Σε μικρές πόλεις κοντά στην ακτή της Λιβύης, οι πρόσφυγες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή συνωστίζονται σε ασφαλή καταφύγια, περιμένοντας για να καλυτερέψει ο καιρός. Όταν η θάλασσα ηρεμεί, οι πρόσφυγες στριμώχνονται σε φουσκωτά ή μεγάλα ξύλινα αλιευτικά σκάφη και ξεκινούν νωρίς το πρωί προς την Ευρώπη.
του Zach Campbell για το The Intercept
Κατά μέσο όρο 3.500 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από 2014, στην προσπάθειά τους να κάνουν το ταξίδι από τη Βόρεια Αφρική στην Ιταλία. Τα σκάφη τους είναι υπερπλήρη, ακατάλληλα για πλεύση και δεν έχουν σχεδόν καμία ελπίδα να φτάσουν στην Ευρώπη. Τα περισσότερα σκάφη βυθίζονται μόλις 20 έως 40 μίλια μακριά από την ακτή της Λιβύης.
Αυτοί είναι θάνατοι που μπορούν να προληφθούν. Από το 2014, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σκόπιμα επιλέξει να κρατήσει τα σκάφη της ακτοφυλακής μακριά από όπου γίνονται τα ναυάγια, μια απόφαση που αναπτύσσεται λεπτομερώς σε ένα εσωτερικό έγγραφο που έχει λάβει το The Intercept και σε άλλα έγγραφα που διέρρευσαν. Η διάσωση περισσότερων ζωών, σύμφωνα με τη λογική, απλά θα ενθαρρύνει περισσότερους πρόσφυγες να έρθουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα διασωστικά σκάφη κρατιούνται μακριά από εκεί όπου πραγματικά χρειάζονται διασώσεις.
Το ιταλικό ναυτικό συνήθιζε να κάνει περιπολίες κοντά στην ακτή της Λιβύης. Η επιχείρησή τους, που ονομάζεται Mare Nostrum- «η θάλασσά μας» στα λατινικά- περιλάμβανε μια μεγάλη επιστράτευση πλοίων, αεροσκαφών και ελικοπτέρων σε διεθνή ύδατα κοντά στη Λιβύη, όπου τα σκάφη που μετέφεραν πρόσφυγες συχνά ανατρέπονταν και βυθιζόντουσαν. Η Mare Nostrum ήταν τεράστια επιτυχία- τη χρονιά που λειτούργησε, έσωσε πάνω από 150.000 άτομα. Και όμως, στις 31 Οκτωβρίου 2014, η Ιταλία ανακοίνωσε ότι θα καταργήσει σταδιακά το πρόγραμμα.
Την επόμενη ημέρα, η Frontex, ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα σύνορα, ανέλαβε δράση με μια επιχείρηση που ονομάζεται Triton. Σε ένα δελτίο Τύπου εκείνη την εποχή, η Frontex δήλωσε η επιχείρηση αυτή ήταν συνέχεια της Mare Nostrum και είχε ως στόχο να στηρίξει τις ιταλικές αρχές. Υπήρχε μία βασική διαφορά όμως από την Mare Nostrum: η Frontex θα περιορίσει τις περιπολίες της στα 30 μόλις μίλια από τις ακτές της Ιταλίας, περίπου 130 μίλια μακριά από τη Λιβύη- τουλάχιστον 12 ώρες ταξίδι με σκάφος. Η Frontex σκόπιμα δεν περιπολούσε την περιοχή όπου σημειώθηκαν τα περισσότερα ναυάγια.
Επιπλέον, σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο που λήφθηκε από το The Intercept, ο διευθυντής των επιχειρήσεων της Frontex είπε κατ’ ιδίαν στις ιταλικές αρχές ότι τα πλοία του δεν θα πρέπει να κληθούν να ανταποκριθούν άμεσα στις κλήσεις κινδύνου έξω από την περιοχή των 30 μιλίων της περιπολίας τους.
