Στο κενό φαίνεται να πέφτει και η σημερινή έκκληση του γενικού γραμματέα των ενωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτιέρες, για ένα διεθνές μέτωπο πίεσης κατά της χούντας της Μιανμάρ, μετά τις περισσότερες από 100 δολοφονικές επιθέσεις κατά άοπλων ειρηνικών διαδηλωτών, το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε. 

Ομοίως, οι εκκλήσεις του ειδικού απεσταλμένου του OHE για την Μιανμάρ, Τομ Άντριους, για διακοπή των πηγών χρηματοδότησης της χούντας και εμπάργκο όπλων δεν έχουν εισακουστεί ακόμη, ενώ την ίδια ώρα τόσο η ειδική σύμβουλος του ΟΗΕ για την πρόληψη γενοκτονιών, Άλις Γουαριμού Ντεριτού, όσο και η Ύπατη Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Μισέλ Μπασελέ,  κάνουν λόγο για «επαίσχυντες, δειλές, βάναυσες ενέργειες του στρατού και της αστυνομίας, που έχουν καταγραφεί να πυροβολούν πισώπλατα διαδηλωτές ενώ δεν έχουν δείξει έλεος ούτε σε μικρά παιδιά». 

Οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν επιβάλλει κάποιες χλιαρές κυρώσεις, όπως η αναστολή αφορολόγητων πωλήσεων, αλλά η Ρωσία και η Κίνα – η τελευταία με στενούς δεσμούς και με παλαιότερους στρατιωτικούς ηγέτες της Μιανμάρ- κρατούν στάση σιωπής και δεν έχουν καταδικάσει, προς το παρόν, την βίαιη καταστολή. Και οι δύο χώρες είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και είναι πιθανόν κυρίως σε αυτές να απευθύνονται τα στελέχη του οργανισμού που προβαίνουν σε δημόσιες εκκλήσεις. 

Σε αυτό το διεθνές κλίμα, η χούντα συνεχίζει να δρα απτόητη. Οποιαδήποτε λαϊκή συγκέντρωση, ακόμη και αυτές που γίνονται στις κηδείες των θυμάτων των δολοφονιών από τη χούντα, αποτελεί στόχο και ο αριθμός των δολοφονηθέντων από το στρατό συνεχώς αυξάνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη Δευτέρα, στην πρωτεύουσα Γιανγκόν, και κατά τη διάρκεια της κηδείας ενός εκ των 114 δολοφονηθέντων του Σαββατοκύριακου – διημέρου με τα περισσότερα θύματα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα- ο στρατός άνοιξε και πάλι πυρ κατά των συγκεντρωθέντων.

Από την 1η Φεβρουαρίου, ημέρα του πραξικοπήματος, μέχρι σήμερα,  30 Μαρτίου, περισσότεροι από 500 άνθρωποι έχουν δολοφονηθεί στις αντιχουντικής διαδηλώσεις ή στις κηδείες θυμάτων, σύμφωνα με την οργάνωση της Μιανμάρ Ένωση Αρωγής Πολιτικών Κρατουμένων (AAPP). Για την ακρίβεια η οργάνωση δηλώνει ότι έχει επιβεβαιώσει 510 δολοφονίες διαδηλωτών, όλων των ηλικιών αλλά «είναι βέβαιη ότι ο αριθμός είναι πολύ υψηλότερος» και αναφέρει επίσης 2.590 συλλήψεις αντιφρονούντων μες στο ίδιο διάστημα. 

Παράλληλα, η χούντα προχώρησε και σε από αέρος βομβαρδισμούς στην περιοχή Καρεν, όπου υπάρχει ισχυρό αυτονομιστικό κίνημα – μη ένοπλο από το 2015-, προκαλώντας άγνωστο αριθμό θυμάτων και κύματα προσφύγων προς την Ταϊλάνδη.

