Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε τον Μάιο του 2023 και αφορούσε αφενός ένα συμβάν που τελέστηκε γύρω στα 1996 στα δοκιμαστήρια ενός πολυκαταστήματος Bergdorf Goodman του Μανχάταν όπου η Κάρολ κατήγγειλε ότι ο Τραμπ τη βίασε και αφετέρου μια ανάρτηση του επιχειρηματία, τον Οκτώβριο του 2022 στην πλατφόρμα Truth Social, όπου εκείνος χαρακτήριζε «απάτη» τις καταγγελίες της πρώην δημοσιογράφου.
Αν και οι ένορκοι στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν δεν έκριναν ότι ο Τραμπ διέπραξε βιασμό, ενέκριναν αποζημίωση για την πρώην αρθρογράφο του περιοδικού Elle, ύψους 2,02 εκατομμυρίων για σεξουαλική επίθεση και 2,98 εκατομμυρίων για δυσφήμηση.
Ένα διαφορετικό δικαστήριο διέταξε τον Τραμπ τον Ιανουάριο να πληρώσει στην Κάρολ 83,3 εκατομμύρια δολάρια για τη δυσφήμιση, όταν αρνήθηκε για πρώτη φορά τον ισχυρισμό της για βιασμό.
Και στις δύο αρνήσεις, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε την Κάρολ, «δεν ήταν ο τύπος μου» και ότι κατασκεύασε τον ισχυρισμό βιασμού για να προωθήσει τα απομνημονεύματά της. Έχει ασκήσει έφεση και στην απόφαση για καταβολή αποζημίωσης 83,3 εκατ. δολαρίων.
Οι υποθέσεις συνεχίζονται παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ κέρδισε μια δεύτερη τετραετή θητεία στον Λευκό Οίκο στις 5 Νοεμβρίου, αφού το 1997, σε μια υπόθεση που αφορούσε τον πρώην πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ομόφωνα ότι οι εν ενεργεία πρόεδροι δεν έχουν ασυλία από αστικές διαφορές σε ομοσπονδιακό δικαστήριο για πράξεις που προηγούνται και δεν σχετίζονται με τα επίσημα καθήκοντά τους ως πρόεδροι.
Οι δικηγόροι του Τραμπ υποστήριξαν ότι η ετυμηγορία των 5 εκατομμυρίων δολαρίων θα έπρεπε να απορριφθεί επειδή ο δικαστής δεν έπρεπε να αφήσει τους ενόρκους να ακούσουν τη μαρτυρία δύο άλλων γυναικών που κατηγόρησαν τον Τραμπ για σεξουαλική παρενόχληση.