«Η Frontex ανησυχεί για την εμπλοκή των δυνάμεων της Frontex σε δραστηριότητες που συμβαίνουν σημαντικά έξω από την περιοχή της επιχείρησης», έγραψε ο διευθυντής της Frontex, Κλάους Ρόεσλερ στον επικεφαλής της Μεταναστευτικής και Συνοριακής Αστυνομίας της Ιταλίας, Τζιοβάνι Πίντο, στις 25 Νοεμβρίου 2014. Η επιστολή αναφέρθηκε σε ιταλικές εφημερίδες και κυκλοφόρησε με παραλλαγές που έκρυβαν λεπτομερείς περιγραφές για το πώς η Frontex συντόνισε τη βοήθειά της με τις προσπάθειες διάσωσης. Το The Intercept δημοσιεύει ολόκληρη την επιστολή για πρώτη φορά.
Όπως και κάθε άλλο σκάφος στη θάλασσα, τα πλοία της Frontex είναι υποχρεωμένα βάσει του ναυτικού δικαίου να ανταποκριθούν στις κλήσεις κινδύνου, όταν ζητείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Για τους Ιταλούς, ένα υπερφορτωμένο πλοίο με ένα ανεκπαίδευτο καπετάνιο ήταν μια εκ φύσεως κατάσταση κινδύνου. Κανονικά, κάποιος καλεί το Κέντρο Συντονισμού Ναυτικής Διάσωσης στη Ρώμη από δορυφορικό τηλέφωνο από ένα πλοίο ή από την ακτή της Λιβύης και η Ιταλία ξεκινά την έρευνα και τη διάσωση.
Αλλά για την Frontex, εκείνη την εποχή, αυτό δεν ήταν αρκετά πειστικό.
«Η Frontex είναι της γνώμης ότι μια δορυφορική τηλεφωνική κλήση δεν είναι αυτός καθαυτός λόγος για έρευνα και διάσωση (SAR) και συνιστά έντονα ότι θα πρέπει να γίνουν ενέργειες για τη διερεύνηση και την επαλήθευση και μόνο στη συνέχεια, και σε περίπτωση κινδύνου, να ενεργοποιούνται άλλες ναυτικές ενέργειες», έγραψε ο Ρόεσλερ, αναφερόμενος σε μια κλήση κινδύνου μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. «Η Frontex δεν θεωρεί τις ναυτικές περιπολίες ως απαραίτητες για την επιχείρηση και ως οικονομικά αποδοτικές δραστηριότητες για τέτοιες αρχικές έρευνες έξω από την περιοχή της επιχείρησης».
Και συνέχισε: «Οι γενικές οδηγίες για να προχωρήσουμε σε μια περιοχή έξω από το ευρωπαϊκό δίκτυο περιπολίας Triton δεν συνάδουν με το σχέδιο της επιχείρησης και, δυστυχώς, δεν θα ληφθούν υπόψη στο μέλλον».
Με άλλα λόγια, η Frontex ήξερε ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στις κλήσεις έκτακτης ανάγκης. Έκανε σκόπιμα όμως περιπολίες σε λάθος περιοχή και υπέκφευγε με τους ορισμούς του κινδύνου, εννοώντας ότι τα πλοία του θα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα φτάσουν με καθυστέρηση, αν φτάσουν.
Το γραφείο Τύπου της Frontex δεν απάντησε σε επανειλημμένα αιτήματα για σχολιασμό της επιστολής του Ρόεσλερ του 2014. Ο οργανισμός δεν θα διευκρινίσει εάν η επιστολή εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την πολιτική της Frontex, ούτε αν ο οργανισμός εξακολουθεί να θεωρεί ότι μια κλήση κινδύνου μέσω του δορυφορικού τηλεφώνου δεν είναι κατ’ ανάγκη μια κλήση για έρευνα και διάσωση. Στα μέσα της δεκαετίας του 2015, η ΕΕ τριπλασίασε τον προϋπολογισμό της Frontex για την Triton, που αντιστοιχεί με ό,τι είχε κάποτε δαπανηθεί για την Mare Nostrum και η Frontex μετακίνησε τις περιπολίες άλλα 30 ναυτικά μίλια πιο νότια, εκτεινόμενη πιο μακριά από τις ιταλικές ακτές. Ένα δελτίο Τύπου της Frontex εκείνο το έτος χαιρετίστηκε ως μια «διευρυμένη βοήθεια διάσωσης των μεταναστών από την Triton». Αλλά στην πραγματικότητα, η Frontex ήταν ακόμη 6 έως 10 ώρες μακριά από όπου λάμβαναν χώρα τα περισσότερα ναυάγια.
