«Οι γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν και μια ελλιπής στήριξη από την Ε.Ε. οδηγούν σε ορισμένα ερωτήματα για την Ελλάδα γύρω από τη μετανάστευση, τα οποία δεν έχουν τεθεί για πολλά άλλα κράτη», τόνισε η Mary Lawlor, Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη δήλωσή της μετά το τέλος της δεκαήμερης επίσκεψής της στην Ελλάδα.

«Η τρέχουσα προσέγγιση της κυβέρνησης απέναντι στο ζήτημα καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο πλαισιώνει τη μετανάστευση ως ένα ζήτημα ασφάλειας και πρόληψης», ανέφερε η κα Lawlor. «Με αυτόν τον τρόπο έχει καλλιεργηθεί μια ατμόσφαιρα φόβου – και ιδίως ενός φόβου ποινικοποίησης – ανάμεσα στους πρόσφυγες, τους αιτούντες άσυλο, τους μετανάστες και τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τους στηρίζουν από αλληλεγγύη».

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει αναθέσει στην κα Lawlor την προώθηση της εφαρμογής της Διακήρυξης του ΟΗΕ για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον πλανήτη. Επισκέφθηκε την Ελλάδα κατόπιν πρόσκλησης της ελληνικής κυβέρνησης από τις 13 έως τις 22 Ιουνίου για να αποτιμήσει την κατάσταση που επικρατεί σε σχέση με τα άτομα που προάγουν και προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα.

Η Ειδική Εισηγήτρια συνάντησε εκπροσώπους υπουργείων στην Αθήνα, ενώ επισκέφθηκε επίσης τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και τη Θεσσαλονίκη για να συνομιλήσει με τις τοπικές αρχές. Είχε συζητήσεις με αστυνομικούς διευθυντές, εισαγγελείς, την Ελληνική Ακτοφυλακή και εκπροσώπους διεθνών οργανισμών.

Επισκέφθηκε επίσης δομές στις οποίες διαμένουν πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Σε κάθε τοποθεσία, η κα Lawlor είχε συναντήσεις με υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Οι υπερασπιστές στην Ελλάδα, οι οποίοι εργάζονται προκειμένου να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των προσφύγων, των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, δέχονται τεράστια πίεση. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι μετανάστες, που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο όταν επιτελούν έργο που αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα», υπογράμμισε η εμπειρογνώμων του ΟΗΕ.

«Στην αιχμή του δόρατος βρίσκονται οι διώξεις, στο πλαίσιο των οποίων πράξεις αλληλεγγύης επανερμηνεύονται σαν να πρόκειται για εγκληματική δραστηριότητα, συγκεκριμένα ως έγκλημα διακίνησης ανθρώπων», είπε η κα Lawlor. «Ο αρνητικός αντίκτυπος τέτοιων υποθέσεων πολλαπλασιάζεται από τις εκστρατείες συκοφαντικής δυσφήμισης που διαιωνίζουν μια ψευδή εικόνα γύρω από τους υπερασπιστές».

Η Ειδική Εισηγήτρια προειδοποίησε ότι η πολιτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να «προκαλεί ασφυξία» στην κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα ανέφερε:

«Ιδιαίτερη ανησυχία μου προκαλούν επίσης οι αναφορές των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως εκείνων που υποστηρίζουν μετανάστες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, οι οποίοι γίνονται στόχος εχθρικών σχολίων, μεταξύ άλλων από κυβερνητικούς φορείς. Χαρακτηρίζονται ως προδότες, εχθροί του κράτους, Τούρκοι πράκτορες, εγκληματίες και λαθρέμποροι και διακινητές. Τέτοιες δηλώσεις, ειδικά όταν προέρχονται από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, ενισχύουν το γενικευμένο αρνητικό κλίμα που επικρατεί απέναντι στον ρόλο και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού όσο και από την αστυνομία και άλλους σχετικούς φορείς. Έτσι, περιορίζεται ακόμη περισσότερο ο διαθέσιμος χώρος δράσης των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ενδέχεται να επηρεαστούν οι δραστηριότητές τους και να αυξηθεί η αυτολογοκρισία τους. Η σπίλωση συγκεκριμένων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα μέσα ενημέρωσης, οι εκστρατείες συκοφαντικής δυσφήμισης και οι απειλές κατά της ζωής τόσο μέσα στο διαδίκτυο όσο και εκτός, επιβαρύνουν ιδιαίτερα αυτούς που το ίδιο το κράτος θα έπρεπε να υπερασπίζεται ως συμμάχους του απέναντι στη συμμόρφωση με την υποχρέωσή για σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», φωτογραφίζοντας με τον πιο εύστοχο τρόπο την στοχοποίηση του διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο από την κυβέρνηση και τις αρχές.

Η κα Lawlor είπε ότι το κλίμα φόβου και ανασφάλειας που δημιουργείται από αυτήν την πολιτική ενισχύεται από στοιχεία του νομικού πλαισίου, ιδίως από το Μητρώο ΜΚΟ για τις οργανώσεις που ασχολούνται με τη μετανάστευση το οποίο χαρακτηρίζεται από διακρίσεις, καθώς και από δηλώσεις υψηλόβαθμων κυβερνητικών εκπροσώπων που επιτίθενται και υπονομεύουν το έργο των ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όσοι εργάζονται για την τεκμηρίωση και την πρόληψη της ιδιαίτερα σοβαρής πρακτικής των άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (pushbacks) είναι εκτεθειμένοι σε ιδιαίτερο ρίσκο, δήλωσε η εμπειρογνώμων. Οι άτυπες αναγκαστικές επιστροφές γυρίζουν βίαια τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στα σύνορα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές τους περιστάσεις ή να τους δίνεται η δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση ασύλου.

Εξέφρασε επίσης την ανησυχία της για την κατάσταση των υπερασπιστών των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ και των γυναικών στη χώρα, καθώς και όσων ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία πάνω σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως σχετικά με τη μετανάστευση και τη διαφθορά. Η Ειδική Εισηγήτρια απηύθυνε έκκληση στην Ελλάδα να αναλάβει ρόλο υπέρμαχου των δικαιωμάτων αυτών των ομάδων και να συνεργαστεί μαζί τους για τη λήψη μέτρων που θα δημιουργήσουν ένα πιο θετικό κλίμα για να επιτελούν το έργο τους.

«Οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες που έχουν εκλεγεί να εκπροσωπούν έχουν πολλά να κερδίσουν από την αναγνώριση και την προώθηση του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση», δήλωσε η κα Lawlor. «Προτρέπω την κυβέρνηση να προσεγγίσει όλους όσοι εργάζονται για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αντιμετωπίζοντάς τους ανοιχτά και ως σύμμαχους, ανεξάρτητα από τα θέματα που διακυβεύονται».

Η Ειδική Εισηγήτρια θα παρουσιάσει την πλήρη έκθεση για την επίσκεψή της στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Μάρτιο του 2023.