του Βαγγέλη Γεωργίου
«Εάν κανείς δεν έχει την δύναμη να επιβάλλει το δίκαιό του τότε καλά πράττει και το προβάλλει, αλλά εάν δεν έχει ούτε στρατό, ούτε συμμαχίες, αποτελεί παραφροσύνη να πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει τον σκοπό του χωρίς άλλο μέσον παρά μια δίκαιη υπόθεση αναχείρας» έγραφε ο Νικολό Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα».
Ανέκαθεν –ή τουλάχιστον μετά το 1974- στις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού η αδύναμη πλευρά ήταν η ελληνική/ελληνοκυπριακή. Την παράνομη κατοχή στην Κύπρο όλοι την παραδέχονται ως παράνομη αλλά κανείς δεν μπορεί να την τερματίσει. Η ελληνική πλευρά προτάσσει δύο «χαρτιά». Σε επίπεδο ασφάλειας είναι η επιμονή της στην άρση του καθεστώτος των εγγυήσεων. Οι συζητήσεις στο Μόντ Πελεράν της Ελβετίας φαίνεται πως έφτασαν σε ένα κρίσιμο στάδιο λόγω του εδαφικού-προσφυγικού, δηλαδή πόσοι Έλληνες θα επιστρέψουν στα κατεχόμενα εδάφη. Κοντολογίς δεν τα βρήκαν στα νούμερα. Προφανώς αποτελεί μια πρόφαση –εκ μέρους τουρκοκυπρίων- ένα τέτοιο ζήτημα, καθότι αυτό που πραγματικά «καίει» την ισχυρή τουρκική πλευρά είναι η διατήρηση του καθεστώτος των εγγυήσεων. Αν δεν το δεχτεί αυτό η τουρκική πλευρά δεν θα υπάρξει λύση, δηλώνει ρητά η ελληνική κυβέρνηση.
Σε πολιτικό επίπεδο είναι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε η οποία φαινομενικά της προσδίδει μια πιο βελτιωμένη πολιτική θέση. Πολλά ΜΜΕ έχουν ασχοληθεί με τις λεπτομέρειες της συζήτησης. Μιλώντας με Έλληνες ειδικούς καταγράφουμε εδώ τη στάση της Ελλάδας στο ζήτημα των εγγυήσεων και το ρόλο της ΕΕ στην επίλυση του Κυπριακού. Η ύπαρξη του καθεστώτος των εγγυήσεων και η αδυναμία των Ευρωπαίων να απελευθερώσουν ένα κράτος-μέλος τους από την κατοχή δεν αφήνουν περιθώρια επίλυσης.
Ανατρέποντας την αρχική «αισιοδοξία»
Το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου επιτεύχθηκε, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, αξιόλογη πρόοδος στις συνομιλίες (εδαφικά κτλ.) ενώ τότε ο κ. Αναστασιάδης έκανε λόγο για τη σημαντικότερη συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών που πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Καθώς φαίνεται, «Το τελευταίο διάστημα, οι διαπραγματεύσεις έχουν ενταντικοποιηθεί και φαίνεται να υπάρχουν αρκετές συγκλίσεις, συμπεριλαμβανομένου του εδαφικού» λέει στο ΤΡΡ ο Λέκτορας στη Διεθνή και Ευρωπαϊκή Πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, κ.Γιώργος Κύρης. «Αυτό οφείλεται κυρίως στους δύο ηγέτες, που έχουν δείξει θάρρος και θέληση για επίλυση- ο καθένας στην κοινότητα του, είναι από τους πιο διαλλακτικούς παράγοντες διαχρονικά. Η αισιοδοξία που υπήρξε ως τότε είναι δικαιολογημένη εάν πάρουμε υπόψη μας την προσπάθεια που έχουν καταβάλει και τη θέληση που έχουν επιδείξει οι 2 ηγέτες».