Η υπαναχώρηση είναι σύμφωνη με τη συνολική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των πνιγμών των προσφύγων στη Μεσόγειο και χαρακτηρίζεται από μια αλλαγή της έμφασης από την έρευνα και τη διάσωση στην ασφάλεια των συνόρων. Η αλλαγή έχει δημιουργήσει μια ένταση μεταξύ της επίσημης πολιτικής της ΕΕ και των προσπαθειών των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που εξακολουθούν να κάνουν διασώσεις στα ανοιχτά της Λιβύης.
Το επιχείρημα κατά των προληπτικών επιχειρήσεων διάσωσης είναι ότι δημιουργούν ένα «παράγοντα έλξης» για τους μετανάστες. Με το να γίνονται οι περιπολίες πιο κοντά στην ακτή, οι λαθρέμποροι μπορούν να χρησιμοποιούν φθηνότερα σκάφη, λιγότερα καύσιμα και φαγητό, γιατί οι μετανάστες χρειάζεται μόνο να τα καταφέρουν ως τα σκάφη της περιπολίας και όχι ως την ιταλική ακτή. Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει τις τιμές να πέσουν και να δημιουργηθεί μια αντίληψη ότι η διαδρομή είναι ασφαλέστερη.
Ο διευθυντής της Frontex, Φαμπρίς Λετζερί, επανέλαβε αυτήν τη θέση σε πρόσφατη συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Welt. «Πρέπει να αποτρέψουμε την υποστήριξη της δουλειάς των εγκληματικών δικτύων και των διακινητών στη Λιβύη μαζεύοντας τους μετανάστες από περιοχές όλο και πιο κοντά στην ακτή της Λιβύης με ευρωπαϊκά σκάφη», δήλωσε ο Λετζερί. Το γραφείο Τύπου της Frontex δεν θα αναφέρει ρητά ότι ο οργανισμός θεωρεί τις επιχειρήσεις διάσωσης παράγοντα έλξης, αλλά ένας εκπρόσωπος συσχέτισε την παρουσία των ΜΚΟ με την αύξηση της μεταναστευτικής ροής.
Η άποψη αυτή για τον παράγοντα έλξης ήταν ένας από τους λόγους που πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν απρόθυμες να χρηματοδοτήσουν προσπάθειες όπως η Mare Nostrum. «Δεν υποστηρίζουμε την προγραμματισμένη επιχείρηση έρευνας και διάσωσης στην περιοχή της Μεσογείου», δήλωσε ένας Βρετανός υπουργός Εξωτερικών στο κοινοβούλιο το 2014. «Πιστεύουμε ότι θα δημιουργήσει έναν “παράγοντα έλξης” χωρίς να το θέλουμε, ενθαρρύνοντας περισσότερους μετανάστες να επιχειρήσουν το επικίνδυνο θαλάσσιο πέρασμα και ως εκ τούτου να οδηγήσει σε πιο τραγικούς και άσκοπους θανάτους».
Αν η προληπτική αστυνόμευση αποτελεί έναν παράγοντα έλξης για τη μετανάστευση κάνοντας τη διαδρομή ασφαλέστερη, στη συνέχεια, με την ίδια λογική, αφαιρώντας αυτές τις περιπολίες η διαδρομή γίνεται πιο θανατηφόρα. Ακόμα και στη δική της εσωτερική αξιολόγηση, η Frontex προέβλεψε ότι όταν οι περιοχές της περιπολίας κινηθούν προς τα βόρεια, τότε θα πνιγούν περισσότεροι άνθρωποι. Ένα έγγραφο της Triton από τον Αύγουστο του 2014 δηλώνει ωμά ότι «πρέπει να τονιστεί ότι η απόσυρση των ναυτικών δυνάμεων από την περιοχή, αν δεν σχεδιαστεί σωστά και δεν ανακοινωθεί εκ των προτέρων, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των θανάτων».
Εργασίες για να σταματήσουν οι θάνατοι αυτοί γίνονται από επιχειρήσεις διάσωσης που διευθύνονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, οι οποίοι βρίσκονται τώρα στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης των προσφύγων. Φτάνουν πρώτοι στα σκάφη που έχουν ανατραπεί κοντά στην ακτή της Λιβύης και ζητάνε βοήθεια από τους Ιταλούς, οι οποίοι στη συνέχεια καλούν την Frontex, εάν είναι απαραίτητο. Οι ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες περιπολούν πιο μακριά, έρχονται συνήθως αργότερα, μεταφέρουν τους πρόσφυγες στα πλοία τους και τούς πηγαίνουν στα στρατόπεδα προσφύγων στη Σικελία.
