της Νεκταρίας Ψαράκη

Κάποιοι από εσάς με γνωρίζετε, κάποιοι όχι. Είμαι 24 χρονών και εργάζομαι ως δημοσιογράφος στο The Press Project περίπου ένα χρόνο. Τους τελευταίους μήνες ασχολούμαι ενεργά με το προσφυγικό ζήτημα και με τη δική σας χρηματική υποστήριξη είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω σε αρκετά νησιά όπως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σύρο και να καλύψω δημοσιογραφικά δικαστικές υποθέσεις κατατρεγμένων ανθρώπων. Προσφύγων, που κατά τη διαδικασία αναζήτησης μίας καλύτερης ζωής βρέθηκαν ξαφνικά πίσω από τα σίδερα των ελληνικών φυλακών καταδικασμένοι σε εκατοντάδες χρόνια κάθειρξης με ανυπόστατα κατηγορητήρια, στα πλαίσια μίας γενικότερης αντιμεταναστευτικής πολιτικής με βασική στρατηγική την ποινικοποίηση της μετανάστευσης που χαράσσει η κυβέρνησή μας.

Πριν μερικές ημέρες, ήταν προγραμματισμένη η δίκη τεσσάρων προσφύγων για διακίνηση μεταναστών σε πρώτο βαθμό, μεταξύ αυτών και ενός Κούρδου πολιτικού πρόσφυγα με ανυπόστατο κατηγορητήριο. Είναι γνωστή άλλωστε η ευκολία με την οποία οι προανακριτικές αρχές αποδίδουν σκληρές κατηγορίες σε μετανάστες, κατάσταση που έχει πολύ συχνά ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χρόνια κάθειρξης αθώων ανθρώπων. Μοναδικό «όπλο» ορισμένων κατατρεγμένων, δεδομένου ότι το κράτος δεν είναι σύμμαχος, είναι η δημοσιοποίηση της ιστορίας τους. Διότι υπάρχουν και οι άλλοι. Οι λιγότερο «τυχεροί» άτυχοι. Που σαπίζουν για χρόνια στα ελληνικά κελιά ενώ είναι αθώοι και η ιστορία τους μένει στα αζήτητα. Και εδώ κολλάω εγώ. Η δική μου δουλειά. Η δουλειά της δημοσιογράφου, που οφείλει να ασκεί έλεγχο στην εξουσία, να ανεβάζει την ένταση των φωνών που κάποιοι θεωρούν 10ης κατηγορίας και κρατούν για χρόνια στο mute. Για να μη μένουν στα αζήτητα.

Στην αρχή ενόχλησε το λάπτοπ μου

Έφτασα στο Εφετείο των Χανίων στις 9:00. Ενημερώθηκα από τους δικηγόρους ότι η δίκη, παρά το γεγονός ότι ήταν η πρώτη, θα καθυστερήσει. Ο Κούρδος πρόσφυγας βρισκόταν εκεί, μαζί με τους τρεις δικηγόρους του και δύο αστυνομικούς. Θεώρησα καλή ευκαιρία να πάρω άδεια για να μιλήσω μαζί του on camera. Να πει ο ίδιος την ιστορία του. Οι αστυνομικοί μετέφεραν το αίτημά μου στο δικαστήριο και η απάντηση ήταν άμεση και αρνητική. Σεβόμενη την απόφαση του δικαστηρίου μπήκα μέσα στην αίθουσα και κάθισα στις θέσεις του ακροατηρίου περιμένοντας να ξεκινήσει η δίκη και να προχωρήσω σε απλή καταγραφή των όσων εκτυλίσσονται, όπως κάνω κάθε φορά.

Εδώ ίσως κολλάει να σας πω – και δεν είναι τοποθέτηση προϊόντος – ότι γράφω γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Έχω συνηθίσει να μπορώ να πληκτρολογώ όλα όσα λέγονται μέσα στη δικαστική αίθουσα. Ατάκα και λεπτό. Σε όλες τις ακροαματικές διαδικασίες χρησιμοποιώ το λάπτοπ μου και ποτέ δεν είχα κάποιο πρόβλημα. Γνωρίζω φυσικά ότι απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση να ηχογραφήσω, να βιντεοσκοπήσω και να φωτογραφήσω.

