Της Tamaryn Nelson, Ερευνήτριας της Διεθνούς Αμνηστίας για το δικαίωμα στην υγεία
αναδημοσίευση από τη σελίδα του Ελληνικου Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας
Αλλά ακόμη στο αποκορύφωμα της κρίσης, όταν η Annalisa ασχολούνταν με πιο άμεσες προκλήσεις όπως οι ελλείψεις εξοπλισμού ατομικής προστασίας, ένιωσε τη σοβαρότητα των ψυχολογικών επιπτώσεων. Η Annalisa είπε ότι άρχισε να τραυλίζει και είχε εφιάλτες, αλλά οι ελλείψεις προσωπικού δεν της επέτρεπαν να πάρει αναρρωτική άδεια.
Το δικαίωμα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο ψυχικής υγείας κατοχυρώνεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας λέει ότι σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, περισσότερο από το 75% των ατόμων με ψυχικές, νευρολογικές και διαταραχές χρήσης ουσιών δεν λαμβάνουν καθόλου θεραπεία.
Ο κορονοϊός έχει επιδεινώσει το πρόβλημα – μια πρόσφατη έρευνα του ΠΟΥ διαπίστωσε ότι η πανδημία ευθύνεται για τον περιορισμό ή τη διακοπή παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε 93% των χωρών παγκοσμίως. Εν τω μεταξύ, η ζήτηση αυξάνεται. Αν και όλοι/ες έχουν αισθανθεί τον ψυχολογικό αντίκτυπο της πανδημίας, πολλοί εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας εκτίθενται καθημερινά στο τραύμα και χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη.
Κατά τη διάρκεια δεκάδων συνεντεύξεων με εργαζόμενους/ες στον τομέα της υγείας, η Αμνηστία κατέγραψε ξανά και ξανά πώς οι ελλείψεις εξοπλισμού ατομικής προστασίας και οι εξαντλητικές ώρες εργασίας ενέχουν ψυχικούς και σωματικούς κινδύνους. Οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας που πρέπει να πάνε στη δουλειά χωρίς επαρκή προστασία αισθάνονται υποτιμημένοι/ες, αποθαρρυμένοι/ες και θυμωμένοι/ες. Ωστόσο, δεδομένης της χαμηλής αμοιβής και των επισφαλών συμβάσεων που είναι ενδημικά χαρακτηριστικά σε τμήματα του κλάδου αυτού, πολλοί/ες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν.
Η Sarah*, η οποία εργάζεται σε ένα γηροκομείο στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε ότι είχε προσχωρήσει σε μια ένωση εργαζομένων αφού ανακάλυψε ότι οι εργαζόμενοι/ες που εστάλησαν από πρακτορείο για να καλύψουν βάρδιες πληρώνονταν περισσότερο από το υπόλοιπο προσωπικό. Ήταν θυμωμένη με τους «μισθούς της φτώχειας» και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι/ες στο γηροκομείο έρχονταν να εργαστούν ακόμα και όταν δεν ένιωθαν καλά, επειδή το επίδομα ασθενείας είναι πολύ χαμηλό. Η Sarah μίλησε για τον ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε η απομόνωση στους κατοίκους του γηροκομείου:
Έτσι, όταν η διευθυντής της Sarah την κάλεσε την ημέρα της αδείας και της ζήτησε να δουλέψει, εκείνη συμφώνησε.
«Ένιωθα εξαντλημένη, αλλά σκεφτόμουν τους ανθρώπους που μένουν εκεί. Ποιος θα τους βοηθήσει; Πιθανώς οι εργαζόμενοι/ες από τα πρακτορεία. Όμως όταν κάποιος είναι μόνιμος/η γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες τους.»
Η Laly *, εργαζόμενη σε γηροκομείο στη Γαλλία, δήλωσε ότι η γαλλική κυβέρνηση υποτιμά την πίεση που έχει ασκήσει η πανδημία στους εργαζόμενους/ες του κλάδου. Οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας που επισκέπτονται ασθενείς στα σπίτια τους εξαιρούνταν από το πρόγραμμα επιδομάτων της Γαλλίας έως τον Αύγουστο. Αν και τα επιδόματα έχουν πλέον επεκταθεί, η Laly είναι θυμωμένη για τη χαμηλή αμοιβή και τις κακές συνθήκες
«Πολλοί άνθρωποι έχουν εξαντληθεί και βιώνουν κατάθλιψη. Εάν έχουμε όντως ένα δεύτερο κύμα, θα δημιουργηθεί πραγματικό πρόβλημα για τις αρχές, επειδή υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι/ες στον κλάδο που θα ζητήσουν ιατρική άδεια. Παρά την αφοσίωσή τους, δεν μπορούν να επιστρέψουν στη δουλειά με αυτές τις συνθήκες.»
