του Θάνου Καμήλαλη
Η μέχρι τώρα διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση είχε μέχρι σήμερα, τα εξής εγκληματικά λάθη: Μη ενίσχυση του Εθνικούς Συστήματος Υγείας, ανύπαρκτη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αποκαθήλωση της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων στα μάτια των πολιτών, προβληματική επιδημιολογική επιτήρηση, αντιφατικά και συχνά γελοία περιοριστικά μέτρα, κατασταλτικές απαγορεύσεις που συχνά έμοιαζαν τιμωρητικές, υπεραισιόδοξες δηλώσεις που διαψεύδονταν γεμίζοντας καχυποψία, αντιεπιστημονικός διαχωρισμός των κοινωνικών δραστηριοτήτων και των κανόνων που ισχύουν για αυτές, συνεχής προσπάθεια καλλιέργειας κοινωνικού αυτοματισμού.
Ε λοιπόν, οι ανακοινώσεις των νέων μέτρων από τον Υπουργό Υγείας, έχουν όλα τα παραπάνω μαζί.
Το κομμάτι της ενίσχυσης του ΕΣΥ και η ΠΦΥ είναι εκτός κυβερνητικής ατζέντας, με τον Βασίλη Κικίλια να αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά, όπως είναι δυστυχώς λογικό για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Περάσαμε ένα εξάμηνο μετρώντας τους νεκρούς κατά δεκάδες ή και εκατοντάδες, διαβάζοντας και ακούγοντας τις αγωνιώδεις κραυγές των υγειονομικών, τις δραματικές περιγραφές τους για το ελάχιστο προσωπικό, τις γεμάτες ΜΕΘ, την απουσία εξοπλισμού, την απουσία ακόμα και απλών κλινών. Πέρσι, τέτοια εποχή, οι μήνες που επρόκειτο να ακολουθήσουν έμοιαζαν, λόγω του πετυχημένου «πρώτου κύματος» που στην Ελλάδα δεν ήρθε ποτέ, μία μακρινή δυστοπία, ακόμα και στην εποχή της πανδημίας. Φέτος, με 326 διασωληνωμένους στις 24 Αυγούστου, σε ξεκάθαρα ανοδική πορεία, με τον εμβολιασμό μόλις στο 55%, είναι αδιανόητο να επιλέγεται η ίδια καταστροφική αδράνεια.
Το «κατόρθωμα» μάλιστα, είναι ότι στο κομμάτι της προστασίας της δημόσιας Υγείας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας, κάνει βήματα προς τα πίσω. Τα τεστ πλέον, αντί για πολύτιμο εργαλείο στο κομμάτι της επιδημιολογικής επιχείρησης, μετατρέπονται σε οικονομική τιμωρία. Αντί να επεκταθεί και άλλο το όποιο δωρεάν δίκτυο μαζικών τεστ στον πληθυσμό, εμβολιασμένους (καθώς μπορούν να μεταδώσουν) και μη, τα τεστ γίνονται όπλο καταστολης και νέας κερδοσκοπίας των ιδιωτικών κέντρων.