Αυτή η αισιοδοξία όμως ανατράπηκε μετά το Μόντ Πελεράν 2, όπως φαίνεται και σε δημοσκόπηση του IMR/Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Μιλώντας στο ΤΡΡ ο Συνεργάτης Λέκτορας Σπουδών Διπλωματίας & Ασφάλειας, στο Πανεπιστήμιο UCLan Cyprus, Δρ. Ζήνων Τζιάρρας, δηλώνει ότι «Υπάρχει σχετική αύξηση στα αισθήματα απαισιοδοξίας και στις δύο πλευρές. Πέρα από τη μηδενιστική κριτική των εθνικιστικών δυνάμεων κατά του Μ. Ακιντζί, πρέπει να πούμε ότι στον τουρκοκυπριακό Τύπο κάποιοι γνωστοί αρθρογράφοι έχουν επιρρίψει ευθύνες τόσο στον Τουρκοκύπριο ηγέτη όσο και στην Τουρκία για το αδιέξοδο. Παραδόξως αυτό αντανακλά και την κριτική που δέχεται ο πρόεδρος και η Ελλάδα από κάποιους στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Θα λέγαμε δηλαδή ότι το παραδοσιακό μοτίβο επίρριψης ευθυνών έχει κάπως διαφοροποιηθεί -χωρίς να μιλάω για ραγδαία αλλαγή – φαίνεται να εξασκείται αυξημένη πίεση από μέρη των δύο κοινοτήτων προς τις ηγεσίες για την αναζωπύρωση της διαδικασίας».
Βοηθητική η στάση της ελληνικής κυβέρνησης
Δεδομένης της άμεσης εξάρτησης του Ακιντζί από την Τουρκία του Ερντογάν και των χειρισμών της ελληνικής διπλωματίας στο Κυπριακό, τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή, ο Ζήνων Τζιάρρας μεταφέρει μια θετική εικόνα από την Κύπρο για τους χειρισμούς της Ελλάδας, λέγοντας πως «υπάρχει η αντίληψη ότι η Ελλάδα διατηρεί μια υποστηρικτική στάση ως προς τη διαπραγματευτική διαδικασία και την ακολουθούμενη πορεία της Λευκωσίας. Πέραν αυτού, υπάρχει η άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει σημαντικό διπλωματικό παράγοντα κυρίως στις συζητήσεις για το κεφάλαιο Ασφάλεια-Εγγυήσεις και την επίτευξη μιας όσο το δυνατόν πιο θετικής έκβασης για τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, παρ' όλο που είναι αντιληπτό ότι η δυσμενής πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας μπορεί να δυσχεράνει το έργο της. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν και κάποιοι κύκλοι που φοβούνται ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ μπορεί να διατηρήσει μια σκληρή στάση στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις στο θέμα των εγγυήσεων, επιμένοντας σε αιτήματα όπως π.χ. μια απόφαση για αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων πριν την πολυμερή συνάντηση, τα οποία θα θέσουν εμπόδια στην διαπραγματευτική διαδικασία».
Ενώ μόλις το 15% της κυπριακής γνώμης κρίνει αρνητικά την ελληνική στάση, ο Δρ.Τζιάρρας παρατηρεί πως υπάρχει σημαντική διαφορά απόψεων στο δημόσιο διάλογο για το κατά πόσο η ελληνική παρέμβαση έπαιξε θετικό ρόλο ή όχι, καθότι κάποιοι θεωρούν ότι η στάση της Αθήνας – έστω λόγω Κοτζιά – ήταν μάλλον μαξιμαλιστική δίνοντας έτσι πρόσχημα στην Άγκυρα για ανατροπή του διπλωματικού ισοζυγίου υπέρ της. «Πάντως η κυβέρνηση – εξαιρουμένου θα έλεγα του κύπριου υπουργού Εξωτερικών, Ι. Κασουλίδη, που έκανε κάποιες καυστικές δηλώσεις πρόσφατα – παρουσιάζει την ελληνική στάση ως βοηθητική και θετική» υπογραμμίζει ο Δρ. Τζιάρρας.
