του Θάνου Καμήλαλη
Εδώ και μερικές εβδομάδες, παραθρησκευτικές οργανώσεις συγκεντρώνονται έξω από το Θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, αντιδρώντας στο μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar». Μετά τις ύβρεις εναντίον θεατών, εργαζομένων και συντελεστών, τις επιθέσεις και τους προπηλακισμούς που καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι (με την αστυνομία, όπως τονίζουν, σε ρόλο παρατηρητή) και τις κραυγές «κάψτε το θέατρο», ακολούθησαν οι μηνύσεις από δύο Μητροπολίτες, Σεραφείμ και Αμβρόσιο, δύο δικηγόρους κι έναν ακόμα κληρικό.
Οι μηνύσεις βασίζονται στα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα για κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκεύματος που τιμωρούν με φυλάκιση ακόμα και όποιον επιδείξει «έλλειψη σεβασμού» προς τα θεία. Δύο αναχρονιστικές διατάξεις του 1951 που επανέρχονται τα τελευταία χρόνια συχνά-πυκνά στη δημοσιότητα με αφορμή θρησκόληπτες επιθέσεις. Μόνο και μόνο η πρόσφατη εμπειρία από μία σειρά τέτοιων περιστατικών καθιστά επιτακτική την κατάργησή τους. Θεωρητικά, το μόνο επιχείρημα για τη διατήρηση της βλασφημίας στη νομοθεσία είναι η ισορροπία ανάμεσα στη μη προσβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός ατόμου και στην ελευθερία της έκφρασης. Πρακτικά όμως, αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα δύο αυτά άρθρα χρησιμοποιούνται ως όπλα από πάσης φύσεως σκοταδιστές, Μητροπολίτες σαν τους Σεραφείμ και Αμβρόσιο και μέλη της Χρυσής Αυγής, προκειμένου να ποινικοποιηθεί η ελευθερία του λόγου και της καλλιτεχνικής εκφρασης, ακόμα και η διαφορετικότητα.
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή της σατιρικής σελίδας του «Γέροντα Παστίτσιου», κατά κόσμον Φίλιππου Λοΐζου, που βρέθηκε στο στόχαστρο της Χρυσής Αυγής και, μετά από ερώτηση στη Βουλή του Χρήστου Παππά, συνελήφθη από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (μετά από προσωπική παρέμβαση του πρώην επικεφαλής της, Μανώλη Σφακιανάκη) το 2012. Λίγο αργότερα, καταδικάστηκε για εξύβριση θρησκεύματος από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε φυλάκιση 10 ετών με 3ετή αναστολή λόγω των σατιρικών του αναρτήσεων. Έπρεπε να φτάσουμε στο 2017 για να ολοκληρωθεί η δικαστική περιπέτεια του «Παστίτσιου», που απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες σε δεύτερο βαθμό.
Έχει σημασία η λεπτομέρεια εδώ. Ο «Παστίτσιος» δεν αθωώθηκε, ούτε η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποίησε την υπόθεση του ως αφορμή για να καταργηθούν τα άρθρα περί βλασφημίας, να προστατευτεί η ελευθερία του λόγου και να αποφευχθεί μία πιθανή ντροπιαστική καταδίκη. Απλώς απαλλάχθηκε λόγω μίας διάταξης που εξαλείφει το αξιόποινο πλημμελημάτων και πταισμάτων που είχαν τελεστεί μέχρι 31/3/2016 και απειλούνταν με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια, με σκοπό της συγκεκριμένης διάταξης την αποσυμφόρηση των φυλακών.
Και φυσικά, δεν είναι μόνο ο «Παστίτσιος» που έχει βρεθεί στο στόχαστρο θρησκόληπτων ομάδων και κάθε λογής σκοταδιστών. Κάθε φορά που οι αναφορές ενός καλλιτεχνικού έργου προκαλούν αντιδράσεις, οι προπηλακισμοί, οι επιθέσεις και οι απειλές ακολουθούνται από μηνύσεις και συχνά και ποινικές διώξεις.
Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, συντελεστές της παράστασης «Η Ώρα του Διαβόλου» κλήθηκαν να καταθέσουν στον εισαγγελέα, μετά από μήνυση βουλευτών της Χρυσής Αυγής και σειρά επιθετικών σκοταδιστικών συγκεντρώσεων έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» στη Θεσσαλονίκη. Άλλα παρόμοια παραδείγματα είναι η θεατρική παράσταση Corpus Christi που είχε προκαλέσει το 2012 χρυσαυγίτικες επιθέσεις στο θέατρο Χυτήριο και εξαιτίας της οποίας οι συντελεστές διώχθηκαν για «καθύβριση θρησκεύματος και κακόβουλη βλασφημία» έπειτα από μήνυση που είχαν καταθέσει (και πάλι) ο Σεραφείμ και τέσσερις βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Τότε μάλιστα, η παράσταση τερματίστηκε εξαιτίας των αντιδράσεων. Διώξεις έχουν ασκηθεί και εναντίον ζωγράφων, όπως ο Διονύσης Καβαλιεράτος που αθωώθηκε τελικά το 2013 για δύο πίνακες που είχαν εκτεθεί σε αίθουσα τέχνης το 2008.