Σε μια πρόσφατη αποστολή, ήταν σαφές ότι οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί προσπαθούν να καλύψουν τα κενά που άφησαν οι μειωμένες περιπολίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διάσωση ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα. Ήταν 10 το πρωί και το Golfo Azzurro, ένα αλιευτικό σκάφος 120 ποδιών που είχε αναδιαμορφωθεί για ναυτική διάσωση από την ισπανική μη κερδοσκοπική οργάνωση Proactiva Open Arms, βρισκόταν σε διεθνή ύδατα περίπου 30 μίλια βόρεια της Τρίπολης. Ο Τζέραρντ Κάναλς, ο συντονιστής της αποστολής, έλαβε ειδοποίηση από το ιταλικό Κέντρο Συντονισμού Ναυτικής Διάσωσης για τρεις φουσκωτές λέμβους σε κίνδυνο κοντά στη θέση μας, η καθεμία με πάνω από 100 επιβαίνοντες, μεταξύ των οποίων μικρά παιδιά.
Το Golfo Azzurro ταλαντεύτηκε προς τα δεξιά, όπως άλλαζε πορεία ο καπετάνιος. Οι ναυαγοσώστες πέρασαν βατραχοπέδιλα στις ζώνες τους, φόρεσαν κράνη και σωσίβια. Άλλοι προετοίμασαν τα δυο RHIB του Golfo- μικρές φουσκωτές βάρκες με σκληρή γάστρα και ισχυρούς κινητήρες. Το πλήρωμα έριξε μεγάλες σακούλες από φωτεινά πορτοκαλί σωσίβια μέσα στα RHIB και ξεκίνησε με ένα νεύμα από τους καπετάνιους. Καθώς προχωρούσε στη θάλασσα προς τη θέση που αναφέρθηκαν οι πρόσφυγες, το Golfo Azzurro χάθηκε στον ορίζοντα.
Μετά από περίπου μία ώρα, οι καπετάνιοι των δύο RHIΒ σταμάτησαν για να μαζέψουν. Ήμασταν στην ακριβή θέση που δόθηκε από τις ιταλικές αρχές και δεν υπήρχε τίποτα στον ορίζοντα: ούτε φουσκωτές βάρκες, ούτε λιβυκό ψαράδικο, ούτε κάποιο πτηνό. Μόνο 360 μοίρες ορίζοντας.
«Είμαστε ολομόναχοι εδώ», είπε ο Ανί Μοντές, ένας από τους καπετάνιους του RHIB. Τα κύματα είχαν λίγο μεγαλώσει. Ο άλλος καπετάνιος του RHIB πρότεινε να πάμε νότια, σε περίπτωση που τα σκάφη που βρίσκονταν σε κίνδυνο είχαν παρασυρθεί. Εμείς ξεκινήσαμε και πάλι, οδηγώντας πάνω από μικρά κύματα και προσγειωνόμενοι κάθε φορά με έναν βαρύ γδούπο. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μοντές εντόπισε μια κουκίδα στον ορίζοντα. «Εκεί», φώναξε. «Εκεί είναι».
Καθώς πλησιάσαμε το φουσκωτό, οι ναυαγοσώστες φαίνονταν ξαφνιασμένοι: Υποτίθεται ότι θα ήταν τρεις βάρκες, αλλά θα μπορούσαμε να δούμε μόνο μια. Το φουσκωτό σκάφος είχε μήκος περίπου 30 πόδια και ξεχείλιζε από ανθρώπους. Οι άνδρες κάθονταν γύρω από την άκρη του σκάφους, και οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν συγκεντρωμένα στο κέντρο. Οι επιβαίνοντες φαίνονταν ταραγμένοι, συνωστισμένοι και κρύωναν. Καθώς πλησιάζαμε στο RHIB, λίγοι χαιρέτησαν, αλλά οι περισσότεροι απλά έτρεμαν και κοιτούσαν. Το πλήρωμα μοίραζε σωσίβια στους πρόσφυγες, οι οποίοι ήταν κυρίως από τη Δυτική Αφρική, όταν ήρθε μια κλήση από το ασύρματο από το Golfo Azzurro- είχαν βρεθεί τα άλλα δύο σκάφη, το καθένα μετέφερε άλλα 120 άτομα. Η ιταλική ακτοφυλακή ήταν στο δρόμο για να βοηθήσει, είπε ο καπετάνιος, αλλά θα περνούσαν μερικές ώρες μέχρι να φτάσουν.