Οι άοπλοι διαδηλωτές που κατεβαίνουν στους δρόμους της χώρας καθημερινά, για να προασπίσουν την δημοκρατία, ή για να τιμήσουν τους νεκρούς τους, δέχονται επιθέσεις με δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες αλλά, συχνότατα, και με αληθινά πυρά. Και εδώ οι διαδηλωτές έχουν υιοθετήσει τον χαιρετισμό των τριών δακτύλων, που πρώτοι καθιέρωσαν οι αντιμοναρχικοί διαδηλωτές της Ταϋλάνδης, και έχει τις ρίζες του στις ταινίες της σειράς Hunger Games. Σήμερα, στην Ταϊλάνδη, ο χαιρετισμός έχει απαγορευτεί δια νόμου. 

Η βαρβαρότητα των επιθέσεων του στρατού της χούντας καταγράφεται και σε εντολή των επικεφαλής, που διέρρευσε από την κρατική τηλεόραση – πιθανώς για να δράσει και κατασταλτικά-, και στην οποία δίνεται οδηγία όταν πυροβολούν κατά διαδηλωτών «να πυροβολούν στο κεφάλι και στην πλάτη», όχι δηλαδή προς εκφοβισμό ή τραυματισμό αλλά για να σκοτώσουν, ακόμη και πισώπλατα. Η εντολή αναφερόταν ειδικά στο περασμένο Σαββατοκύριακο, οπότε η χώρα γιόρταζε την «Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων» και οι διαδηλώσεις γίναν μαζικότερες. Σύμφωνα με την ΑΑΡΡ πάνω από το ένα τέταρτο των δολοφονηθέντων έχει σκοτωθεί από σφαίρα στο κεφάλι. 

Η Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων είναι εθνική εορτή στη Μιανμάρ, οπότε εορτάζεται η αντίσταση κατά των Ιαπώνων, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο εορτασμό παραβρέθηκαν διπλωμάτες από μόλις οκτώ χώρες — Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Μπανγκλαντές, Βιετνάμ, Λάος και Ταϊλάνδη. Με την ευκαιρία, ο επικεφαλής της χούντας στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ επανέλαβε ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές, και τόνισε και πάλι ότι στόχος της χούντας είναι να διορθωθούν οι «εκλογικές παρατυπίες» που έγιναν στις εκλογές του Νοεμβρίου, στις οποίες πρώτο αναδείχθηκε το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Κι.

Εν τω μεταξύ, αυξάνονται δραματικά τα κύματα προσφύγων από τη Μιανμάρ τόσο προς την Ινδία όσο και προς τη γειτονική Ταϊλάνδη, ειδικά από την επαρχία Κάρεν. Μόνον χτες, Δευτέρα, οι αρχές της Ταϋλάνδης απώθησαν άνω των 3.000 ανθρώπων που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα. Η κυβέρνηση της Ταϋλάνδης υποστηρίζει ότι «οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι ακριβείς», αλλά οι δημοσιογράφοι που βρίσκονται επιτόπου έχουν καταγράψει σχετικές ειδήσεις και εικόνες. Παράλληλα, πηγές από το αυτονομιστικό κίνημα αναφέρουν ότι άνω των 4.000 χωρικών έχουν καταφύγει στη ζούγκλα. Η κυβέρνηση της Ταϋλάνδης δεν έχει καταδικάσει το πραξικόπημα και, όπως αναφέραμε, απέστειλε εκπρόσωπο στον εορτασμό της «Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων». 

Στην Ινδία έφτασαν περί τους 700 πρόσφυγες, πολλοί εκ των οποίων είναι λιποτάκτες στρατιωτικοί και αστυνομικοί, που αρνούνται να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών. Ωστόσο, το μέλλον τους στην Ινδία είναι άδηλο, παρά την φιλοξενία που τους παρέχουν οι τοπικές συνοριακές κοινότητες, καθώς η Ακροδεξιά εθνικιστική κυβέρνηση Μόντι τους θεωρεί παράνομους και ανεπιθύμητους, και μάλιστα έχει βάλει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους χιλιάδες Ροχίνγκια – μουσουλμάνους της Μιανμάρ που υπέστησαν γενοκτονία και από την υπό την Αουνγκ Σαν Σου Κι κυβέρνηση- ώστε να τους στείλει πίσω στην χώρα τους, παρ’ ότι τους περιμένει βέβαιος θάνατος.