Λίγες εβδομάδες πριν το θάνατό του Προέδρου Γκονζάλο, κατά κόσμον Αμπιμαέλ Γκουζμάν, που έφυγε από τη ζωή χθες, Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου, η νεαρή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Πέδρο Καστίγιο υποχρεώνονταν να εκδιώξει / αλλάξει υπουργό Εξωτερικών, χάνοντας το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται Έκτορας (Χεκτόρ) Μπέχαρ.
Ο Μπέχαρ, στα 85 του σήμερα, πρώην αντάρτης του Μετώπου για την Απελευθέρωση του Περού, εκπαιδευμένος στην Κούβα, φυλακισθείς και βασανισθείς, κράτησε τη θέση από την ορκομωσία του, στις 19 Ιουλίου 2021, ως την παραίτησή του στις 17 Αυγούστου, ενώ όλο το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας είχε ήδη στραφεί στο Αφγανιστάν. Λόγος της παραίτησης, πρώτης νίκης στον άγριο κι επικίνδυνο πόλεμο που οργανώνει η ακροδεξιά του Περού κατά της νέας κυβέρνησης, ήταν μια παλαιότερη δήλωσή του, που είχε γίνει το 2020 και αφορούσε το παλιό αντάρτικο. Την επανέφερε στο προσκήνιο η συστημική τηλεόραση. Θύμισε πως ο Μπέχαρ ανάφερε σε ομιλία του ό,τι «Η τρομοκρατία στο Περού ξεκίνησε από το Ναυτικό κι αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιστορικά. Τους είχε εκπαιδεύσει η CIA».
Ο Μπέχαρ δεν υπήρξε ποτέ μαοϊκός. Υπάρχει όμως πάντα μαρξιστής και υπηρέτησε, από τη δική του κομμουνιστική πλευρά, το αντάρτικο. Ξέρει πολύ καλά πόσο βρώμικος ήταν ο πόλεμος του καθεστώτος κατά του Μονοπατιού – οι δηλώσεις του αγγίζουν και αυτό το ζήτημα, που παραμένει «κόκκινο πανί» για την περουβιάνικη ελίτ.
Η δήλωση, λοιπόν, του 2020, «ξεθάφτηκε» για τρεις λόγους. Πρώτος, ο ίδιος ο Μπέχαρ, που πρώτη του κίνηση, ως ΥΠΕΞ, ήταν να η αλλάξει τη στάση του Περού (υπό τον Καστίγιο) απέναντι στη Βενεζουέλα και το Νικολάς Μαδούρο, προαναγγέλοντας μάλιστα την έξοδο του Περού από την Ομάδα της Λίμας. Δεύτερος, η ανησυχία της ελίτ και όλου του πλουτοκρατικού διεφθαρμένου συστήματος του Περού για την πλήρη απομάκρυνση από την αμερικάνικη «επιρροή». Και τρίτος, ένας λόγος που αφορά και τον τρόπο που θα περάσει στην ιστορία του Περού και ο νεκρός, πια, αντάρτης Γκουζμάν. Ο τρόπος που οφείλει να ξαναγραφεί η Ιστορία.
Από την πλευρά της, η ελίτ του Περού έχει πράξει τα πάντα για να λασπολογήσει, μειώσει και γελοιοποίησει τον Γκουζμάν – το «μουσείο τρομοκρατίας» που μόνο τις φορεμένες κάλτσες του δε φιλοξενεί, είναι το αποκορύφωμα.
Όμως, το αντάρτικο του Περού είναι ένα από τα κεφάλαια που ο λαός του Περού θα θελήσει, με βεβαιότητα, να ξαναγράψει. Ήταν μια μοναδική συνάντηση διανόησης και αγροτιάς, που έπνιξαν στο αίμα οι αμερικάνοι και οι συνεργάτες τους στη χώρα. Τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές του ’90, ο αμερικανόδουλος στρατός του Περού είχε ως μόνο στόχο το Φωτεινό Μονοπάτι, το Σεντέρο Λουμινόσο, όπως έγινε γνωστό διεθνώς – το κομμάτι περί «Κομμουνιστικού Κόμματος» δεν διεγράφη αθώα…
Το Μαοϊκό, πατριωτικό, κομμουνιστικό κόμμα του Περού, το Φωτεινό Μονοπάτι, είχε στο πλευρό του ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, ανθρώπους απλούς, της γης, ιθαγενείς σε συντριπτική πλειονότητα και, κι αυτό ήταν μεγάλη και διεθνής ιδιαιτερότητα, ο αντάρτικος στρατός αποτελούνταν άνω το 40% από γυναίκες. Ιθαγενείς γυναίκες.
