Μπροστά στο βλέμμα της μητέρας του, Μάγδας Φύσσα, η Εισαγγελέας αναφέρθηκε εκτενώς στη δολοφονία του αντφασίστα Παύλου Φύσσα από το τάγμα εφόδου Νίκαιας της Χρυσής Αυγής τονίζοντας ότι ο Γιώργος Ρουπακιας επιχείρησε ψύχραιμος να διαφύγει με το αυτοκίνητό του.

Εκείνη την ώρα ο Παύλος Φύσσας, παρέμενε ζωντανός και υπέδειξε ο ίδιος τον δολοφόνο του στους αστυνομικούς. Ενώ δηλαδή είχε δεχθεί θανάσιμο πλήγμα στην καρδιά, κατάφερε να διατηρήσει τις αισθήσεις του, σήκωσε τη μπλούζα του και έδειξε τα τραύματά του. «Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του», διαπίστωσε η εισαγγελέας.

Ξεκινώντας με μία σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Παύλου Φύσσα, η εισαγγελέας τόνισε ότι τα «διόλου κολακευτικά» λόγια και οι στίχοι του ήταν γνωστά στους κατηγορούμενους. Το συμπέρασμα αυτό, όπως εξήγησε, προκύπτει ξεκάθαρα από τις τηλεφωνικές συνομιλίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. «Όταν κάποιος ακούει τραγούδια που δεν είναι της αρεσκείας τους, τότε θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να τον χτυπήσουν», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Η κα. Στεφανάτου έσπευσε να πει πως πιθανόν μία τέτοια αιτιολόγηση να ακούγεται υπερβολική ή παράλογη, αλλά σημείωσε πως δεν είναι. «Ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι μετρ της ψυχολογίας» προσπάθησε να περιγράψει τον συλλογισμό της και συνέχισε πως «στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όταν η αλήθεια ακούγεται απίθανη, οι άλλοι θεωρούν πιο λογικό να λες ψέματα».

Στο πλαίσιο αυτό, διαπίστωσε ότι η Χρυσή Αυγή δεν απαιτούσε απλώς σεβασμό από τους πάντες, αλλά απόλυτη υποταγή, φέρνοντας ως ενδεικτικό παράδειγμα την εντολή «εγέρθητο» του βουλευτή Γερμενή προς δημοσιογράφους μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων.

Η εισαγγελική λειτουργός αναγνώρισε επίσης ότι τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια λειρουργούσαν «ορμητήριο των ταγμάτων εφόδου», καθιστώντας σαφές ότι από εκεί ξεκινούσαν και εκεί επέστρεφαν οι ομάδες που δρούσαν το 2013. Υπογράμμισε, εξάλλου, ότι ο συγκεκριμένος χώρος δεν είχε καμία σχέση με πολιτικό γραφείο, αλλά είχε την εικόντας επιχειρησιακής βάσης οργανωμένης βίας.

Ο Παύλος Φύσσας επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του

Ακόμα, επικέτρωσε την ανάλυσή της στην επιλογή του Παύλου Φύσσα ως θύματος, σημειώνοντας πως η δολοφονία εντάσσεται σε μια περίοδο κλιμάκωσης της βίας που είχε στόχο την πρόκληση αντίδρασης από την Αριστερά, προκειμένου να επέμβει το παρακράτος. Και προσέθεσε πως μέσα σε διάστημα εννέα μηνών είχαν σημειωθεί πέντε μείζονες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων η δολοφονία του Λουκμάν, τα γεγονότα στην Πάρο και, τελικά, η δολοφονία Φύσσα. «Πλέον δεν υποχωρούσαν», είπε,  διεκρινίζοντας ότι το έγκλημα αυτό δεν ήταν ακατανόητο, αλλά είχε σαφή στόχο και νόημα.

«Πραγματικά ο Παύλος Φύσσας δεν τους είχε προκαλέσει και η ιδιότητα του δεν δικαιολογεί τέτοιο μίσος. Όμως η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση πρώτον στόχευε στο ανώνυμο μέλος και όχι σε εμβληματικά πρόσωπα και αφετέρου η εξόντωση του αντιπάλου γινόταν από ολόκληρο το τάγμα και οποί από μεμονωμένους εκτελεστές. Ο Φύσσας δεν ήταν εμβληματικό πρόσωπο, ήταν ένας αντιφασίστας. Επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνο η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου» συνέψισε η εισαγγελέας.