Στην αρχή, ήμουν μόνο με το κινητό μου. Ξαφνικά, ένας αστυνομικός πλησιάζει την έδρα, συνομιλεί με τον αντιεισαγγελέα και στη συνέχεια έρχεται προς το μέρος μου. Με ενημερώνει ότι «απαγορεύονται τα κινητά». Του απαντώ λοιπόν ότι ούτε βιντεοσκοπώ, ούτε φωτογραφίζω και απομακρύνεται. Στη συνέχεια, έβγαλα από την τσάντα μου το λάπτοπ μου. Ο αντιεισαγγελέας ζήτησε ξανά στον αστυνομικό να πλησιάσει την έδρα. Ήταν σαφές ότι κάτι συζητούσαν για εμένα. Ο αστυνομικός έρχεται προς το μέρος μου ξανά λέγοντάς μου ότι υπάρχει εντολή να κλείσω το λάπτοπ μου διότι «το δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα χρησιμοποιήσω τη συγκεκριμένη συσκευή». Μάλιστα, μου είπε ότι υπάρχει σαφής εντολή να απομακρυνθώ σε περίπτωση που δεν υπακούσω. Είπα στον αστυνομικό ότι είμαι δημοσιογράφος, ότι εκπροσωπώ το μέσο The Press Project, ότι έρχομαι από την Αθήνα και ότι μέχρι στιγμής, σε όσες δίκες έχω πάει, ποτέ δεν αποτέλεσε πρόβλημα το εργαλείο της δουλειάς μου. Ενημέρωσα φυσικά ότι γνωρίζω πως απαγορεύεται η φωτογραφία, η ηχογράφηση και το βίντεο και ότι χρησιμοποιώ το λάπτοπ μόνο για πληκτρολόγηση σε word, πράγμα καθόλου παράνομο.

Ο αστυνομικός μετέφερε τα όσα είπα στον αντιεισαγγελέα, συζήτησαν και με πλησίασε ξανά. Αυτή τη φορά, κατέγραψε χειρόγραφα το ονοματεπώνυμό μου και την επωνυμία του μέσου μου, ενώ μου ζητήθηκε δημοσιογραφική ταυτότητα. Εγώ ενημέρωσα ότι εξαιτίας της μικρής μου δηλωμένης προϋπηρεσίας δεν είμαι ακόμα μέλος της ΕΣΗΕΑ. Ταυτόχρονα, επισήμανα ότι αφενός, εφόσον η δίκη δεν είναι κεκλεισμένων των θυρών μπορώ να παρευρίσκομαι χωρίς δημοσιογραφική ταυτότητα και αφετέρου, ότι η κατοχή δημοσιογραφικής ταυτότητας από την ΕΣΗΕΑ δεν σημαίνει ότι είσαι εν ενεργεία δημοσιογράφος. Ακόμη σημείωσα ότι η αναίτια αποβολή μου από την αίθουσα σημαίνει στέρηση του δικαιώματος δημοσιοποίησης μίας υπόθεσης δημοσίου ενδιαφέροντος και αυθαίρετη παρακώλυση του δημοσιογραφικού μου έργου.

«Πείτε της να ρίξει κάτι πάνω της αλλιώς θα αποβληθεί»

Το σπασμένο τηλέφωνο συνεχίστηκε. Ο αστυνομικός πλησίασε την έδρα, παρέδωσε το χαρτάκι με τα στοιχεία μου και μετέφερε τα λεγόμενά μου. Συνομίλησαν, και με πλησίασε ξανά. «Ακολουθήστε με λίγο έξω», μου είπε. «Όχι», του είπα. «Σε παρακαλώ», μου είπε. Και τον ακολούθησα. Ήταν εμφανώς σε δύσκολη θέση και εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. «Πώς να σου το πω…», είπε χωρίς καν να με κοιτάει. «Ο εισαγγελέας είπε ότι αν δεν ρίξεις κάτι πάνω σου θα σε αποβάλει». Έμεινα να τον κοιτάω αποσβολωμένη. Έχασα τη μιλιά μου, δεν ήξερα τι να απαντήσω. «Τι κάτι;», τον ρώτησα. «Κοίταξε, δεν είναι δική μου η εντολή. Είπε ότι αν δεν ντυθείς θα αποβληθείς. Μπορούμε να σου δώσουμε εμείς ένα μπουφάν», μου είπε.