Στους πολίτες που δεν έχουν κάνει το εμβόλιο επιβάλλεται ουσιαστικά ένα χαράτσι, 40 ή και 80 ευρώ τον μήνα, ώστε να προσέρχονται στην εργασία τους. Οι ανεμβολίαστοι, οι περισσότεροι αυτούς ασφαλισμένοι μάλιστα, αποκλείονται σε αυτό το κομμάτι από το δημόσιο Σύστημα Υγείας, γεγονός απαράδεκτο. Aν μοιάζει «δίκαιο», τότε θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς το πού μπαίνει το όριο σε έναν τέτοιου είδους διαχωρισμό για την πρόσβαση στο ΕΣΥ. Το «καλά να πάθουνε» που μπορεί να λέει κάποιος εμβολιασμένος, ή το «θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε» που τους λέει η κυβέρνηση σαν άλλος Χλαπάτσας στο γνωστό σήριαλ, δεν είναι σοβαρό επιχείρημα σε μία κρίση δημόσιας Υγείας. Το επιχείρημα ότι λόγω κόστους, ο ανεμβολίαστος θα υποχρεωθεί να εμβολιαστεί, είναι υπεραισιόδοξο. Πέρα από το γεγονός ότι τα τιμωρητικά μέτρα μάλλον θα φέρουν αντίδραση, μιλάμε για πολίτες που ανησυχούν για την Υγεία τους. Τα 40 ευρώ τον μήνα, αν και οικονομικό χτύπημα, δύσκολα θα τους μεταπείσουν. Κι αλήθεια, η Επιτροπή των Λοιμωξιολόγων με ποια επιστημοσύνη αποφάσισε να επιτρέψει το να έχουμε χειρότερη επιδημιολογική επιτήρηση, με τεστ αποκλειστικά επί πληρωμή για ένα 30-40% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας;
Όσο για την πρόσβαση σε εστίαση, χώρους πολιτισμού κλπ, οι αντιφάσεις συνεχίζονται, απλά, προς το παρόν τουλάχιστον, αφορούν μόνο τους μη εμβολιασμένους, που θα ξαναθυμηθούν την εποχή που η κυβέρνηση είχε μία πανδημία σε έξαρση και έκλεινε τα περίπτερα τα μεσάνυχτα. Με ένα ραπιντ τεστ την εβδομάδα, θα μπορούν να βρίσκονται στους κλειστούς χώρους της εργασίας τους, θα αποκλείονται από τους κλειστούς χώρους της εστίασης, θα μπορούν να πηγαίνουν χωρίς κανέναν περιορισμό στους κλειστούς χώρους της λατρείας, ενώ με τεστ τις τελευταίες 48 ώρες θα πηγαίνουν σε κλειστούς χώρους πολιτισμού. Στο μεταξύ θα συνωστιζόμαστε όλοι μαζί στους κλειστούς χώρους των Μέσων Μεταφοράς (και πάλι καλά δηλαδή που δεν σκέφτηκαν τίποτα χειρότερο σε αυτό το κομμάτι). Με τους μη εμβολιασμένους πολίτες που δεν είναι αρνητές της πανδημίας (υπάρχει αυτή η κατηγορία και είναι σημαντική) να γνωρίζουν ότι και οι εμβολιασμένοι μπορούν να μεταδώσουν τον ιό, αν και πιθανότατα σε μικρότερο βαθμό. Όπως συμβαίνει εδώ και πάνω από έναν χρόνο πλέον, οι αντιφάσεις και τα «εδώ κολλάει εκεί δεν κολλάει» εντείνουν τις αμφιβολίες.
Ο ελέφαντας σε αυτό το δωμάτιο φυσικά, είναι το εξαιρετικά πιθανό σενάριο ενος νέου lockdown. H κυβέρνηση δηλώνει ξανά και ξανά ότι «η χώρα δεν θα ξανακλείσει», μιλώντας για τους εμβολιασμένους που «κέρδισαν την ελευθερία τους» και τους «αξίζει η κοινωνική ζωή», λές και πρόκειται για ένα προνόμιο που μας μοιράζει ο αυτοκράτορας Ανέμελος ο Β’ Μητσοτάκης. Είναι όμως απίθανό η αύξηση των διασωληνωμένων να μη φέρει και καθολικούς περιορισμούς, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό. Κι αν σήμερα πολλοί εμβολιασμένοι γελούν με τις συνέπειες που θα πληρώσουν οι «αντίπαλοί τους», μη εμβολιασμένοι, για τις επιλογές τους, θα έρθει δυστυχώς η ώρα που θα συμβεί και το αντίθετο. Για μία ακόμη φορά, η υπεραισιοδοξία των κυβερνώντων θα διαψευστεί οικτρά. Αλλά εδώ υπάρχει σχέδιο.