Ένα από τα RHIB έμεινε με το πρώτο πλοίο, ενώ εμείς γυρίσαμε στο Golfo Azzurro. Πλέοντας δίπλα στο πλοίο, οι πρόσφυγες περίμεναν με ηρεμία μέσα στο φουσκωτό. Το άλλο σκάφος, ωστόσο, είχε μερικώς ξεφουσκώσει και οι άνθρωποι ήταν όρθιοι και νευρικοί. Μας κάλεσαν κατ’ επανάληψη στο φουσκωτό για να μας δείξουν τα ξεφουσκωμένα μέρη του σκάφους, το οποίο έκλινε προς το κάτω υπό το βάρος του κόσμου στη βάρκα και ήταν μόλις και μετά βίας πάνω από το νερό. Όταν στέκονται όρθιοι πολλοί άνθρωποι η λέμβος μπορεί να γύρει και έτσι οι ναυαγοσώστες τράβηξαν μια- μια τις γυναίκες και τα παιδιά από τη ξεφούσκωτη βάρκα και τα μετέφεραν στο Golfo Azzurro, ελπίζοντας να μειωθεί το βάρος, ενώ περίμεναν για την ακτοφυλακή.
Οι ναυαγοσώστες μοιράστηκαν παλιές ιστορίες διασώσεων. Ο Φοστίνο Μάρτα, ναυαγοσώστης από την Αργεντινή, ήταν θορυβημένος από τον αριθμό των ζωών σε κίνδυνο. «Τρεις βάρκες- αυτό σημαίνει πάνω από 300 άτομα», δήλωσε ο Μάρτα. «Αν δεν είχαμε έρθει, αυτό θα ήταν σαν να είχε συντριβεί εδώ στη θάλασσα ένα πλήρες εμπορικό αεροσκάφος».
Το περασμένο καλοκαίρι, υπήρχαν πάνω από δώδεκα διαφορετικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που έκαναν περιπολία κοντά στη Λιβύη, αλλά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ήταν μόνο η Proactiva Open Arms και μια κοινή επιχείρηση μεταξύ των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και της SOS Méditerranée. Πρόσφυγες συνέχιζαν να διακινδυνεύουν με αυτό το ταξίδι, με την ελπίδα να διασωθούν, σαν να δείχνουν εμπιστοσύνη προς μια δυνητικά θανατηφόρα βουτιά στη θάλασσα. Ο Κάναλς και το άλλο πλήρωμα του Golfo Azzurro είπαν ότι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να περιπολούν κοντά στα ύδατα της Λιβύης.
«Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη συνέχεια, είμαστε εδώ για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα πνίγει κανένας», δήλωσε ο Κάναλς.
Τυπικά, κάθε χώρα στη Μεσόγειο έχει την ευθύνη για τον συντονισμό της δικής της ζώνης για έρευνα και διάσωση (ζώνη SAR), αλλά η ακτοφυλακή της Λιβύης είναι περιορισμένη και αποκεντρωμένη όπως και η υπόλοιπη κυβέρνηση σε περίοδο πολέμου και δεν μπορεί να διευθετήσει το πλήθος των πλοίων που αναχωρούν από τις ακτές της. Επιπλέον, υπήρξαν αναφορές ότι τα μέλη της λιβυκής ακτοφυλακής εμπλέκονται σε λαθρεμπόριο μεταναστών.