Ήταν η εποχή που οι ΗΠΑ και η CIA της «επενέβαιναν» στη Λατινική Αμερική και καθοδηγούσαν τις δολοφονικές κρατικές μηχανές από την Γουατεμάλα ως τη Νικαράγουα των Σαντινίστας ως το Ελ Σαλβαδόρ και το Περού. Τα λαϊκά κινήματα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική δυνάμωναν, κι ας τα έπνιγαν στο αίμα τους οι Αμερικάνοι. Και το Φωτεινό Μονοπάτι δεν αποτελούσε εξαίρεση. Οι αντάρτες του κι οι αντάρτισσές του έφτασαν πολύ κοντά στη Λίμα. Και ύστερα συνελήφθη ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν, ο Πρόεδρος Γκονζάλο, ο ηγέτης του κινήματος, ο διανοούμενος και πολεμιστής. Και άρχισε η προσπάθεια εξευτελισμού του ίδιου και του κινήματος, άρχισε το από τα πάνω γράψιμο της Ιστορίας. Όσοι καλύψαμε εκείνη την περίοδο θυμόμαστε πως τον βιντεοσκοπούσαν και φωτογράφιζαν με την ριγέ στολή του φυλακισμένου μες σε ένα κλουβί, πως του φόρτωσαν όλους τους νεκρούς του εμφυλίου με τη λογική πως «αν δεν ξεσηκωνόταν δεν θα υπήρχαν θύματα» – στις κλασικές βιογραφίες που εμφανίστηκαν αυτές τις μέρες αυτό γίνεται αποδεκτό, και ο Γκουζμάν χαρακτηρίζεται «υπεύθυνος για σχεδόν 70.000 θανάτους», όσοι ήταν οι θάνατοι από τη δράση του Μονοπατιού, των γκεβαριστών Τουπάκ Αμάρου και της κρατικής βαρβαρότητας.
Η δράση του κράτους και του στρατού, η πολιτική των εκκαθαρίσεων, όσα η ελίτ κι οι προστάτες της έκαναν επί κοντά τρεις δεκαετίες στο Περού, όλα έπρεπε να ξεχαστούν ή να ξαναγραφούν έτσι που το λαϊκό κίνημα να χαρακτηριστεί «τρομοκρατία» και οι δικές τους ενέργειες «προστασία της δημοκρατίας». Το έργο που τόσες φορές έχουμε ξαναδεί.
Το Φωτεινό Μονοπάτι ήταν ένα βίαιο λαϊκό κίνημα. Ήταν ένα κίνημα που απάντησε με βία, κάποτε ακραία, στην ακραία και πολύμορφη βία που δεκαετίες δέχονταν (και δέχεται) ο λαός του Περού, που κατά χιλιάδες στρατεύτηκε στον αγώνα. Και δε στρατεύτηκε γιατί διάβασε το Μαρξ ή το Μάο. Στρατεύτηκε γιατί το μόνο κόμμα /κίνημα που δεν είχε μπει στο παιγνίδι της εξουσίας, που δεν είχε γίνει συνεργός του καθεστώτος, ήταν το Φωτεινό Μονοπάτι. Και, επίσης, στρατεύτηκε γιατί το μαοϊκό πρότυπο προσέφερε λύσεις σε μια κυρίως αγροτική χώρα. Κάτι που ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν, ο «Πρόεδρος» ή «σύντροφος Γκονζάλο» ήξερε ότι χρειαζόταν το Περού για να σταθεί ο λαός στα πόδια του.