Σύστημα εγγυήσεων: το δικαιολογημένο ανάθεμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Τι είναι όμως το σύστημα των εγγυήσεων, τις οποίες σκοπεύει να καταργήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική; Όταν λοιπόν λέμε για σύστημα εγγυήσεων εννοούμε πως η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία διατηρούν το δικαίωμα να εγγυηθούν την ασφάλεια και ακεραιότητα της Κύπρου. Μιλώντας στο ΤΡΡ ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Χριστόφορος Γιαλλουρίδης, υπογραμμίζει πως οι Έλληνες ορθώς απορρίπτουν τις εγγυήσεις στη βάση ότι «ένα ανεξάρτητο κράτος κακώς επιζητεί εγγυήσεις για την υπεράσπιση της ακεραιότητάς του. Πρέπει το ίδιο το κράτος σε συνεργασία με Διεθνείς Φορείς όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ να υπερασπίζεται την πολιτική του, το κράτος και την πολιτεία του. Αυτό είναι κάτι μοναδικό διεθνώς, να εγγυούνται κάποιοι την ύπαρξή σου. Και μάλιστα κάποιοι οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το δεδομένο για να καταλάβουν τη χώρα σου. Είναι ανήκουστο να ζητούν εκείνοι που καταχράστηκαν των εγγυήσεων να επιστρέψουν οι εγγυήσεις».
Κανείς δεν ξεχνά τις καλοκαιρινές εικόνες του 1974 που σε πρώτη φάση είχε επέμβει η ελληνική κυβέρνηση, όντας εγγυήτρια δύναμη, στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας για να ανατρέψει τον Μακάριο. Η Αθήνα ωστόσο τότε, λέει ο κ. Γιαλλουρίδης, «έκανε ένα πραξικόπημα το οποίο κακώς έγινε, η κατάσταση όμως της νομιμότητας στη Κύπρο επέστρεψε 3 μέρες μετά». Η Τουρκία λοιπόν, ως εγγυήτρια δύναμη καλώς παρενέβη και οι Κύπριοι θα ήταν ευγνώμονες για την παρέμβαση της Τουρκίας. Αντί όμως η Τουρκία να αποχωρήσει όχι μόνο έκανε παρέμβαση αλλά έκανε εισβολή και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κύπρου, δεν είναι παρέμβαση αυτό. Έκανε πολεμικές ενέργειες εναντίον συμμαχικού κράτους όπως η Κύπρος. Οι εγγυήσεις υπάρχουν για να παρέμβει, για να αποκατασταθεί η έννομος τάξη, όχι για να καταλάβει την Κύπρο. Η Τουρκία χρησιμοποίησε τις εγγυήσεις για να ενεργοποιήσει ένα σχέδιο από την δεκαετία του 1950 για να καταλάβει την Κύπρο. Αυτό είναι ένα σχέδιο παλιό».
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, κ. Νίκος Κοτζιάς, είπε σε συνέντευξή του πως, «Εγγυήσεις και παρεμβατικά δικαιώματα μετά το 1960 δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο, είναι κατάλοιπα της αποικιοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν ένα τρίτο κράτος, όπως η Τουρκία να κατέχει τμήματα και εδάφη της ΕΕ». Τελικά όμως ποιος είναι ο ρόλος της τελευταίας;
Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ δεν βοήθησε στην επίλυση του Κυπριακού
Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο ότι την εντάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ την 1/1/2004 ακολούθησε ένα εντυπωσιακό «ΟΧΙ» στο Σχέδιο Ανάν το Μάρτιο του ίδιου έτους. «Τότε πολλοί στις Βρυξέλλες ένιωσαν ξεγελασμένοι» λέει ο κ. Κύρης. Έκτοτε η ΕΕ είναι «όμηρος της αλλόκοτης ένταξης μιας διαιρεμένης Κύπρου. Από τη στιγμή που η ΕΕ περιλαμβάνει και την υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση Κυπριακή δημοκρατία, ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε η Τουρκία τη θεωρούν ως αμερόληπτη στο Κυπριακό και άρα η δυνατότητα της να παρακινήσει σε λύση ή όχι, έχει υπονομευθεί. Από την άλλη, οι Ελληνοκύπριοι έχουν καταφέρει να μπλοκάρουν ή να κωλυσιεργήσουν το ρόλο της ΕΕ στη βόρεια Κύπρο, π.χ. την πρόταση της Επιτροπής για εμπόριο μεταξύ ΕΕ-Τουρκοκυπρίων. Αυτό όχι μόνο έχει δυσσαρεστήσει τους Τουρκοκύπριους, αλλά δεν έχει επιτρέψει και την ανάπτυξή τους, που θα βοηθήσει στην υλοποίηση μιας ομαλής επανένωσης στο μακρύτερο μέλλον». Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακάμπτει αυτά τα δικαιολογημένα προσκόμματα που θέτουν οι Ελληνοκύπριοι, εγκρίνοντας χρηματοδοτικά προγράμματα προς τους Τουρκοκύπριους, με πιο πρόσφατο το πακέτο βοήθειας 33 εκ. ευρώ.