Ο Κάναλς είπε ότι βλέπει στην Proactiva έναν πρόσθετο ρόλο για την άσκηση πίεσης στις ευρωπαϊκές αρχές να κάνουν περισσότερα για τη διάσωση των προσφύγων. Ενώ περιπολούν στα ύδατα αυτά, η Proactiva και άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις συχνά συναντούν βάρκες προσφύγων που χρήζουν βοήθειας για τις οποίες δεν έχει γίνει καμία κλήση κινδύνου, καθώς δεν διαθέτουν όλα τα σκάφη δορυφορικά τηλέφωνα. Με την αναφορά τέτοιων περιπτώσεων κινδύνου από μόνες τους, οι ΜΚΟ αναγκάζουν τις ιταλικές και ευρωπαϊκές αρχές να ξεκινήσουν μια διάσωση που διαφορετικά δεν θα είχαν αναλάβει ποτέ.
«Όταν οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την περιοχή SAR, χρειάστηκαν οι ΜΚΟ για να τους κάνουν να έρθουν πίσω», είπε ο Τζόι Τίμερμαν, ένας μηχανικός στο Golfo Azzurro ο οποίος έχει συνεργαστεί με τρεις διαφορετικές ΜΚΟ στην περιοχή. «Από τη στιγμή που υπάρχει αναφορά, είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Ωστόσο, η άποψη για τον παράγοντα έλξης έχει ισχυρούς οπαδούς. Ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος των συνόρων με καλή γνώση των επιχειρήσεων της Frontex και των αποφάσεων στα ανώτερα κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαίωσε ότι ο παράγοντας έλξης ήταν ο λόγος που η ζώνη περιπόλου της Frontex περιορίστηκε το 2014 και που η Frontex και τα ιταλικά πλοία εξακολουθούν να έχουν την τάση να μένουν μακριά από τη Λιβύη. (Ο αξιωματούχος ζήτησε να μείνει ανώνυμος, επειδή δεν είναι εξουσιοδοτημένος για να μιλήσει στον Τύπο. Η Frontex δεν απάντησε στα αιτήματα για σχολιασμό σχετικά με το γιατί περιόρισε τις περιπολίες).
Ο αξιωματούχος είπε στο The Intercept ότι, σύμφωνα με το πώς έχει κρίνει την κατάσταση, η Mare Nostrum δημιούργησε έναν παράγοντα έλξης για τη μετανάστευση το 2013 και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί συνέχισαν να λειτουργούν ως παράγοντας έλξης, δεδομένου ότι η ιταλική επιχείρηση καταργήθηκε σταδιακά. Ο αξιωματούχος στα σύνορα είναι επίσης σκεπτικός για την πρακτική της Frontex και της ευρωπαϊκής ακτοφυλακής, που παίρνουν τους πρόσφυγες από πλοία των ΜΚΟ, λέγοντας ότι μετατρέπεται σε μια «υπηρεσία πορθμείων» για τους μετανάστες. Υπερασπίζεται την απόφαση της Frontex για να κρατήσει τη ζώνη των περιπολιών της βορειότερα, ακόμη και αν αυτό σημαίνει περισσότερους πνιγμούς. Η επιστολή του Ρόεσλερ του 2014 λέει ότι «ήταν η σωστή πολιτική».
«Για να μην δημιουργήσουμε έναν παράγοντα έλξης, περιπολούμε μέχρι την περιοχή SAR της Μάλτας. Εμείς δεν καλύπτουμε τη Λιβύη», δήλωσε ο αξιωματούχος των συνόρων, υποστηρίζοντας ότι αν το ταξίδι φαίνεται μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο, οι πρόσφυγες «δεν θα βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, ειδικά τον χειμώνα, για να ταξιδέψουν όλη αυτή την απόσταση στα νότια της Μάλτας». Αλλά η άποψη αυτή διαψεύδεται από τα τελευταία στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, περίπου 16.000 άνθρωποι έχουν δοκιμάσει αυτήν τη διαδρομή από την αρχή του τρέχοντος έτους, ενώ υπήρξαν 477 καταγεγραμμένοι πνιγμοί. Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με τα πληρώματα των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, είναι γνωστό ότι πολλές βάρκες των προσφύγων εξακολουθούν να μην διασώζονται και χάνονται στο σκοτάδι. Ο θάνατός τους δεν γίνεται πάντα αντιληπτός.
