Ακόμη, η προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της.

Η μητέρα είχε καταθέσει αγωγή όπου ανέφερε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργάστηκε ως υπάλληλος, με αντικείμενο εργασίας τον σχεδιασμό και τη συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα e-learning του Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης Πανεπιστημίου, με διαδοχικές συμβάσεις έργου.

Το Πανεπιστήμιο στις 30.9.2010 σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας.

Κατά την εφετειακή απόφαση, αποδείχθηκε ότι η εργαζόμενη στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το Πανεπιστήμιο, αφού της είχε χορηγήσει σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, δηλαδή πριν από την 19.6.2011.

Σε άλλο σημείο το Εφετείο αναφέρει ότι, σύμφωνα με την νομοθεσία (νόμος 1483/1984) για την προστασία των εγκύων, κ.λπ., (που εφαρμόζεται και σε περίπτωση απασχόληση της εγκύου εργαζομένης με βάση απλή σχέση εργασίας ή έμμισθης εντολής λόγω ακυρότητας των συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και του εργοδότη της), η προστασία αυτή παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της.

Τέλος, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη, καθώς έγινε κατά παράβαση του άρθρου 15 ν. 1483/1984, με συνέπεια το Πανεπιστήμιο να οφείλει στην απολυθείσα τις αποδοχές της (5.838 ευρώ) για το χρονικό διάστημα από 1.11.2010 έως 19.6.2011.