Εκείνη τη στιγμή με έπιασαν τα κλάματα. Δεν ξέρω αν έκλαιγα επειδή εν τέλει είμαι αδύναμος χαρακτήρας ή για να ξεσπάσω εκεί, για να μην κάνω κάτι χειρότερο και χάσω το δίκιο μου. Ένιωσα εξευτελισμένη. Κοιτούσα το λουλουδένιο μου μπλουζάκι το οποίο αφήνει ακάλυπτο το στέρνο και τους ώμους μου χωρίς να καταλαβαίνω τι πάει λάθος με εκείνο. Έκανα το λάθος που κάνουμε όλες μας. Έστρεψα την ευθύνη σε εμένα. Ο αστυνομικός με κοιτούσε να κλαίω σοκαρισμένος. Του είπα ότι αυτό που συμβαίνει είναι απαράδεκτο και σεξιστικό. Ότι δεν είμαι δικηγόρος για να υπακούω σε συγκεκριμένο dress code. Ότι μπορώ να φοράω ό,τι θέλω. Ότι θέλω να φοράω ό,τι θέλω. Ότι είμαι καλή δημοσιογράφος ακόμη και με αυτό το μπλουζάκι. Τα έλεγα για να τα ακούω.

«Δεν έχεις κάποιο ζακετάκι;», με ρωτάει ξανά δειλά. «Όχι, γιατί να έχω ζακετάκι στους 30 βαθμούς;», τον ρώτησα. «Θέλεις ένα δικό μας μπουφάν;», με ρώτησε ξανά, και αυθόρμητα με σκέφτηκα να επιστρέφω στη δικαστική αίθουσα με ένα μπλε αστυνομικό μπουφάν, πολλά νούμερα μεγαλύτερό μου, με τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου, βιώνοντας τον εξευτελισμό μου και την ικανοποίηση του εισαγγελέα στην φαντασία μου. «Όχι», του λέω. «Πού είμαστε; Στο Ιράν;», τον ρωτάω. «Δεν υπάρχει περίπτωση να αποβληθώ για αυτό τον λόγο. Δεν πάω πουθενά», του είπα. Σκούπισα τα μάτια μου και ξαναμπήκα στην αίθουσα με τον εισαγγελέα να καρφώνει το βλέμμα του στο δικό μου. Το στέρνο μου και οι ώμοι μου δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα στην ακροαματική διαδικασία απ’ ό,τι φάνηκε. Στη δίκη των τεσσάρων προσφύγων, δεν είχαν φροντίσει να υπάρχει μεταφραστής. Οπότε και διέκοψαν.

Για να είμαι ειλικρινής, η δίκη διακόπηκε την κατάλληλη στιγμή. Ήθελα λίγο χρόνο να ηρεμήσω, να σκεφτώ πώς να το διαχειριστώ. Να ανακτήσω την ψυχραιμία μου και να μπορώ να κάνω αργότερα ήρεμη τη δουλειά μου. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα στο δικαστήριο. Σύντομα αστυνομικοί και δικηγόροι γνώριζαν. Δεν βρέθηκε κανείς να μου προσάψει κάτι. «Ηρέμησε, είναι απαράδεκτος», έλεγαν.