Η αλήθεια είναι ότι γύρω από τα εμβόλια, η κυβέρνηση έχει καταφέρει να επιβάλει την ατζέντα της, από πολύ νωρίς. Υπήρχε μία εποχή που ο Υπουργός Υγείας παρουσίαζε εμβόλια που δεν είχαμε και, την ώρα που το αφημένο στην τύχη του ΕΣΥ κατέρρεε με εκατόμβες νεκρών, ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης ήταν οι πρώτες δόσεις που έρχονται, μαζί με πύρινες αναρτήσεις κατά της «ψέκας». Όλα αυτά από τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι θα περνούσαν μήνες μέχρι ο μαζικός εμβολιασμός να έχει αποτέλεσμα στην προσπάθεια για οικοδόμηση του τείχους ανοσίας. Σταδιακά, η συζήτηση γύρω από τα εμβόλια κυριάρχησε, πάνω από τις ελλείψεις και τους νεκρούς που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Κυριάρχησε μάλιστα σε επικίνδυνο βαθμό, με υπερπροβολή των παρενεργειών από μεμονωμένους εμβολιασμούς και όλο το αλαλούμ με το AstraZeneca.
Πλεόν, η κουβέντα μεταφέρεται παραδίπλα, στους μη εμβολιασμένους πολίτες και στις ευθυνες τους. Ατομική ευθύνη, υπαρκτή μεν αλλά πάλι μόνη της, με πολύ ενισχυμένη δόση. Κρατική ευθύνη όμως πλέον πουθενά, εξαφανισμένη από ένα «εγώ σας έφερα το εμβόλιο, κόψτε τον λαιμό σας». Ένα απλό παράδειγμα: Πέρσι συζητούσαμε για την ανάγκη να είναι μικρότερες οι τάξεις στα σχολεία. Φέτος η κουβέντα για τα σχολεία εξαντλείται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των εκπαιδευτικών. Όταν τα πράγματα σκουρύνουν κι άλλο, είναι φανερό ότι θα επικρατήσει μόνο διχασμός και κοινωνικός αυτοματισμός. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα μελλοντικό διάγγελμα Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση που εδώ και δύο χρόνια έχει κάνει τον κοινωνικό αυτοματισμό σημαία, κατά φοιτητών, εκπαιδευτικών, προσφύγων, απεργών, εργαζόμενων και όποιου βρεθεί στο διάβα της, βλέπει αυτήν την κατάσταση και τριβει τα χέρια της. Επιτέλους, μετά τους ανεύθυνους νέους και τους ανεύθυνους διαδηλωτές, έχει βρεθεί ο κατάλληλος αποδιοπομπαίος τράγος για να ξεπλύνει στα μάτια πολλών ψηφοφόρων τη χρόνια εγκληματική της διαχείριση, μαζί με την αποτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος.
Τίποτα όμως από όσα παρακολουθήσαμε και θα παρακολουθήσουμε δεν ήρθε ξαφνικά, ουρανοκατέβατο. Όπως ακριβώς τα νομοσχέδια που περνούσε η κυβέρνηση με την κοινωνία κλειστή και σοκαρισμένη, έφεραν μαζικές διαδηλώσεις εν μέσω του δεύτερου κύματος, έτσι και στο υγειονομικό κομμάτι, μία φωτογραφία της στιγμής δεν είναι ποτέ αρκετή. Η διαχρονική υποβάθμιση του ΕΣΥ έφερε τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό που αποδείχτηκαν μοιραίες. Τα «νικήσαμε τον κορονοϊό» πέρσι το καλοκαίρι άνοιξαν τον δρόμο στον εφιάλτη του περασμένου φθινοπώρου και χειμώνα. Οι αντιφάσεις και οι πολιτικές υποχωρήσεις των επιστημόνων της Επιτροπής έφεραν τη δυσπιστία των πολιτών στις προτροπές τους, τον ευτελισμό της Επιστήμης. Η εργαλειοποίηση της πανδημίας και οι συνεχείς ανεδαφικές υποσχέσεις της κυβέρνησης, μαζί με τον διχαστικό της λόγο έφεραν καχυποψία και πολλά «κάτι μας κρύβουν». Η πολιτικά εγκληματική διαχείριση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, προκαλεί μόνο τιμωρίες. Σταδιακά, για όλους μας.