του Θάνου Καμήλαλη

Μπορεί να μοιάζει παράταιρο να το λέμε, όταν αυτή η Πέμπτη, 14 Ιουλίου 2022 τον βρίσκει ελεύθερο, αλλά η καταδίκη του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, της επιλογής της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τη συγκεκριμένη θέση, είναι μία νίκη. Νίκη των θυμάτων που βρήκαν το σθένος να μιλήσουν, νίκη των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των ανθρώπων της Τέχνης που όρθωσαν ανάστημα απέναντι σε αυτό το σκάνδαλο. Μία νίκη του κινήματος metoo, σε κορυφαίο επίπεδο.

Είναι νίκη, γιατί η υπόθεση Λιγνάδη αποδεικνύεται μία μικρή επανάσταση. Του δήθεν αδύναμου του πιθανώς δακτυλοδεικτούμενου, του «τιποτένιου» για τα μάτια μιας μερίδας της κοινωνίας, απέναντι στον ευυπόληπτο, τον «κορυφαίο», τον «ξέρεις-ποιος-είμαι-εγώ-ρε», τον ιδιοκτήτη εξουσίας, τον πορφυρογέννητο. Γιατί, όπως σήμερα πλανάται οργισμένα το ερώτημα «ε και τι έγινε», όταν διαβάζαμε τη μαρτυρία του Νίκου Σ. στη Ναταλί Χατζηαντωνίου και καταλαβαίναμε ποιον αφορά η καταγγελία και ποιος είναι αυτός που καταγγέλλεται, πλανιόταν το «ε και τι θα γίνει;». Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο μεσοδιάστημα, απέναντι στον Δημήτρη Λιγνάδη, ε, όλο και κάτι έγινε. Πόσοι και πόσες πιστεύατε βάσιμα ότι θα φτάσουμε μέχρι εδώ; Όταν το Star έβγαζε το ρεπορτάζ με τον «γνωστό σκηνοθέτη στο μάτι του κυκλώνα για το… τίποτα», ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φώναζαν, τι έμοιαζε πιο πιθανό; Με την καταδικαστική απόφαση, το δάχτυλο της κρίσης άλλαξε οριστικά πλευρά. Στο μεσοδιάστημα, με τις αντιδράσεις, την προφυλάκιση, τη δίκη, ο φόβος άλλαξε πλευρά. Ο στόχος είναι να μείνει στην ίδια πλευρά.

Η υπόθεση Λιγνάδη επίσης, έχει βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας του metoo. Αφορά τον πιο ισχυρό όσων καταγγέλθηκαν και τις πιο ειδεχθείς πράξεις. Δεν έχουμε εδώ τα «τέλεια θύματα» που θα συγκινήσουν άμεσα τη μεγάλη μάζα της κοινωνίας. Υπήρχαν πάρα πολλά σημεία που έδιναν αφορμή για να προκληθούν γνωστές στερεότυπες συντηρητικές σκοταδιστικές αντιλήψεις. Είχαμε ομοφυλοφυλικές «πράξεις», που «εντάξει τους ξέρουμε αυτούς τι είναι, κάτι έκφυλοι». Είχαμε τον χώρο του θεάτρου, όπου «ε ντάξει τους ξέρουμε αυτούς, θέλουν δόξα και είναι και ελαφρών ηθών». Και είχαμε και το κλασικό σχήμα του «κάποιος καταγγέλλει έναν ισχυρό για να τον εκδικηθεί, γιατί δεν του έκανε τα χατίρια». Σε αυτά (συγγνώμη για την αναπαραγωγή), βασίστηκε κατά κάποιον τρόπο, λίγο ή πολύ και η ρητορική του Αλέξη Κούγια, που συνοψίστηκε στο «επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι». Μαζί με αυτά, είχαμε και την επόμενη θεωρία συνωμοσίας, ότι «θέλουν να βλάψουν την κυβέρνηση μέσω του Λιγνάδη». Τη σκιά του «Γιατί τώρα». Το κλασικό πλέον, σενάριο της «σκευωρίας», δηλαδή μάρτυρες και δημοσιογράφοι συνωμότησαν για να δημιουργήσουν μία ιστορία για πολιτική εκμετάλλευση.

Όλα αυτά γκρεμίστηκαν, όπως γκρεμίστηκε και ο Λιγνάδης από το βάθρο που του είχε χαριστεί. Τα θύματα αποδεικνύεται, στον πιο κακόπιστο, ότι είχαν τραύμα και δίκιο, ένα τραύμα που έμενε βουβό, ένα δίκιο για το οποίο πάλεψαν πολύ. Δεν πρέπει να το υποτιμάμε όλο αυτό και την πολυδιάστατη σημασία του. Για τον χώρο της Τέχνης, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ονόματα όπως Λιγνάδης και Φιλιππίδης βρέθηκαν κατηγορούμενα και αποκαθηλώθηκαν, είναι μήνυμα στον επόμενο που θα σκεφτεί κάποιου είδους κακοποιητική συμπεριφορά εκμεταλλευόμενος της θέση του και σε αυτούς που το κάνουν αυτή τη στιγμή. Δεν λύνει προφανώς το πρόβλημα, αλλά δίνει ένα σήμα ότι τα πράγματα αλλάζουν. Μπορεί να βρεθούν οι άνθρωποι που θα έχουν την ανάγκη να μιλήσουν.