Μετά από αρκετή ώρα, επιστρέψαμε στην αίθουσα. Πλέον είχε πάει μεσημέρι. Βλέπω τον αντιεισαγγελέα να περνάει από το παράθυρο και τους αστυνομικούς να με κοιτάνε ξανά. Ήξερα τι έρχεται και διατηρώ την ψυχραιμία μου. Περνούν λίγα λεπτά και με φωνάζουν έξω ξανά. «Ο αντιεισαγγελέας αναρωτήθηκε γιατί είσαι ακόμη εδώ ή γιατί δεν ρίχνεις κάτι πάνω σου. Τον ενημερώσαμε ότι δεν έχεις τι να φορέσεις και μας είπε “γιατί δεν πάει να αγοράσει κάτι να το βάλει”», μου είπαν. Ήμουν αποφασισμένη να μην ξανακλάψω. Να το αγνοήσω. Να κάνω τη δουλειά μου. Ήμουν στο δικαστήριο των Χανίων από τις 9:00. Είχε πάει 14:00. Ήμουν εξαντλημένη. Προσπάθησα να κατεβάσω ρολά και να συγκεντρωθώ στη δίκη. Έπρεπε να έχω καθαρό μυαλό για να γράψω. «Εγώ θα επιστρέψω στη θέση μου και θα δουλέψω. Αν μου απευθύνει το λόγο θα απαντήσω κατάλληλα. Δεν πάω πουθενά», λέω στον αστυνομικό και κάθομαι στη θέση μου. Λίγα λεπτά μετά η δίκη διακόπηκε ξανά, για να μας ενημερώσουν στις 15:00 ότι θα πραγματοποιηθεί εν τέλει την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου. Η πρώτη υπόθεση κατέληξε να αλλάζει ημερομηνία 6 ώρες αναμονής μετά, επειδή «δεν προλάβαμε». Εμπαιγμός.

Μερικές σκέψεις

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Την εμπειρία μου την βίωσα δια στόματος των αστυνομικών, οι οποίοι δήλωναν ότι λειτουργούσαν ως αγγελιοφόροι του αντιεισαγγελέα. Ο εισαγγελέας της έδρας δεν έχει δικαίωμα να αποβάλει από το ακροατήριο. Τη δικαιοδοσία αυτή, την έχει αποκλειστικά η Πρόεδρος. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αφενός ο αντιεισαγγελέας χρησιμοποίησε μεσάζοντες και δεν εξέφρασε τις απειλές του απευθυνόμενος απευθείας σε εμένα και που αφετέρου, το ζήτημα τέθηκε υπό συνεχή διάλογο μαζί μου αντί να εφαρμοστεί εξ αρχής, χωρίς πολλά πολλά, το παράλογο αίτημά του. Δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την απειλή του χωρίς εντολή της Προέδρου, η οποία αμφιβάλω αν αντιλήφθηκε το περιστατικό.

Δεύτερον. Το δίλλημα δεν ήταν «τζιν ή ταγέρ». Ήταν «δίκη με δημοσιογράφους ή χωρίς δημοσιογράφους». Ήμουν η μοναδική δημοσιογράφος στην αίθουσα και η παρουσία μου κατέστη γνωστή ήδη από το αρχικό αίτημά μου για συνέντευξη με τον κατηγορούμενο. Ενδεχομένως να ενόχλησε η δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης, γεγονός που το έχουμε συναντήσει και στα δικαστήρια της Μυτιλήνης, στη δίκη σε δεύτερο βαθμό των Αμίρ Ζαχίρι και Ακίφ Ρασούλι. Υπενθυμίζω ότι εκείνη την ημέρα εξαιτίας της παρουσίας δημοσιογράφων και βουλευτών, η έδρα αποφάσισε να αναβάλει επικαλούμενη την απουσία του μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο μάρτυρας κατηγορίας, ο λιμενικός, έλειπε και από τη δίκη σε πρώτο βαθμό, πράγμα όμως που δεν εμπόδισε την έδρα από το να καταδικάσει τους δύο σε 50 χρόνια κάθειρξης έκαστος. Όπως είπαμε, μοναδικό όπλο των κατατρεγμένων -αφού η δικαιοσύνη και το κράτος δεν είναι σύμμαχοι- είναι η δημοσιότητα. Και οι θεσμοί θα κάνουν τα πάντα για να τους αφήσουν εντελώς άοπλους. Η απόπειρα παρακώλυσης του δημοσιογραφικού μου έργου με ανυπόστατες δικαιολογίες φάνηκε από την αρχή. Πρώτα, ενόχλησε η χρήση του κινητού τηλεφώνου και του φορητού υπολογιστή. Στη συνέχεια η απουσία δημοσιογραφικής ταυτότητας. Αφού υποστήριξα τα δικαιώματα μου και απάντησα αναλόγως η στρατηγική άλλαξε. «Είναι γυναίκα, και μικρή, ίσως μασήσει». Και επιτέθηκαν σεξιστικά.