Ο άνθρωπος που πέθανε στα 86 του χρόνια το Σάββατο, ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν, γεννήθηκε το 1934 στο νότιο παραθαλάσσιο Περού. Μεγάλωσε ορφανός από μητέρα, σε ένα αρκετά προστατευμένο περιβάλλον, αφού ο έμπορος πατέρας του είχε οικονομική επιφάνεια. Ιδιωτικά σχολεία, πανεπιστημιακή μόρφωση, διδακτορικό στον Καντ, όλα έδειχναν πως θα βάδιζε σε ακαδημαϊκή καριέρα – όπως και έκανε: το 1962 ανέλαβε την έδρα της Φιλοσοφίας στο εθνικό πανεπιστήμιο Σαν Κριστομπάλ, στο Αγιακούτσο.
Το 1965, σταθμός στη ζωή και την πορεία του καθηγητή φιλοσοφίας, που μελετά και το μαρξισμό από τα φοιτητικά του χρόνια, είναι το ταξίδι του στην Κίνα, το 1965. Σε μια κοινωνία που έχει πολύ περισσότερα κοινά με την κοινωνία του Περού από οποιαδήποτε χώρα του πρώτου και του δεύτερου κόσμου.
Οι κουβέντες του, στο Πανεπιστήμιο, με την επιστροφή του, φέρνουν κοντά του ένα μεγάλο μέρος της διανόησης της χώρας. Είναι αυτοί, δώδεκα αριστεροί πανεπιστημιακοί, με πρώτον έναν καθηγητή φιλοσοφίας, που θα ιδρύσουν το Κομμουνιστικό κόμμα του Περού – Φωτεινό Μονοπάτι. Το όνομα, Σεντέρο Λουμινόσο, παρμένο από μια φράση του αυτοδίδακτου μαρξιστή περουβιάνου επαναστάτη Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγούι, που είχε πει, πριν καν ο Γκουζμάν γεννηθεί πως, «ο Μαρξισμός Λενινισμός είναι το φωτεινό μονοπάτι του μέλλοντος». Και, με αυτές τις όμορφες μείξεις που έκαναν εκείνοι οι καιροί, το Φωτεινό Μονοπάτι γίνεται και Μανουέλ Γκονζάλες Πράδα, του περουβιάνου αναρχικού διανοούμενου του 19ου αιώνα, που βάζει πρώτος ως βήμα για την απελευθέρωση των λαών της Λατινικής Αμερικής την απελευθέρωση των ιθαγενικών λαών.
Αν οι δώδεκα είναι διανοούμενοι, ο στρατός, οι χιλιάδες αγρότες κι αγρότισσες, ιθαγενείς στην πλειονότητα, που συντάσσονται στις τάξεις του είναι χωμάτινοι άνθρωποι. Το όνειρο μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που θα τους εμπεριέχει και θα τους δίνει λόγο, ξυπνάει καρδιές και νόες κυρίως στους ιθαγενικούς πληθυσμούς. Ο Γκουζμάν έμαθε και μιλούσε κέτσουα, απευθυνόταν στης γης τους κολασμένους στη γλώσσα τους – κάτι ιδιαίτερα σημαντικό εκείνη την εποχή, που οι ιθαγενικοί πληθυσμοί ήταν ακόμη κρέας για τις αμερικανοκίνητες στρατιωτικές μηχανές.
Η πρώτη μορφή του Κόμματος είναι εντός των «δημοκρατικών» πλαισίων – κάτι που στ’ αλήθεια ποτέ δεν επέτρεψαν στο Περού. Απο κει άλλωστε ξεκινά και το αντάρτικο του Μονοπατιού, που ως τη δεκαετία του ’80 είναι ειρηνικό. Όταν η στρατιωτική χούντα, που κυβερνούσε 12 χρόνια τη χώρα, ετοιμάζει «εκλογές», απο αυτές που ετοιμάζουν οι χούντες.