Δεν ξέρω βέβαια αν εκεί χαμηλά, στον πάτο που έπεσε ο Λιγνάδης συνάντησε την ελληνική Δικαιοσύνη. Παραμένει αδιευκρίνιστο.

Ο Λιγνάδης προφυλακίστηκε ως ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων. Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξη. Δεν του δόθηκε κανένα ελαφρυντικό. Την ίδια μέρα, δεν κρίθηκε ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων και αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο για τον οποιονδήποτε καταδικασμένο ως βιαστή ανηλίκων; Όχι. Συνέβη για τον Λιγνάδη, που ποτέ δεν έδειξε την παραμικρή μεταμέλεια; Ναι. Και όλα δείχνουν ότι συνέβη, όχι με βάση τα στοιχεία του κατηγορούμενου, αλλά μόνο με βάση την κοινωνική του θέση. Όχι με βαση το ποιος είναι ο κατηγορούμενος ως προσωπικότητα, στοιχείο που αξιολογείται στα Δικαστήρια με απτά στοιχεία. Αλλά το ποιος είναι ως όνομα ο Δημήτρης Λιγνάδης, τι κοινωνική θέση κατέχει, ποιος είναι ο περίγυρός του. Η Δικαιοσύνη έβγαλε το μαντήλι γύρω από τα μάτια της, διάβασε το όνομά του και μόνο και αποφάσισε.

Η έλλειψη Δικαιοσύνης στη χώρα είναι ίσως η μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής κοινωνίας. Άλλες σοβαρές παθογένειες όπως η διαφθορά, εκπορεύονται από αυτό. Δεν υπάρχει, εν γένει, Δικαιοσύνη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν έντιμοι και ακέραιοι δικαστές και εισαγγελείς) και αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει έυκολα και ο φόβος της Δικαιοσύνης. Η κοινωνία η ίδια πιστεύει ότι δεν υπάρχει Δικαιοσύνη. Εδώ υπάρχουν εισαγγελείς, όπως η Ελένη Τουλουπάκη, που βρέθηκαν να ψάχνουν τη Δικαιοσύνη.

Λιγνάδης, Κορκονέας, Χορταριάς, Φιλιππίδης, μόνο σε 50 ημέρες. Για τον κάθε έναν, θα υπάρχει ένα δικανικό επιχείρημα που επιχειρεί να δικαιολογήσει την απελευθέρωση. Αλλά για όλους, υπάρχει και το στοιχείο της μεροληψίας. Απολαμβάνουν διαφορετικής μεταχείρισης από συμπολίτες τους που δεν βασίζεται σε αντικειμενικά. Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει ο Γιάννης Μιχαηλίδης, που βρίσκεται στην 52η μέρα απεργίας πέινας, για ένα δίκαιο αίτημα. Υπάρχει ο Βαγγέλης Σταθόπουλος, καταδικασμένος σε 19 χρόνια χωρίς στοιχεία. Υπάρχει ο Πάνος Καλαϊτζής, προφυλακισμένος με μόνο στοιχείο της κοινωνικές του επαφές. Υπάρχει επίσης ο «κοινός» καταδικασμένος ως βιαστής ανηλίκων, ο κοινός καταδικασμένος για θανατηφόρο σωματική βλάβη ενός άλλου «κοινού», ο κοινός καταδικασμένος για δολοφονία. Κανείς δεν μπορεί να πείσει ότι αυτές οι κραυγαλέες αντιφάσεις συμβαίνουν τυχαία.

Βρέθηκε λοιπόν το έγκλημα, αλλά δεν είχαμε τιμωρία. Βρήκαμε την ύβρι, την άτη, φτάσαμε, μέσω της κοινωνικής οργής, στη νέμεση, έλειψε η τίσις, δηλαδή η οριστική συντριβή.

Δύο πολύ σημαντικά γεγονότα, την ίδια μέρα, στην ίδια υπόθεση. Ξεχωριστά ως προς τη σημασία, αλλά και αλληλένδετα. Όπως ισχύει αυτό που επαναλαμβάνεται από την Τετάρτη, ότι η αναστολή μαύρισε το γεγονός της καταδίκης, ισχύει και το ανάποδο. Η δυσώδης απόφαση να χορηγηθεί αναστολή δίνει μεγαλύτερη αξία στο επίτευγμα της καταδίκης.

Τι μένει από όλα αυτά; Σίγουρα, μία καλύτερη κατανόηση της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Μία κοινωνία όπου η «ευυπόληπτοι» μπορεί και να είναι και βιαστές ανηλίκων και να καταδικαστούν σε πρώτο βαθμό γι αυτό. Μία κοινωνία όπου οι «ανίσχυροι» μπορούν να κερδίσουν τον ισχυρό και ο φόβος μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο. Μία κοινωνία όπου μπορεί κάποιος, κάποια, να αγωνιστούν για το δίκιο και το τραύμα τους και να πετύχουν κάτι χωρίς να έχουν κερδίσουν τίποτα από αυτή την εμπειρία, μόνο με το «σθένος του απελπισμένου». Μία κοινωνία όπου όμως το ισχυρό όνομα μετράει εκεί που δεν πρέπει, το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» καθορίζει και τη Δικαιοσύνη της. Μία κοινωνία περίπου σαν του Γκράμσι, όπου υπάρχουν τέρατα, αλλά και όπου το νέο παλεύει να γεννηθεί.

Έτσι είναι η κοινωνία, πολύπλοκη και μέσα από τις ρωγμές της προσπαθούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Με οργή, αλλά χωρίς ποτέ ξανά φόβο.