Τρίτον. Μπορεί τίποτα από όλα αυτά να μην ισχύει. Μπορεί ο αντιεισαγγελέας να θεώρησε όντως μεγάλη απρέπεια εκ μέρους μου να εμφανιστώ στην αίθουσα του δικαστηρίου με ακάλυπτους τους ώμους μου. Και αυτό ίσως να είναι το χειρότερο σενάριο, διότι σημαίνει ότι εξευτελίστηκα και παρεμποδίστηκε το δημοσιογραφικό μου έργο εξαιτίας των στιλιστικών μου επιλογών. Και αυτό δεν είναι «εντάξει». Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν χώροι που απαιτούν συγκεκριμένο dress code. Όμως δεν είμαι ούτε δικηγόρος ούτε δικαστής. Είμαι δημοσιογράφος, που κάθεται στο ακροατήριο. Όσο και αν ενοχλείται από το στέρνο μου, κανένας αντιεισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να μου υποδείξει πώς θα ντυθώ, πολλώ δε μάλλον να με προσβάλει διαμέσω αστυνομικών χειλιών και να μου απευθύνεται λες και είμαι καμία παιδούλα που φοιτεί σε σχολείο θηλέων το 1950.

Από τη στιγμή που η καθόλα αρμόδια πρόεδρος της έδρας δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία μου και δεν παρατήρησε κάτι μεμπτό στο παρουσιαστικό μου, οι υποδείξεις του εντελώς αναρμόδιου αντιεισαγγελέα ανήκουν στη σφαίρα της αναίτιας σεξιστικής επίθεσης. Άραγε θα γινόταν το ίδιο εάν ήμουν άνδρας δημοσιογράφος και εμφανιζόμουν με βερμούδα; Θα του πρότειναν οι αστυνομικοί να φορέσει ένα δικό τους παντελόνι; Θα παρέμβαινε ο αντιεισαγγελέας εξ αρχής διαμηνύοντας την προσβλητική φράση «Πείτε του να ρίξει κάτι πάνω του;»; Δεν το νομίζω.

Επομένως: 

Δεν κάνει το ράσο τον παπά.

Ούτε το φλοράλ μπλουζάκι μου, ούτε ένα άλλο που έχω στην ντουλάπα μου και είναι ζιβάγκο δεν καθορίζει τη δημοσιογραφική αξιοπιστία μου.

Το ακάλυπτο στέρνο μου δεν επιτρέπεται να πυροδοτεί προσβλητικά σχόλια και υποδείξεις.

Δεν εμπνέουν τα ρούχα το σεβασμό. Είναι δεδομένος. Είτε με μαγιό, είτε με χιτζάμπ.

Κανείς δεν επιτρέπεται να μας προσβάλει, και να μας κάνει να αισθανόμαστε ενοχικά, λιγότερο ικανές, λιγότερο δυνατές, λιγότερο αξιοπρεπείς, λιγότερο σοβαρές και άξιες σεβασμού εξαιτίας της εξωτερικής μας εμφάνισης.

Δεν επιτρέπεται κανένας αντιεισαγγελέας να μας εξευτελίζει και να μας ταπεινώνει.

Και κυρίως κορίτσια,

δεν επιτρέπεται να αισθανόμαστε ντροπή και να στρέφουμε τα βέλη στους ίδιους μας τους εαυτούς.

Η ντροπή είναι όλη δική τους. Είτε είναι εισαγγελείς, είτε πατέρες, είτε αδερφοί, είτε ερωτικοί σύντροφοι, είτε φίλοι, είτε γείτονες.

Τα φλοράλ μπλουζάκια μας, είναι πανέμορφα. Και θα συνεχίσουμε να τα φοράμε. Και στα δικαστήρια, και παντού. Οι ώμοι μας είναι υπέροχοι. Και θα συνεχίσουμε να τους αναδεικνύουμε. Και στα δικαστήρια, και παντού.

Και δεν θα αμφισβητούμε τους εαυτούς μας. Δεν θα επιτρέπουμε σε κανέναν σεξιστή να μας δημιουργεί ερωτηματικά για τις ικανότητές μας, για την αξιοπρέπειά μας. Δεν θα μετανιώνουμε.

Προσωπικά, το μόνο που μετανιώνω, είναι τα δάκρυα που σπατάλησα.

Το δίκιο είναι όλο δικό μας.

 

Νεκταρία