Την ερώτηση τη διατυπώνουν κατάμουτρα στους συριζαίους, με περίσσεια αγένεια, οι τηλεοπτικοί παρουσιαστές. Είστε έτοιμοι να κυβερνήσετε; Άλλοι πάλι προτιμούν να το διατυπώσουν μονολογώντας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει. Ή ρωτάνε δεξιά αριστερά τις διάφορες περσόνες που κυκλοφορούν στα κανάλια, λες και εκείνοι γνωρίζουν κάτι παραπάνω, που εμείς δεν το ξέρουμε.
 
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ουδέποτε διατυπώνουν το ίδιο ερώτημα σ’ αυτούς που κυβερνάνε ήδη, δηλαδή σ’ αυτούς που είναι στα πράγματα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια – για να μην πάμε και πιο πίσω. Ουδέποτε ρωτούν τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος έχει αποτύχει ήδη να εφαρμόσει την προγραμματική συμφωνία με βάση την οποία το κοινοβούλιο έδωσε διαδοχικές ψήφους εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του, αν ήταν έτοιμος να κυβερνήσει. Ουδέποτε ρωτούν τον υπουργό Παιδείας, ο οποίος  έχει ξεχαρβαλώσει με τις μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόζει όλες τις βαθμίδες της παιδείας και έχει δρομολογήσει την νιοστή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με μόνους κερδισμένους τους ιδιώτες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραπαιδείας. Ουδέποτε ρώτησαν κάτι σχετικό τον υπουργό Υγείας, τον υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εργασίας, τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, τον υπουργό Δικαιοσύνης, τον υπουργό Περιβάλλοντος.
 
Μία εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο είναι πως η ερώτηση θα ήταν καθαρά ρητορική. Φυσικά και δεν ήταν έτοιμοι όλοι αυτοί να κυβερνήσουν, τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τα αποτελέσματα της διακυβέρνησής τους.
 
Δεν ήταν και δεν είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση ούτε κυβερνητικό πρόγραμμα να διατυπώσουν. Το πρόγραμμά τους είναι δανεικό από την τρόικα (δεδομένου ότι ξοδεύουν πολύ περισσότερη πολιτική από όση… παράγουν, οπότε αναγκάζονται κάθε λίγο και λιγάκι να καταφεύγουν σε… εξωτερικό δανεισμό). Κι όταν καμιά φορά σκεφτούν κάτι από μόνοι τους, όπως για παράδειγμα τις 100 δόσεις για τα χρέη στο Δημόσιο ή την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς (σιγά την τεράστια πολιτική σκέψη, δηλαδή), είναι έτοιμοι να τα πάρουν πίσω στο πρώτο φτάρνισμα κάποιου τροϊκανού. 
 
Η πικρή αλήθεια που αποκρύπτουν όλοι συνίσταται στο γεγονός ότι κανείς δεν είναι -κάτω από τις σημερινές πρωτόγνωρες συνθήκες- έτοιμος να κυβερνήσει. Οι παλιές συνταγές είναι άχρηστες για την περίσταση, και μπορούν μονάχα να επιδεινώσουν τα πράγματα – αυτό το χάλι που βλέπουμε να εξελίσσεται πάνω στην καμπούρα μας. Κανείς δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει με την κλασική έννοια του όρου, γιατί το πολιτικό σύστημα έχει μάθει να κυβερνάει πάνω σε μύθους και σε κατεργαριές, βασιζόμενο σε πελατειακά δίκτυα και στις αποφάσεις και τη συνδρομή ξένων κέντρων. Γιατί όλο το ζητούμενο ήταν μέχρι τώρα -ακόμα και μετά την εκδήλωση της κρίσης- το πώς θα περισωθούν τα προνόμια του διεφθαρμένου δημόσιου τομέα, που λειτουργούσε πάντα προς όφελος του διεφθαρμένου ιδιωτικού. Γιατί κάθε φορά που το σύστημα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στα κέρδη και τον άνθρωπο διάλεγε τα κέρδη, όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και το ιδιωτικό προέκρινε το ιδιωτικό, όταν έπρεπε να εξισώσει κάτι το εξίσωνε πάντοτε προς τα κάτω, κι όταν ήταν απαραίτητο να μαζέψει λεφτά προτιμούσε να παίρνει λίγα από πολλούς παρά πολλά από τους λίγους.
 