Υπάρχει μια ευρωπαϊκή επιχείρηση που κάνει περιπολίες κοντά στη Λιβύη, όπου λειτουργούν οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί: μια συλλογική ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη γνωστή με το ισχυρό ακρωνύμιο EUNAVFOR Med. Το έργο της, όπως είπε ένας εκπρόσωπός της στο The Intercept, είναι να «διασπάσει τα επιχειρηματικά μοντέλα των λαθρεμπόρων» εντοπίζοντας πιθανούς διακινητές ζωών και, μετά τη διάσωση των προσφύγων, να καταστρέψει τις βάρκες τους, ώστε να μην μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν. Σε μια έκθεση που διέρρευσε σχετικά με τη δύναμη αυτή από το περασμένο έτος, η EUNAVFOR Med λέει ότι ο σχετικά μικρός αριθμός των διασώσεών της- περίπου 30.000 άνθρωποι από την έναρξη της λειτουργίας της το 2015, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου- «δεν έχει συμβάλει στην αύξηση της ροής των μεταναστών» και «δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική ως “παράγοντας έλξης”». Υπονοεί ότι η λειτουργία της διασώζει κάποιες ζωές στη θάλασσα, αλλά όχι πάρα πολλές.
Η δύναμη δεν φαίνεται να συνεργάζεται ενεργά με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, αν και διατηρεί μια ευρεία θέση επιτήρησης πάνω από την περιοχή μεταξύ των πόλεων της Λιβύης Ζουάρα και Μισράτα, από όπου αναχωρούν πολλά πλοία προσφύγων και στις εκθέσεις της δηλώνεται ξεκάθαρα η θανατηφόρα πραγματικότητα για τους πρόσφυγες που αφήνουν τη Λιβύη.
Σύμφωνα με μια παρόμοια αναφορά από τον Δεκέμβριο του 2015 που αρχικά δημοσιεύθηκε από το WikiLeaks, η επιχείρηση αυτή χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό πολεμικών πλοίων, υποβρυχίων και αεροπορικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους, για να διατηρήσει μια «μια σταθερή στενή παρουσία» πάνω από τα σημεία αναχώρησης. Η έκθεση από τα τέλη του 2016, που αρχικά διέρρευσε από τη βρετανική οργάνωση προστασίας της ιδιωτικής ζωής Statewatch, δήλωνε ότι αυτή η επιτήρηση δείχνει «τον πραγματικό χρόνο που κάνουν τα όργανα στην επιφάνεια που έχουν παραταχθεί για τον εντοπισμό συνοδών ή τσακαλιών, ιδιαίτερα κατά τα ξημερώματα, όταν ξεκινούν οι περισσότεροι από τη Λιβύη». (ως συνοδοί ή τσακάλια μπορεί να αναφέρονται τα πλοία που φορτώνουν και ρυμουλκούν το πλήθος των μεταναστών ή που βρίσκονται σε θέση επιφυλακής).
Η στρατηγική της καταστροφής ξύλινων σκαφών έχει λειτουργήσει, αναφέρει η EUNAVFOR Med στην έκθεσή της το 2016. Προσθέτει όμως ότι ως αποτέλεσμα, η χρήση των λιγότερο ασφαλών φουσκωτών έχει αυξηθεί. (Ο ανώτερος αξιωματούχος των συνόρων απέδωσε την αύξηση των φουσκωτών στις επιχειρήσεις διάσωσης, λέγοντας ότι λαθρέμποροι γνωρίζουν ότι τα σκάφη δεν χρειάζεται να πλεύσουν πολύ πριν τα μαζέψουν).
Η έκθεση του 2015 αναγνωρίζει ότι αυτά τα φουσκωτά έχουν ελάχιστη ή και καμία ελπίδα να καταφέρουν να φτάσουν στην Ευρώπη από μόνα τους. «Το να φτάσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στη Μάλτα ή ακόμα και τη Λαμπεντούζα [ένα νησί στα ανοικτά της Ιταλίας], είναι πολύ δύσκολο για αυτές τις βάρκες», δηλώνει.
«Ουσιαστικά, με τα περιορισμένα εφόδια και το μέγεθος της υπερφόρτωσης, τα σκάφη με τους μετανάστες είναι περιπτώσεις [απελπισίας] από τη στιγμή που ξεκινούν».
«Η πλειοψηφία των μεταναστών», καταλήγει η έκθεση του 2016, «εξακολουθεί να πεθαίνει μέσα ή πολύ κοντά στα λιβυκά χωρικά ύδατα».
