Αυτή η τελευταία τραγωδία στο Φαρμακονήσι είναι μια βρώμικη ιστορία που καλό θα ήταν να φωτιστεί σε όλες τις σκοτεινές πτυχές της. Καλό θα ήταν επίσης να γράφουμε και να ξαναγράφουμε γι’ αυτήν και για όλες τις άλλες παρόμοιες μικρότερες τραγωδίες, να μην τις κρύβουμε κάτω από το χαλί, να μην παριστάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα στα όμορφα και δαντελωτά παράλιά μας, που θα προτιμούσαμε να τα διαθέτουμε μόνο για τη ραστώνη all inclusive τουριστών, κατά προτίμηση υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, ή εναλλακτικά να τις καταστρέφουμε παραχωρώντας τις στο real estate για την οικοδόμηση και πώληση παραθεριστικών κατοικιών.
 
Πέρα όμως από τη συγκίνηση και την αγανάκτηση της στιγμιαίας διαπίστωσης, θα προτιμούσα να σκύψουμε πάνω στην περίπτωση για να βγάλουμε μερικά μονιμότερα συμπεράσματα.
 
Τόσα χρόνια, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες, και εν γένει οι θιασώτες της σκληρής στάσης απέναντι στους μετανάστες που φτάνουν ως τη χώρα μας, αποκρούουν τις προτάσεις για μια μεταναστευτική πολιτική ανθρώπινη και συμβατή με το διεθνές δίκαιο με το βασικό επιχείρημα ότι δεν πρέπει να τους κάνουμε τη ζωή εύκολη (για την ακρίβεια ότι πρέπει να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο), γιατί έτσι θα δίναμε το κίνητρο σε όλους τους κατατρεγμένους της γης να έρθουν εδώ στον τόπο μας και να κατασκηνώσουν.
 
Γεγονότα σαν το προχθεσινό διαψεύδουν με αποστομωτικό τρόπο όλες αυτές τις γραφικές και ανιστόρητες θεωρίες. Η χώρα διανύει ήδη τον πέμπτο χρόνο της κρίσης. Η διεθνής εικόνα της έχει καταστραφεί και κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι ανταποκρίνεται σε οποιαδήποτε έννοια οικονομικής ευημερίας, πολύ περισσότερο επίγειου παραδείσου. Κατά το ίδιο αυτό διάστημα έχει επιπλέον κατά πολύ χειροτερέψει το καθεστώς υποδοχής και μεταχείρισης των μεταναστών, με στρατόπεδα κράτησης, με ένταση των επιχειρήσεων-σκούπα και με χρυσαυγίτικα κυνηγητά.
 
Αν ευσταθούσε η θεωρία ότι δεν πρέπει να κάνουμε τον τόπο μας ελκυστικό για τους ξένους γιατί τότε θα πλάκωναν όλοι εδώ, θα ’πρεπε νομοτελειακά να ισχύει και η αντιστροφή της, ότι τώρα που τον έχουμε κάνει κόλαση δεν θα πατάει το πόδι του εδώ κανείς, ότι θα λοξοδρομούν για να μας αποφύγουν, ότι θα προτιμούσαν ακόμα και να πάνε να πνιγούν οπουδήποτε αλλού παρά στην Ελλάδα.
 
Και όμως, βλέπουμε ότι συνεχίζουν να καταφθάνουν ατέλειωτα καραβάνια εξαθλιωμένων. Όχι γιατί δεν έχουν μάθει τα κακά μαντάτα, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι οι μεταναστευτικές ροές δεν εξαρτώνται από τις προθέσεις κάποιου Δένδια,  Κρανιδιώτη ή Μιχαλολιάκου, οι μεταναστευτικές ροές ωθούνται από τους ανέμους τις Ιστορίας, από την ανέχεια και την ανάγκη, από ανθρωπιστικούς σεισμούς και από τα τσουνάμια των εμφυλίων πολέμων, του θρησκευτικού φανατισμού, της τυφλής τρομοκρατίας και, βέβαια, των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων που πραγματοποιούνται από τους δικούς μας δυτικούς συμμάχους, ενίοτε με τη συμμετοχή και του ελληνικού στρατού.
 
Κι ας μην ξεχνάμε κάτι ακόμα. Σ’ αυτό το διεθνές σύστημα που εξαθλιώνει μαζικά ολόκληρες κοινωνίες, σ’ αυτή την εξελισσόμενη παγκοσμιοποίηση του φόβου και της ανέχειας, δεν αποκλείεται σ’ ένα όχι μακρινό μέλλον οι μεταναστευτικές ροές να αντιστραφούν, όπως άλλωστε το ’χουμε ζήσει και στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.