Κι έπειτα ήρθαν η κρίση και η τρόικα, και δεν έφτανε πια να παίρνουν λίγα από τους πολλούς αλλά έπρεπε να τους πάρουν πολλά, θέλουν να μας τα πάρουν όλα, αυτά που έχουμε κι αυτά που δεν έχουμε, αρκεί να αφήσουν στο απυρόβλητο τον πλούτο των λίγων.
 
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνει στην εικόνα ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα μικρό κόμμα που μεγάλωσε απότομα γιατί κατόρθωσε να πιάσει τη μεγάλη εικόνα και να τη μεταδώσει στην κοινωνία, που βρισκόταν σε σύγχυση. Επειδή τόλμησε να σηκώσει κεφάλι και να πει εκείνα τα όχι που οι άλλοι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν. Επειδή κατόρθωσε να εκφράσει την ανάγκη της κοινωνίας. Προσέξτε, όχι απλώς την επιθυμία ή τις φαντασιώσεις της, αλλά την ωμή ανάγκη. Επειδή δεν αρκέστηκε να εκμεταλλευτεί την κρίση προκειμένου να συγκεντρώσει δυνάμεις για κάποια μελλοντική έφοδο προς την εξουσία, επειδή δεν διάλεξε τη μέση οδό, επειδή δεν δίστασε να συγκρουστεί με όλους και με όλα. Με το εγχώριο πολιτικό σύστημα, με τον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ελίτ, με ιδιωτικά συμφέροντα, ακόμα και με τα media, με τα οποία οι πολιτικοί, για προφανείς λόγους, αποφεύγουν διαχρονικά να αναμετρηθούν ευθέως, φοβούμενοι τις συνέπειες στην καριέρα τους.
 
Αυτός λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ, που βγήκε μια μέρα και είπε ότι εγώ δεν θα αφήσω ανεκμετάλλευτη την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, που δήλωσε ότι θέλει να αναλάβει το ρίσκο της εξουσίας την πιο κρίσιμη στιγμή, που δεν αρνήθηκε να πάρει στα χέρια του την καυτή πατάτα και δεν συμβιβάστηκε με ένα κομμάτι εξουσίας που λίγα χρόνια πριν φαινόταν απλησίαστο, αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ ερωτάται σήμερα από τους αποδεδειγμένα ανέτοιμους, αν είναι έτοιμος να κυβερνήσει.
 
Η απάντηση είναι πως δεν είναι έτοιμος. Όχι, τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Η αλήθεια είναι πως στις σημερινές συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πρότυπα να ακολουθήσει, πρώτον γιατί οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες -διεθνώς- και δεύτερον γιατί τα προϋπάρχοντα πρότυπα έχουν αποτύχει να δώσουν βιώσιμες λύσεις, κι ακόμα χειρότερα έχουν χρεοκοπήσει. Έχουν χρεοκοπήσει ηθικά και πολιτικά, και συμπαρασύρουν στην καταστροφή -εκτός από τη χώρα και την κοινωνία- όποιον προσπαθεί να τα εφαρμόσει.
 
Έτσι, λοιπόν, χωρίς πρότυπα, χωρίς κυβερνητική εμπειρία -με ό,τι καλό και με ό,τι κακό αυτό συνεπάγεται- καλείται από τον λαό ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει. Δεν τον καλούν επειδή είναι έτοιμος από καιρό, τον καλούν επειδή δεν αποτελεί μέρος του προβλήματος. Δεν τον καλούν επειδή έχει έμπειρα στελέχη ή εξαίσιο πρόγραμμα (που μακάρι να είχε, αυτό το θέμα δεν το εξωραΐζω ούτε το αποσιωπώ), τον καλούν για ν’ αλλάξει τη συνταγή, να δοκιμάσει μιαν άλλη, να αναποδογυρίσει τα κριτήρια και τις προτεραιότητες, γιατί με τα υπάρχοντα η συνταγή δεν βγαίνει. Δεν το κάνουν από κέφι, ούτε καν από ιδεολογία, δεν το κάνουν από καπρίτσιο, ούτε καν μονάχα από θυμό, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, το κάνουν απλώς από ανάγκη.
 
