Οπως σημείωσε η κ. Λόλορ χτες σε συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο Crowne Plaza και μεταδίδει η efsyn.gr, το ζήτημα της στοχοποίησης των συγκεκριμένων υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και ευρύτερα οργανώσεων και δημοσιογράφων που ασχολούνται με το προσφυγικό, τέθηκε υπόψη της κατά τη διάρκεια της δεκαήμερης επίσκεψής της στη χώρα μας, της πρώτης που πραγματοποιεί η ειδική εισηγήτρια.

«Πρόκειται για επιθέσεις σε υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ό,τι με αφορά, κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό και συμβάλλει στη δημιουργία μιας κατάστασης επικίνδυνης για τους ίδιους. Είναι κάτι απαράδεκτο και προκαλεί τεράστιο και διάχυτο φόβο σε ανθρώπους, όταν αντιμετωπίζουν σε συχνή βάση το ενδεχόμενο ποινικοποίησης, απειλές θανάτου ή επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», σημείωσε. Η κ. Λόλορ σημείωσε ανησυχία και έκπληξη από όσα διαπίστωσε κατά την επίσκεψή της στη χώρα μας, μια χώρα με πλούσια ιστορία, όπως είπε, η οποία ωστόσο δεν συμβαδίζει με όσα διαπίστωσε για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τα δυο τελευταία χρόνια, τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας και διοικητικής πρακτικής όσο και σε επίπεδο ρητορικής εκ μέρους της κυβέρνησης.

«Αυτή η επίσκεψη επιβεβαίωσε ότι ένα περιοριστικό νομοθετικό και διοικητικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με το αρνητικό κλίμα προς την κοινωνία των πολιτών, οδήγησε σε μειωμένη παρακολούθηση, διαφάνεια και εποπτεία της κυβερνητικής δράσης σε ορισμένους τομείς. Αυτή η ικανότητα της κοινωνίας των πολιτών να καταγράψει και, εάν είναι απαραίτητο, να καταγγέλλει παραβιάσεις που τελούνται από την εκτελεστική εξουσία, είναι καίριας σημασίας σε μια δυναμική, δημοκρατική κοινωνία», υπογράμμισε.

Εξέφρασε την ανησυχία της για τους υπερασπιστές των δικαιωμάτων των προσφύγων: «Γίνονται στόχος εχθρικών σχολίων, μεταξύ άλλων από κυβερνητικούς φορείς. Χαρακτηρίζονται προδότες, εχθροί του κράτους, Τούρκοι πράκτορες, εγκληματίες και λαθρέμποροι και διακινητές. […] Η σπίλωση συγκεκριμένων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα μέσα ενημέρωσης, οι εκστρατείες συκοφαντικής δυσφήμισης και οι απειλές κατά της ζωής στο διαδίκτυο και εκτός επιβαρύνουν ιδιαίτερα αυτούς που το ίδιο το κράτος θα έπρεπε να υπερασπίζεται ως συμμάχους του ως προς τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του για σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», είπε.

Αναφέρθηκε επίσης στον τρόπο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τους δημοσιογράφους: «Οι δημοσιογράφοι που αντικρούουν το αφήγημα της κυβέρνησης σχετικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών βρίσκονται συχνά υπό πίεση και δεν έχουν πρόσβαση σε πηγές ενημέρωσης […] συμβάλλοντας περαιτέρω στη γενική έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις πολιτικές της κυβέρνησης στον τομέα αυτό. Οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν αναφορές για ζητήματα διαφθοράς αντιμετωπίζουν μερικές φορές απειλές, ακόμη και κατηγορίες». Διαπίστωσε ότι μετά το 2019 έχει επέλθει σημαντική μεταβολή στο πλαίσιο «μιας πολιτικής που δίνει έμφαση στην “ασφάλεια” αντί στην ανθρωπιστική βοήθεια», με αποτέλεσμα οι υπερασπιστές να «δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να επιτελέσουν το έργο τους, ιδίως σε τομείς που μπορεί να θεωρούνται αμφιλεγόμενοι ή γεωπολιτικά πολύπλοκοι και ευαίσθητοι». Και σημείωσε: «Με ανησυχεί ιδιαίτερα η ποινικοποίηση της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ελλάδα. Η αλληλεγγύη δεν πρέπει ποτέ να τιμωρείται και η συμπόνοια δεν πρέπει ποτέ να δικάζεται».