Ο εμφύλιος που ξεκίνησε ήταν άγριος και σκληρός, όπως όλοι οι εμφύλιοι. Το Φωτεινό Μονοπάτι χρησιμοποιούσε κάθε μέσο, από τις στρατιωτικές επιθέσεις ως λαϊκά δικαστήρια και εκτέλεση συνεργατών της κυβέρνησης ως βομβιστικές επιθέσεις κατά αξιωματούχων. Κάθε μέσο θεωρήθηκε ‘καθαγιασμένο’ από τους σκοπούς της εξέγερσης – κάτι που, σε εκείνη τη λατινική Αμερική μπορεί να μη δικαιολογούσες αλλά κατανοούσες. Την βαρβαρότητα των συγκρούσεων καταγράφουν οι διαρκείς αποχωρήσεις και εντάξεις στις γραμμές του Μονοπατιού: την μία πλουτίζονταν με νέους και νέες των αγροτικών περιοχών και των ιθαγενικών πληθυσμών, που έβλεπαν την κυβερνητική, στρατιωτική βία να χτυπά πολλαπλάσια και πολύ πιο βάρβαρη, από την άλλη αποχωρούσαν όσοι θεωρούσαν ότι το Κόμμα είχε ξεφύγει και είχε μετατραπεί σε εκδικητικό μηχανισμό.
Το 1992 η σύλληψη του Γκουζμάν, της συντρόφου του στη ζωή και τον αγώνα Ελένα Ιπαράγκιρε και άλλων κορυφαίων στελεχών του κόμματος, ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε το Μονοπάτι. Είναι μια σύλληψη κινηματογραφική: τους κρύβει μέλος της ελίτ, δασκάλα χωρού και διάσημη μπαλαρίνα, η Μαρίτζα Γκαρίντο, που θα περάσει 25 χρόνια στις φυλακές γι’ αυτό. Τις υποψίες κίνησαν .. τα σκουπίδια της: παρά ήταν πολλά για μια γυναίκα που ζούσε μόνη κι υπήρχε εκεί συσκευασία από ένα φάρμακο που χρειαζόταν ο Γκουζμάν… Είναι από αυτό και μόνο εμφανές το καθεστώς της κυβερνητικής τρομοκρατίας στο Περού.
Η «δίκη» τους γίνεται με απόλυτη μυστικότητα από στρατιωτικό, διορισμένο δικαστήριο. Κρατά μόλις τρεις ημέρες. Οι δικαστές φορούν κουκούλες, ώστε να μη μπορεί να τους αναγνωρίσει κανείς – και άρα δεν ξέρουμε καν αν είναι δικαστές, ειδικά υπό την κυβέρνηση Φουτζιμόρι που διοικεί τότε απολυταρχικά και βίαια το Περού. Λίγο πριν τη δίκη, ο Φουτζιμόρι άλλαξε και το νομικό καθεστώς και τις ποινές για τα αδικήματα με τους οποίους διώκονταν οι αντάρτες. Ένα μάθημα που οι αμερικάνοι μετέφεραν και σε άλλες χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα πριν τη δίκη της Ε.Ο. 17Ν.
Καταδικάστηκαν όλοι σε ισόβια και μεταφέρθηκαν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, σε ναυτική βάση – ναι, του ναυτικού που κυβερνούσε η CIA. Κάτω από άγνωστες συνθήκες, ως άλλος Οτσαλάν, επίσης, τον Οκτώβρη του 1993, εμφανίζεται από τις φυλακές τηλεοπτικώς και καλεί σε ειρήνευση, μόλις η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει πρόγραμμα αμνηστίας – μες σε λίγες μέρες πάνω από 6.000 μέλη του Μονοπατιού παραδίδονται στις αρχές.
Το 2004, όταν οι βάρβαροι νόμοι του Φουτζιμόρι θα αρθούν, ο Γκουζμάν θα ξαναδικαστεί, με ορατά πρόσωπα δικαστών αλλά αυστηρή απαγόρευση, σε μια δίκη που δεν επιτρέπεται να παρακολουθήσει κανένας εκ του Τύπου. Καταδικάστηκε εκ νέου σε ισόβια, με το τέλος της δίκης, που τώρα πήρε κοντά δύο χρόνια, ως τρομοκράτης και δολοφόνος.