Σύμφωνα με τη εισήγηση, «δεν θα άφηναν οι κατηγορούμενοι να ζήσει κάποιος που τους εξυβρίζει» κι έτσι κινητοποιήθηκε ιεραρχικά η Χρυσή Αυγή, επικαλούμενη την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, με τον Ιω. Λαγό να «έχει διαρκή ενημέρωση για την εξέλιξη της επίθεσης όπως και για όσα ακολούθησαν, αφού είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν έκανε ο Γ. Πατέλης χωρίς την έγκριση του Ιω. Λαγού», ενώ «ο Λαγός ήταν υπόλογος στο Μιχαλολιάκο για την εντολή του στον Πατέλη».

«Το θύμα ήταν κατευναστικό μέχρι το τέλος» είπε περιγράφοντας την επίθεση έξω από το «Κοράλλι», σε αντίθεση με τους χρυσαυγίτες, οι οποίοι εμφανίστηκαν αδιάλλακτοι, εφοδιασμένοι με στειλιάρια και ρόπαλα, επαναλαμβάνοντας απειλές σε βάρος της παρέας. Στην αγόρευση η κυρία Στεφανάτου παρουσίασε πλήρως όσα έγιναν μόλις ο μουσικός και οι άλλοι βγήκαν από την καφετέρια. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με το τάγμα, που παρουσία αστυνομικών τους κυνήγησε.

«Συντεταγμένα δεν μετέβαλαν τη συμπεριφορά τους από την παρουσία αστυνομικών και συνέχισαν προς Π. Τσαλδάρη που ήταν η παρέα Φύσσα και να φωνάζουν ”να ‘τος εκεί είναι”. Τότε ο Παύλος Φύσσας φώναξε ”τρέξτε” στην παρέα του, προκειμένου να σωθούν αλλά ο ίδιος δεν έτρεξε, πιθανόν για να προλάβουν οι δικοί του να γλυτώσουν».

«Ο Φύσσας ήταν ζωντανός και επέδειξε τον Ρουπακιά που τον μαχαίρωσε»

Όπως τόνισε η Κυριακή Στεφανάτου, «η επίθεση ήταν καταδρομική με εναλλασσόμενες επιθέσεις και ενέδρα. Δεν επεδίωξαν να τον εξοντώσουν, αλλά να τον αποδυναμώσουν μέχρι τη έλευση του Ρουπακιά. Αν το επιθυμούσαν 50 άνθρωποι μπορούσαν να εξοντώσουν τον Π. Φύσσα και την παρέα του, αλλά ήθελαν να τον καθυστερήσουν και εμπόδιζαν τους δικούς του να τον βοηθήσουν παρέχοντας έτσι στο Ρουπακιά όλο τον χρόνο για να επιφέρει τα θανατηφόρα πλήγματα».

Στη συνέχεια, είπε ότι ο 34χρονος «δεν πρόλαβε να αντιδράσει, καθώς ο Γ. Ρουπακιάς ενεργώντας βάση σχεδίου κινήθηκε κυκλωτικά για να αιφνιδιάσει τον Φύσσα όπως και έγινε. Κατευθύνθηκε κατευθείαν αιφνιδιάζοντας τον Φύσσα ο οποίος ίσως να πίστευε ότι θα βοηθούσε στην εξομάλυνση. Όλοι περίμεναν κάποιον να σώσει το Φύσσα. Στη θέα του Ρουπακιά όμως, άνοιξε ο κύκλος των χρυσαυγιτών και αγκάλιασε το θύμα και τον μαχαίρωσε. Εντελώς επαγγελματικά και καθόλου τυχαία, είναι πασιφανές ότι είχε εκπαιδευτεί. Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουμε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου».

Συνέχισε την περιγραφή της ως εξής: «Ατάραχος και ήρεμος ο Ρουπακιάς μπήκε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ο Φύσσας ήταν ζωντανός και επέδειξε τον Ρουπακιά που τον μαχαίρωσε. Το ότι μπορεί να μαχαιρώσεις κάποιον στην καρδιά και αυτός να μιλήσει να μείνει όρθιος και να έχει τις αισθήσεις του, δεν το περίμεναν αυτό οι κατηγορούμενοι. Είναι συγκλονιστικό ενώ το θύμα είχε αγωνία για τη ζωή του, γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου ο θάνατος του, εντούτοις αντί να ασχολείται με τον εαυτό του, έχοντας την επιθανάτια ανησυχία ότι ο δολοφόνος θα μείνει ατιμώρητος, έπρεπε να δείξει ποιος ήταν και να καταθέσει τις αποδείξεις, να σηκώσει δηλαδή την μπλούζα του. Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του».