Απαντώντας σε ερωτήσεις, επισήμανε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει βγάλει επανειλημμένες αποφάσεις το 2022 που ζητούν από την κυβέρνηση να διασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση προσφύγων και την πρόσβασή τους στο άσυλο, ιδίως σε όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε νησίδες στον Εβρο, ωστόσο «οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ανταποκριθεί σε όλες τις περιπτώσεις». Σημείωσε ότι αντιθέτως «υπάρχουν αναφορές για επαναπροωθήσεις των προσφύγων στην Τουρκία και δημοσιεύματα που διαδίδουν ότι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανακρίνονται για συμμετοχή σε διακίνηση παράτυπων μεταναστών».

Ζήτησε να αλλάξει η νομοθεσία για την ποινικοποίηση της διευκόλυνσης της παράτυπης μετανάστευσης, καθώς είναι ασαφής και εφαρμόζεται καταχρηστικά. «Το ευρύ κοινό επηρεάζεται τόσο από την αρνητική ρητορική των υψηλά ιστάμενων προσώπων όσο και από τη δυσμενή απεικόνισή τους στα μέσα ενημέρωσης, συγχέοντας συχνά τις δραστηριότητές τους με εκείνες των διακινητών και των εγκληματικών δικτύων», υπογράμμισε.

Σημείωσε την έντονη αντίθεσή της στο Μητρώο Μελών ΜΚΟ που θέσπισε το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, σημειώνοντας ότι αποτελεί κρίσιμο ζήτημα που το έθεσε στις συναντήσεις της με τους αρμόδιους υπουργούς, όπως το είχε θέσει πρόσφατα σε επιστολή της στην κυβέρνηση, εκφράζοντας την ελπίδα να υπάρξει σύντομα ανταπόκριση.

«Η επιβολή της εγγραφής σε μια συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας των πολιτών και οι δυσανάλογες απαιτήσεις που περιλαμβάνει η ίδια η διαδικασία εγγραφής παραβιάζουν τις υποχρεώσεις της Ελλάδας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημιουργούν διακρίσεις. Η επαχθής διαδικασία σε συνδυασμό με τη μεγάλη ευχέρεια που έχουν οι αρμόδιες αρχές να αρνηθούν την εγγραφή ΜΚΟ που υποβάλλουν αίτηση έχουν αποτέλεσμα να περιορίζουν ακόμα περισσότερο τον χώρο δράσης της κοινωνίας των πολιτών και να αυξάνουν σημαντικά και δυσανάλογα τον έλεγχο της πολιτείας στο έργο των ΜΚΟ στον τομέα της μετανάστευσης», επισήμανε.

Ως προς την κατάσταση στις προσφυγικές δομές, επισήμανε ότι οι βελτιώσεις «συνοδεύονται από μια προοδευτική στροφή προς πιο ενισχυμένες από πλευράς ασφάλειας δομές, που σε συνδυασμό με τις απομονωμένες τοποθεσίες, έχουν αντίκτυπο στη μετακίνηση και των αιτούντων άσυλο και των ανθρώπων που προσπαθούν να τους βοηθήσουν».

Ως προς τις νέες δομές των νησιών, σημείωσε ότι «μοιάζουν υπερβολικά ελεγχόμενες, μοιάζουν με φυλακή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τις περιγράψεις. Δημιουργούν αίσθημα καταπίεσης, κανείς δεν θα ήθελε να ζει εκεί». Και ανέφερε το περιστατικό στην αρχή της εβδομάδας όταν δυο παιδιά την πλησίασαν με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, καθώς είχαν την επομένη συνέντευξη ασύλου, αλλά δεν τους είχε παρασχεθεί νομική βοήθεια και δεν ήξεραν ούτε ποια ήταν η διαδικασία ούτε τα δικαιώματά τους.

Χαρακτήρισε προβληματικό τον νόμο του Ιουλίου του 2020 που θέτει περιορισμούς στις διαδηλώσεις και μίλησε για την υποκριτική στάση της Ε.Ε., που από τη μία δηλώνει ότι ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την πρόσβαση στο άσυλο αλλά από την άλλη δεν υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να μοιραστούν την ευθύνη.

Από την πλευρά τους, πηγές του υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου, απαντώντας στην κ. Λόλορ, επιμένουν ότι η Ελλάδα «σέβεται απόλυτα τη δράση» των υπερασπιστών και απορρίπτουν «κάθε κατηγορία περί δημιουργίας δυσανάλογων βαρών και περιορισμού της δραστηριότητάς τους». «Γροθιά στο στομάχι» χαρακτήρισε τις διαπιστώσεις της ειδικής εισηγήτριας του ΟΗΕ ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Αρβανίτης και κάλεσε την κυβέρνηση να αφήσει τις «επικίνδυνες και ανατριχιαστικές θεωρίες περί “εσωτερικών εχθρών” που άτεχνα επιχειρείται η αναβίωσή τους, γυρίζοντας τη χώρα στον μετεμφυλιακό ζόφο του κράτους της Δεξιάς».