρωική παιδεία είχε από τις απαρχές της αυτόν τον σκοπό: να βλέπουμε τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν το λέει η περδικούλα του, να το θαυμάζουμε και να το μιμούμαστε. Αυτό όμως πάντα χρειάζεται μετάφραση στα καθ’ ημάς. Αν την εποχή της χούντας το θάρρος της αντίστασης σήμαινε ότι διακινδύνευε κανείς τα βασανιστήρια και τον θάνατο, την εποχή της ξυπασιάς ο πήχης είχε πέσει: απαιτούσε αντίσταση στην Κλαδική, στο εύκολο χρήμα, στην ανοησία της lifestyle ανεμελιάς: ήταν δηλαδή μια αντίσταση με κόστος κυρίως τον αποκλεισμό από την τρυφή, όχι τον θάνατο. Οι συνέπειες δεν απειλούσαν τη σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία του ανθρώπου που δεν παρασυρόταν.
Σήμερα; Ας δούμε τι χρειάζεται θάρρος στις μέρες μας. Πρώτον, η έμπρακτη εναντίωση στον φασισμό: αν δει κανείς να χτυπούν έναν μετανάστη δέκα γομάρια μαζί, θα χρειαστεί να ανακαλύψει αν το λέει η καρδιά του να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει, ή όχι. Όσο για την έκφραση γνώμης, υπάρχει ακόμα μια σχετική ελευθερία. Φαντάζομαι θα συμφωνούμε ότι το να μιλάει κανείς κατά των μνημονίων δεν απαιτεί ιδιαίτερα κότσια, το κάνουν σχεδόν οι πάντες, ενίοτε και αυτοί που τα ψηφίζουν. Αν διαβάζω σωστά την εποχή μας, πάντως, οι πιέσεις στον «γέροντα Παστίτσιο», τον Βαξεβάνη, τους συντελεστές της παράστασης Corpus Christi κα, δείχνουν ότι σιγά σιγά μπορεί και πάλι να γίνει κατόρθωμα να λέει κανείς τη γνώμη του, να χρειαστεί δηλαδή παρρησία που ξεπερνά το απλό ξεβόλεμα. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, σε κάθε εποχή να ξαναοριστεί τι είναι αυτό που απαιτεί θάρρος. Εύχομαι να μην ξαναζήσουμε καταστάσεις που απαιτούν να γίνουν οι πολίτες ήρωες, για να τα βγάλουν πέρα με αξιοπρέπεια.