Πολλοί εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας με τους οποίους μίλησε η Διεθνής Αμνηστία δήλωσαν ότι αισθάνονται αποθαρρυνμένοι/ες από τις ανισότητες που σχετίζονταν με την παροχή εξοπλισμού ατομικής προστασίας. Ο Ronald*, φαρμακοποιός σε νοσοκομείο στην Ινδονησία, δήλωσε ότι έμεινε χωρίς επαρκή προστασία και υποστήριξη όταν οι φαρμακοποιοί επαναταξινομήθηκαν ως «μη ιατρικό προσωπικό» – παρόλο που οι φαρμακοποιοί έχουν επίσης άμεση επαφή με ασθενείς με κορονοϊό.
Η Tshepo*, ακτινολόγος από τη Νότια Αφρική, κόλλησε κορονοϊό καθώς πήγαινε στη δουλειά χωρίς επαρκή εξοπλισμό ατομικής προστασίας. Οι ακτινολόγοι δεν θεωρήθηκαν ομάδα «υψηλού κινδύνου» παρά την επαφή τους με ασθενείς με κορονοϊός καθημερινά και δεν τους δόθηκαν μάσκες N-95 μέχρι τον Απρίλιο. Η Tshepo εξέφρασε επίσης την ανησυχία της για την έλλειψη θεραπείας για το προσωπικό που είχε προσβληθεί από τον ιό και τόνισε ότι το τραύμα της διάγνωσης με μια δυνητικά θανατηφόρα ασθένεια έχει μόνιμες συνέπειες:
«Το σώμα μου δεν έχει αναρρώσει πλήρως. Έχει επηρεάσει την αναπνοή μου και τη ρινική μου κοιλότητα ενώ είμαι συνέχεια κουρασμένη. Πρέπει να περάσουμε από φυσιοθεραπεία για να βοηθήσουμε στην ανάρρωση και από ψυχολογική υποστήριξη για να αντιμετωπίσουμε το τραύμα.»
Επτά μήνες μετά την πανδημία, είναι καιρός να αρχίσουν οι κυβερνήσεις να λαμβάνουν υπόψη την ευημερία των εργαζομένων στον τομέα της υγείας.
Υπάρχουν πολλά πρακτικά μέτρα που μπορούν να λάβουν οι διευθυντές/ριες των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης. Πρέπει να εναλλάσσουν τους εργαζόμενους/ες από τις θέσεις υψηλότερης πίεσης σε χαμηλότερης πίεσης. Να βάλουν τους άπειρους εργαζόμενους/ες να συνεργαστούν με πιο έμπειρους/ες και να θεσπίσουν, να ενθαρρύνουν και να παρακολουθούν τα διαλείμματα εργασίας. Πρέπει να υπάρχει ευελιξία για τους εργαζόμενους που επηρεάζονται άμεσα από τον ιό και να παρέχονται πληροφορίες σε όλο το προσωπικό σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Εάν οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας δεν ασφαλείς, τότε δεν θα είμαστε ούτε εμείς
Η αφοσίωση των εργαζομένων στον τομέα της υγείας είναι αξιοθαύμαστη, αλλά αποκαλώντας τους «ήρωες» αγνοούμε παντελώς το γεγονός ότι και αυτοί/ες είναι άνθρωποι, και κανένας άνθρωπος δεν είναι άτρωτος όταν βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τον θάνατο και τον ιό και έρχεται αντιμέτωπος με εξαιρετικά σκληρές ώρες εργασίας και πολύ χαμηλές αμοιβές.
Πρέπει να καταβληθεί παγκόσμια προσπάθεια για την προστασία των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και να αντιμετωπιστεί το πλήρες φάσμα των προκλήσεων που έχει δημιουργήσει η πανδημία για τη ζωή και την ευημερία τους. Όλοι και όλες οφείλουμε πολλά σε ανθρώπους όπως η Annalisa, η Sarah, η Laly, ο Ronald και η Tshepo, και είναι καιρός οι κυβερνήσεις να λάβουν συγκεκριμένη δράση για να δείξουν πόσο τους εκτιμούν. Εάν οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας δεν είναι ασφαλείς, τότε δεν είμαστε ούτε εμείς.
* Όλα τα ονόματα έχουν αλλάξει για την προστασία των ταυτοτήτων