Ο θάνατος του οικοδόμου Δημήτρη Κοτζαρίδη στο κέντρο της Αθήνας ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει θύελλα συζητήσεων. Το ερώτημα είναι για ποιο θέμα.

Έχει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου την ευθύνη μιας «πολιτικής δολοφονίας», δεδομένου ότι ένας υγιής άνθρωπος πέφτει νεκρός – κατά τα φαινόμενα ύστερα από τη χρήση δακρυγόνων από την αστυνομία; Ή μήπως η ουσία του ζητήματος είναι η αντιπαράθεση ενός τμήματος της Αριστεράς με άλλα τμήματα της Αριστεράς, με τον αναρχικό χώρο και με παρακρατικές ομάδες που παρεισφρέουν σε αυτόν;

Αν δεχθούμε την πρώτη εκδοχή, θα έπρεπε να θρηνούμε το πρώτο θύμα της κρατικής καταστολής στη μνημονιακή περίοδο. Όχι μόνο με θλίψη αλλά και με οργή. Απέναντί μας έχουμε πλέον μια κυβέρνηση η οποία δεν θα διστάσει να αιματοκυλίσει τη χώρα για να παραμείνει στην εξουσία και να ολοκληρώσει τις εντολές που έχει λάβει από Έλληνες και ξένους δανειστές. Όσο περισσότερο αισθάνεται απομονωμένη (και η εγκατάλειψή της ακόμη και από τα παραδοσιακά στηρίγματά της στο εκδοτικό κατεστημένο, αυτό μαρτυρά) τόσο πιο κτηνώδεις θα είναι οι αντιδράσεις της. Μετά τις απειλές Βενιζέλου προς τους δημοσιογράφους, ήρθε ο ξυλοδαρμός τους. Μετά τις απειλές κυβερνητικών στελεχών προς τους συνδικαλιστές ήρθε ο… ψεκασμός τους.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν διστάζει να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές με χημικές ουσίες, η χρήση των οποίων θα συνιστούσε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σε καιρό πολέμου. Τα επίπεδα κρατικής και παρακρατικής βίας δεν έχουν προηγούμενο στη μεταδικτατορική Ελλάδα, ενώ αρχίζουν να θυμίζουν στιγμές της μετεμφυλιακής καραμανλικής Ελλάδας.

Η τελευταία συγκέντρωση όμως αντί να αποτελέσει το ξεκίνημα μιας νέας εποχής θα μετατραπεί τελικά σε εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης. Με τη βοήθεια των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης κατάφερε να παρουσιάσει τα γεγονότα όχι σαν μια ολομέτωπη σύγκρουση του κρατικού μηχανισμού με τους πολίτες αλλά σαν μια εμφύλια διαμάχη της Αριστεράς. Και δείχνει να τα καταφέρνει, ακριβώς επειδή ένα πολύ μικρό αλλά ηχηρό τμήμα της Αριστεράς αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου έχει μεγαλύτερη όρεξη να χτυπήσει ό,τι βρίσκεται δίπλα του και όχι ό,τι βρίσκεται απέναντί του.

Ευθύνες έχουν φυσικά όλες οι πλευρές, αλλά στην πραγματικότητα είναι ασήμαντες. Το ΚΚΕ μπορεί να λειτούργησε με τη λογική των ΚΝΑΤ, περιφρουρώντας όπως το ίδιο καταλαβαίνει την πορεία του, αλλά ήταν εκεί όταν έπρεπε και στις τελευταίες ανακοινώσεις του εστίασε την προσοχή του στην κρατική τρομοκρατία και ζήτησε την ανατροπή της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε αρχικά στην παγίδα της αντιπαράθεσης, αλλά ήταν και αυτός εκεί, όπως ήταν και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τα υγιή κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου. Και μαζί τους ήταν και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι – αυτοί που πάντα κινούσαν τα νήματα της ιστορίας δημιουργώντας τις συνθήκες για την Αριστερά να ανασυνταχθεί και να προσφέρει το θεωρητικό και το οργανωτικό πλαίσιο.

Κυρίες και κύριοι, δεν έχουμε εμφύλιο – έχουμε πόλεμο.