Συν τοις άλλοις, όπως αποδεικνύουν άλλα περιστατικά, για να ασκηθεί μία μήνυση για βλασφημία δεν χρειάζεται καν να υπάρχει σάτιρα ή «προκλητική» καλλιτεχνική ελευθερία. Το 2016, το Thessaloniki Pride δέχτηκε έξι μηνύσεις (που μεταφράστηκαν σε έξι ξεχωριστές δικογραφίες) για μία απλή αφίσα, που μάλιστα, δεν ήταν καν η επίσημη αφίσα της διοργάνωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το περιοδικό Antivirus, οι μηνύσεις προήλθαν από δύο δικηγόρους, τον Αμβρόσιο και τρεις πολίτες της Καρδίτσας. Η αφίσα, που δεν σατιρίζει ούτε καν διαστρεβλώνει στοιχεία του χριστιανισμού, είναι η παρακάτω:
Κάθε χρόνο, όπως σημειώνει το Vice βασιζόμενο σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σχεδόν ένας άνθρωπος την ημέρα κατηγορείται για βλασφημία, ενώ δεκάδες διεθνείς οργανώσεις πιέζουν εδώ και χρόνια για την κατάργηση των άρθρων περί βλασφημίας από τον ελληνικό ποινικό κώδικα. Για παράδειγμα, το 2016 οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άθεων και ουμανιστών από όλο τον κόσμο είχαν στείλει κοινή επιστολή στη Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητώντας την κατάργηση των εν λόγω άρθρων και εκφράζοντας την ανησυχία τους για το γεγονός ότι η βλασφημία διατηρείται ακόμα σε ισχύ «την ίδια στιγμή που νέες ποινικές διώξεις για βλασφημία ασκούνται από τις εισαγγελικές αρχές». Η Διεθνής Αμνηστία από το 2014, με την υπόθεση του «Παστίτσιου», έκανε λόγο για πλήγματα στην ελευθερία της έκφρασης, ενώ η ελληνική Ένωση Αθέων με σειρά αιτημάτων που υποστηρίζονται από διεθνείς οργανισμούς τονίζει ότι:
Τα άρθρα αυτά αντί να προστατεύουν την κοινωνική ειρήνη, τελικά τη διαταράσσουν σφόδρα καθώς νομιμοποιούν τη βία του όχλου και προσβάλλουν ευθέως το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της Γνώμης και Έκφρασης. Το πρόσφατο παράδειγμα της καταδίκης του Φίλιππου Λοΐζου (σ.σ. «Παστίτσιος») δείχνει ότι γίνονται ακόμα και εργαλείο για να προστατεύονται θρησκευτικοί παράγοντες από την νόμιμη και απαραίτητη κριτική για αθέμιτες πρακτικές που εφαρμόζονται καθημερινά, όπως η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η εκμετάλλευση της ευπιστίας των πολιτών.
Να σημειωθεί τέλος ότι, εξ όσων γνωρίζουμε, η βλασφημία τιμωρείται σε ελάχιστες χώρες στον κόσμο, και από τις Ευρωπαϊκές χώρες πλέον μόνο στην Ελλάδα, την Ρουμανία και την Ιρλανδία. Η βλασφημία είναι ένα έγκλημα χωρίς θύμα, και βλάσφημη από μόνη της για το υπέρτατο ον, αν υπήρχε: αλίμονο αν το υποτιθέμενο υπέρτατο ον χρειάζεται τη νομοθεσία του (Ελληνικού) Κράτους για να προστατευθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να καταργήσει τα άρθρα περί βλασφημίας. Μάλιστα, από το καλοκαίρι του 2016, το υπουργείο Δικαιοσύνης υπό τον Νίκο Παρασκευόπουλο, έχει εξαγγείλει την πρόθεσή του να καταργήσει τη βλασφημία, εκδίδοντας μάλιστα και σχετική ανακοίνωση, όπου μεταξύ άλλων σημείωνε:
Παράλληλα με τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ρητορικής του μίσους, η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την πλήρη κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων γνωστοποιεί πως η αποποινικοποίηση του εγκλήματος της βλασφημίας έχει τεθεί υπό την κρίση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα. Τη θέση αυτή θα εκφράσει προσεχώς και κατά την εξέταση της χώρας μας από την Επιτροπή των ΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων.
Κατά το Ποινικό Δίκαιο η ποινή προϋποθέτει την τέλεση πράξης. Ο προσδιορισμός της τελευταίας χωρεί με στάθμιση των εμπειρικών – αποδείξιμων αποτελεσμάτων της. Ωστόσο, στην περίπτωση της βλασφημίας λείπει οποιαδήποτε αποδείξιμη ενώπιον δικαστηρίου βλαπτική συνέπεια της πράξης. Επομένως, η έννοια του εγκλήματος δεν διακρίνεται.
Έκτοτε, η υποσχόμενη νομοθετική ρύθμιση… εξαφανίστηκε και, επί υπουργίας Σταύρου Κοντονή, όσες φορές κι αν θέσαμε το ερώτημα στις υπηρεσίες του υπουργείου, η απάντηση ακόμα μέχρι και σήμερα είναι η ίδια: «Δεν υπάρχει κάτι νεότερο». Την ίδια αμνησία εμφάνισε και ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη ανακοίνωσή του, που καλεί (σωστά) τα υπόλοιπα κόμματα να πάρουν θέση για τα γεγονότα στο θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τις πρότερες κυβερνητικές δεσμεύσεις προστασίας.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν τα άρθρα περί βλασφημίας πρέπει να καταργηθούν, το ερώτημα είναι απλά «τι περιμένετε;». Να σέρνονται καλλιτέχνες σε δικαστικές περιπέτειες; Να επικρατήσει η αυτολογοκρισία στην τέχνη; Να σημειωθούν νέες, ντροπιαστικές για το ελληνικό κράτος, καταδίκες; Οι εργαζόμενοι του ΑΚΡΟΠΟΛ, οι ηθοποιοί και οι αλληλέγγυοι φώναξαν την περασμένη Πέμπτη ότι ο φόβος δεν θα νικήσει, δεν θα περάσει στην Τέχνη και την Έκφραση. Αυτό σίγουρα θα ήταν μια πραγματική βλασφημία.