Η Κομισιόν αναφέρει ότι βοηθάει την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα για να την φέρει πιο κοντά στην ΕΕ και να την προετοιμάσει για την επανένωση. Ο κ. Χριστόφορος Γιαλλουρίδης όμως, αμφισβητεί αυτή την πρακτική της ΕΕ, υπενθυμίζοντας πως δεν πρόκειται για τουρκοκυπριακή κοινότητα αλλά για παράνομο καθεστώς της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Αν και δεν τίθεται θέμα αναγνώρισης της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, αυτό που κάνει η Κομισιόν είναι λάθος, σύμφωνα με τον κ. Γιαλλουρίδη, «διότι πρόκειται για παράνομο χώρο, παράνομη παρουσία της Τουρκίας εκεί σε αντίθεση με την Κυπριακή Δημοκρατία».
Παρ' όλα αυτά η Τουρκία, όπως έχει σημειώσει ο Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών, Δρ. Χρήστος Ιακώβου, διαμαρτύρεται μονίμως «τα τελευταία χρόνια, για την άδικη πολιτικά και οικονομικά μεταχείριση των Τουρκοκυπρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι διαμαρτυρίες γίνονται την ίδια στιγμή που το Τουρκικό κράτος αρνείται, ακόμη και μέσα στα πλαίσια της ενταξιακής πορείας, να παραχωρήσει τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα σε ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού, τους Κούρδους, οι οποίοι είναι επίσης μουσουλμάνοι».
Ενώ λοιπόν οι Τουρκοκύπριοι διαμαρτύρονται για την στάση της ΕΕ απέναντι τους, η δε «ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δεν έχει βοηθήσει την επίλυση» σημειώνει ο κ. Γιώργος Κύρης. «Το γεγονός πως οι Τουρκοκύπριοι έμειναν εκτός ΕΕ παρ' ότι υποστήριξαν το Σχέδιον Ανάν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι που το κατεψήφισαν έγιναν δεκτοί στην ΕΕ έχει δημιουργήσει δυσαρέσκεια τόσο στους Τουρκοκύπριους όσο και στην Τουρκία, που, κατά καιρούς, έχουν επιδείξει μια πιο αδιάλλακτη στάση. Από την άλλη, βέβαια, η ΕΕ συνεχίζει να παραμένει ένα 'όνειρο' των Τουρκοκυπρίων που μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο μέσα από μια λύση και αυτό συνεχίζει να τους δίνει κίνητρα για συμφωνία. Βέβαια, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα, είναι οι Ελληνοκύπριοι που τους λείπουν κίνητρα ή που είναι πιο σκεπτικοί με τη λύση παρά οι Τουρκοκύπριοι- κάτι που πήρε αρκετό καιρό στη διεθνή κοινότητα για να το καταλάβει».
Όπως αναφέρει και ο Δρ. Ζήνων Τζιάρας, «Η τουρκοκυπριακή κοινότητα παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Βέβαια, όπως και στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, έτσι και στην τουρκοκυπριακή, υπάρχουν διάφορες και διαφορετικές απόψεις. Αφενός οι εθνικιστικές δυνάμεις είναι καχύποπτες και απαισιόδοξες για το αποτέλεσμα των συνομιλιών ενώ έχουν στο παρελθόν κατηγορήσει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί, για υποχωρητικότητα. Αφετέρου υπάρχουν οι πιο δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις που στηρίζουν τη λύση του Κυπριακού και θα ήθελαν να φτάσει η διαδικασία σε μια συμφωνία».