Γνώμη μου είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το πιο άρτιο και πιο επεξεργασμένο πρόγραμμα που είχε ποτέ στην Ελλάδα κόμμα της Αριστεράς. Όπως επίσης ότι έχει μακράν πιο σοβαρό πρόγραμμα από κάθε άλλο σημερινό κόμμα. Από την άλλη, ωστόσο, το αποτέλεσμα απέχει σημαντικά από τις ανάγκες της συγκυρίας. Δεν είναι μόνο οι υποκειμενικές αδυναμίες του κόμματος, είναι και η κινούμενη άμμος της οικονομίας και της κοινωνίας, αυτό το τοπίο που συνεχώς αλλάζει, η προϊούσα διάλυση του κοινωνικού ιστού και το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον. Κι είναι ακόμα οι υψηλοί βαθμοί αβεβαιότητας που αντιμετωπίζει η χώρα, καθώς και η πλήρης άγνοια όλων σχετικά με το τοπίο, κυρίως το εξωτερικό, που θα αντικρίσουμε την επόμενη μέρα. Ό,τι και να κάνει, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ για να προετοιμαστεί, θα υπολείπεται των αναγκών. Αλλά ό,τι προετοιμασίες και να κάνει είναι σίγουρο πως στη δύσκολη συγκυρία που έρχεται θα είναι υπερπολύτιμες. Αυτή είναι η σκληρή πραγματική εικόνα.
 
Είναι αλήθεια ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του διστάζει μερικές φορές προς ποια κατεύθυνση να κινηθεί. Όχι επειδή είναι οι συνιστώσες του που τραβολογάνε η κάθε μία το πάπλωμα προς την πλευρά της, όπως διαδίδεται από τα παπαγαλάκια – ή τουλάχιστον δεν το κάνει κυρίως γι’ αυτό. Το κάνει γιατί η κοινωνία βρίσκεται σε σύγχυση, γιατί η κυοφορούμενη πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία που συγκροτείται γύρω απ’ αυτόν έχει εκ των πραγμάτων, λόγω του μεγέθους της και λόγω της κρισιμότητας των περιστάσεων, αντικρουόμενα συμφέροντα. Κι ακόμα γιατί είναι υποχρεωμένος -η ανάγκη τον κάνει κι αυτόν, και όχι κάποια ιδιοτέλεια ή η ιδεολογία- να ανοιχτεί σε καινούρια -πολύ ευρύτερα- στρώματα, και να προσπαθήσει να τα εκπροσωπήσει αυθεντικά, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ή να προδώσει τις δυνάμεις που τον έφεραν ως εδώ. Και εδώ που τα λέμε, μέχρι τώρα δεν τα καταφέρνει και άσχημα σ’ αυτό το δύσκολο έργο.
 
Πρωτόγνωρο λοιπόν το σενάριο και αχαρτογράφητα τα νερά στα οποία η ανάγκη σπρώχνει την ελληνική κοινωνία. Κανείς δεν είναι έτοιμος να τα διαβεί – δεν θα ήταν δυνατό, άλλωστε. Το ζήτημα όμως έχει ως εξής: Αν όλα αυτά τα κοινωνικά στρώματα που προσβλέπουν ξαφνικά στον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της ακραίας ανάγκης, είναι διατεθειμένα να κατανοήσουν τη φύση της περίστασης σε όλο της το βάθος και σε όλη της την προοπτική. Δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση για ανάθεση των λύσεων σε κάποιον τρίτο, αυτός είναι ο πυρήνας της συνταγής που μας έφερε ως εδώ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εκ της φύσεώς του και της παράδοσής του, έχει όρια, ίσως και πολύ στενά, ένας τρόπος υπάρχει να τα υπερβεί. Με την εγρήγορση και τη συμμετοχή του κόσμου που θα τον επιλέξει.
 
Όπως μου έλεγε τις προάλλες ένα από τα στελέχη που ασχολούνται με το πρόγραμμα και τα σενάρια της επόμενης μέρας, «αν πρόκειται να ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα είσαι έτοιμος και να αποσύρεις τα πέντε χιλιάρικα που σου έχουν απομείνει στην τράπεζα, καλύτερα μη μας ψηφίσεις – ψήφισε εξαρχής κάτι άλλο».
 
Και φυσικά δεν πρόκειται μόνο για τα λεφτά. Αλλά αν είναι να είμαστε πειραματόζωα, ας γίνουμε τουλάχιστον πειραματόζωα της δικής μας χειραφέτησης. Και ίσως μαζί με τη δική μας χειραφέτηση να μπορέσουμε κι εμείς με τη σειρά μας να ελεήσουμε την Ευρώπη με λίγη ελπίδα, μ’ ένα άλλο φως.
 
Ακούγεται κάπως αλαζονικό αυτό, ε; Σαν να λες, εμείς που τους δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και τα τοιαύτα. Οπότε το παίρνω πίσω, μην τύχει και το πάρουν χαμπάρι οι αγορές κι έχουμε πάλι τα ίδια…