Τα ερωτήματα είναι πολλά, είπε. Όπως το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες των πολιτών που υποφέρουν αυτή τη στιγμή. Αλλά και ευρύτερα: Γιατί δεν γίνεται τίποτα για την έκθεση Γκολντάμερ για την πρόληψη των πυρκαγιών στα δάση, γιατί δεν προχώρησαν τα αντιπλημμυρικά έργα – δεν είναι μυστικό πως υπάρχει δυσαρέσκεια για την Ελλάδα από πλευράς ΕΕ, καθώς όπως φαίνεται δεν λαμβάνεται υπόψη το σχετικό ευρωπαϊκό καταρτισμένο σχέδιο. Τι γίνεται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και ποιο είναι το ύψος των πόρων που θα διατεθούν για την αποκατάσταση των καταστροφών, ποιες οι δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης.
Τόνισε ότι έχουμε μία κυβέρνηση η οποία δεν φαίνεται να έχει αγάπη για τα κοινά, για το περιβάλλον, για το δημόσιο πλούτο. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που να κάνει το αντίστροφο: να δείχνει έμπρακτα με σχεδιασμό, με χωροταξικό σχέδιο, με περιβαλλοντικά έργα, ότι αγαπάει το περιβάλλον, ότι έχει καταλάβει τη σημασία του δημοσίου πλούτου, ότι προσπαθεί ανά πάσα στιγμή αυτά που έχουμε κοινά να τα διατηρήσουμε, να τα βελτιώσουμε. Γιατί όταν επενδύεις σε αυτό γίνεσαι πιο πλούσιος σαν χώρα. Το κόστος είναι να μην επενδύεις και να πληρώνεις στην πορεία για την αποκατάσταση των καταστροφών.
Πρέπει να αλλάξουμε το παράδειγμα της κοινωνίας, του κράτους, της δημόσιας διοίκησης. Πρέπει να υπάρχει σχεδιασμός για όλα, που να ενσωματώνει την περιφερειακή διάσταση. Ο κ. Μητσοτάκης έχει τεράστιες ευθύνες. Και στο διαχειριστικό αλλά και στο ιδεολογικό κομμάτι. Γιατί για χρόνια μας έλεγε πως ό,τι είναι ιδιωτικό είναι καλό και ό,τι είναι δημόσιο είναι κακό. Δίνοντας ταυτόχρονα τα περισσότερα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σε ιδιωτικά συμφέροντα, χωρίς διαβούλευση, χωρίς συζήτηση με τις περιφέρειες, χωρίς συζήτηση με περιβαλλοντικές ομάδες. Κι εδώ, εντοπίζεται η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος.
Επεσήμανε ότι ο χαρακτηρισμός των καταστροφών στη Θεσσαλία ως «αναποδιά» είναι πολύ κατώτερος των περιστάσεων, και δεν μπορεί να τον χρησιμοποιεί όταν έχει πλημμυρίσει ολόκληρη η Θεσσαλία.
Διαφώνησε με την αντίληψη ότι είναι διαχρονικές οι ευθύνες και ότι όλα τα κόμματα, όταν είναι στην εξουσία, λένε και κάνουν τα ίδια. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προσπάθησε να διδαχθεί από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης. Για τις πυρκαγιές, για παράδειγμα, βγήκε η έκθεση Γκολντάμερ. Ο κ. Μητσοτάκης και τις εκθέσεις αγνόησε, και δεν προχώρησε – όπως αποδεικνύεται – στις απαραίτητες μελέτες και τα αντιπλημμυρικά έργα, κάτι που καταδεικνύει εξάλλου και η δυσφορία της ΕΕ.
Σε σχέση με τις ευθύνες, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επεσήμανε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να δώσουν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα. Και για τον σχεδιασμό, και για τη διαχείριση των πόρων. Έχουν τεράστιες ευθύνες, είπε, και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι, θα είμαστε, πολύ επιθετικοί απέναντί τους. Ελπίζω να μην απαντήσουν και πάλι «41%», γιατί αυτή η στάση συνιστά εκφυλισμό της δημοκρατίας.
Συνέχισε, τονίζοντας ότι αλλαγή παραδείγματος σημαίνει ότι θα υπάρξει μια κυβέρνηση που πιστεύει στο σχεδιασμό. Η ΝΔ πιστεύει ότι τα προβλήματα θα τα λύσουν οι αγορές. Αυτό, τόνισε, δεν πρόκειται να συμβεί. Φάνηκε στην πανδημία, στη χρηματοπιστωτική κρίση, στην κλιματική κρίση. Χρειάζεται ένα αναπτυξιακό κράτος και μία κυβέρνηση που να πιστεύει, και να επενδύει, στο δημόσιο συμφέρον. Και οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία, στην παιδεία, στις υποδομές, κάνουν τη χώρα πλουσιότερη.