Βέβαια οι εξελίξεις στην Τουρκία επηρεάζουν καταλυτικά τη στάση των Τουρκοκυπρίων. Ο κ. Τσιάρας, που πρόσφατα ήταν στην Ελλάδα με τον κ. Νίκο Μούδουρο για την παρουσίαση του συλλογικού του βιβλίου «Η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ιδεολογικές όψεις Εξωτερικής Πολιτικής», υποστηρίζει πως η επιτάχυνση στο μετασχηματισμό του πολιτεύματος στην Τουρκία σε δικτατορία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος την 15η Ιουλίου έχει αντίκτυπο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία νιώθει την τουρκική επιρροή να βαθαίνει. «Η δε επιδείνωση των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων, σε συνάρτηση με τα προαναφερθέντα, παραπέμπει σε σημαντικά μειωμένες προοπτικές ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, η λύση του Κυπριακού προκύπτει ως υπαρξιακή ανάγκη για πολλούς Τουρκοκύπριους» λέει χαρακτηριστικά.
Δε θα υπάρξει λύση, μια χαρά κράτος έχουμε
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Θάνος Ντόκος, πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, έγραφε ότι, «Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχει μεταβληθεί εις το ελάχιστον η τουρκική στρατηγική αντίληψη περί Κύπρου [μετά την εποχή Νταβούτογλου] σύμφωνα με την οποία, λόγω της υψηλής γεωστρατηγικής αξίας της Κύπρου, για την Τουρκία θα έπρεπε να υφίσταται κυπριακό ζήτημα ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος στη νήσο;». Ίσως το ερώτημα να είναι ρητορικό.
Λίγα χρόνια πριν, ο Βασίλης Μαρκεζίνης στο βιβλίο του «Μια νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα» είχε απαντήσει –ετεροχρονισμένα- πως «αυτά δεν είναι παραδείγματα συμπεριφοράς ενός μόνο, πρόσφατου Τούρκου. […] Η στάση των Τούρκων δια μέσου των αιώνων τοποθετεί ένα εξαιρετικά βαρύ φορτίο στους ώμους κάθε Έλληνα πολιτικού, ο οποίος θα αποφασίσει μια μέρα να παραβλέψει τη σημερινή στάση της Τουρκίας και την ιστορία της, προκειμένου να εμπιστευτεί τη μελλοντική συμπεριφορά της».
Κοντολογίς, η τουρκική πλευρά δύσκολα αλλάζει την ατζέντα και ίσως γι’αυτό τονίζει ο κ. Γιαλλουρίδης ότι, «Μην τα ψάχνετε τώρα, δε θα υπάρξει λύση. Όλες οι συζητήσεις που γίνονται είναι για τα μάτια του κόσμου. Δε δέχεται κανείς Έλληνας ή Κύπριος τουρκικές βάσεις στην Κύπρο, τελεία. Λύση δεν υπάρχει. Ποιος δέχεται πάλι την Τουρκία για εγγυήτρια δύναμη, είναι δυνατόν;». Πράγματι το ελληνικό ΥΠΕΞ ξεκαθαρίζει πως συνολική και συμπεφωνημένη λύση του κυπριακού προβλήματος δε νοείται χωρίς την πλήρη αποχώρηση των κατοχικών τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960, στις οποίες η τουρκική εξωτερική πολιτική επιμένει σταθερά.
Τέλος, όσον αφορά λύσεις που θυμίζουν σχέδιο Ανάν, ο κ. Γιαλλουρίδης ξεκαθαρίζει πως, «το σχέδιο Ανάν δε θα το αποδεχτεί κανείς, ούτε υποθετικά μπορεί να τεθεί. Δεν γίνεται να υπάρξει τουρκική παρουσία στην Κύπρο και λύση του Κυπριακού. Κανείς Έλληνας ή Κύπριος δε δέχεται τουρκικές βάσεις στην Κύπρο. Τελεία. Μια χαρά κράτος έχουμε κάτω. Nα κάνουμε κάτι το οποίο θα διαλυθεί;».