Και οι δύο εκθέσεις εξηγούν ότι η EUNAVFOR Med έχει στενές σχέσεις ανταλλαγής πληροφοριών με την Frontex και τις ιταλικές αρχές. Η υπηρεσία επίσης «παρέχει στις ναυτικές αρχές πληροφορίες για την κατάσταση στις ΜΚΟ,» σύμφωνα με την έκθεση του 2016, αν και καμία από τις τέσσερις ΜΚΟ που έδωσαν συνέντευξη για αυτό το άρθρο δεν δήλωσε ότι έχει λάβει τέτοιες πληροφορίες.
Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί γνωρίζουν από πού και πότε αναχωρούν οι βάρκες των προσφύγων και αναγνωρίζουν ότι οι βάρκες δεν είναι σε θέση να φτάσουν στην Ευρώπη. Αλλά με μια υπολογισμένη απόφαση για την απόσυρση των πόρων της ΕΕ για τις διασώσεις από την ακτή της Λιβύης, οι ιταλικές αρχές και οι ΜΚΟ φαίνεται να μην έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες και αφήνονται να εξαρτώνται από τις τηλεφωνικές κλήσεις από τις περιπτώσεις κινδύνου για να ψάξουν για τους πρόσφυγες στη θάλασσα.
Τα αποτελέσματα, όπως είδα, μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Όταν η ιταλική ακτοφυλακή τελικά έφτασε να βοηθήσει το Gοlfo Azzurro, η μεταφορά των προσφύγων μεταξύ των σκαφών έγινε αργά τη νύχτα. Καθώς προχωρούσε η διαδικασία, το πλοίο του λιμενικού φώτισε προς το τελευταίο φουσκωτό σκάφος με έναν μόνο προβολέα- πάνω από 100 άνθρωποι κάθονταν για ώρες, περιμένοντας, με φωσφορίζοντα πορτοκαλί γιλέκα που ξεχώριζαν μέσα στο σκοτάδι. Αφού ανέβηκε και ο τελευταίος στο πλοίο, είδα το ιταλικό πλήρωμα να συλλέγει τα δύο άδεια φουσκωτά σκάφη, να τα βρέχει με εύφλεκτα υγρά και να τα βάζει φωτιά. Καθώς το πλοίο της ακτοφυλακής χάνονταν στον ορίζοντα, τα δύο πλοία έμειναν να καίγονται και ένας βαρύς μαύρος καπνός δημιουργήθηκε κάτω από τον έναστρο νυχτερινό ουρανό.
Ο καπετάνιος του ιταλικού πλοίου είχε αποφασίσει ότι η Proactiva θα πρέπει να πάει την πλειοψηφία των προσφύγων στο Gοlfo στη Σικελία- ένα ταξίδι που θα πάρει 30 ώρες. Στη διαδρομή, χτύπησε καταιγίδα, με κύματα περίπου 20 ποδιών να φέρνουν πέρα δώθε το μεγάλο αλιευτικό σκάφος σαν να είναι μια σανίδα με άσφιχτες ρόδες. Πάνω από 200 πρόσφυγες συνωστίστηκαν σε ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο στο κέντρο του σκάφους, φυλάσσοντας τους εαυτούς τους από τα κύματα, κάτω από θερμικές κουβέρτες και καλύμματα.
Αλλά ο καιρός στην ακτή της Λιβύης ήταν ακόμα ήπιος και εκείνο το βράδυ ένα άλλο σκάφος με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Μισράτα της Λιβύης. Τα πλοία που ανήκουν στην Proactiva και στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα ήταν στα μισά του δρόμου προς τη Σικελία. Το ιταλικό σκάφος της ακτοφυλακής ήταν ήδη εκεί, στο λιμάνι. Όταν ήρθε η κλήση κινδύνου, το κέντρο συντονισμού διάσωσης ειδοποίησε την Frontex, η οποία έστειλε ένα πλοίο προς πρόσφυγες που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Αλλά το πλοίο της Frontex ήταν πολύ μακριά, κοντά στο νησί της Λαμπεντούζα. Μέχρι τη στιγμή που έφθασε το επόμενο πρωί, το πλοίο των προσφύγων είχε βυθιστεί και υπήρχαν μόνο τέσσερις επιζώντες. Υπολογίζεται ότι πνίγηκαν πάνω από 100 άνθρωποι.