Η Αμερική, βέβαια, δεν υπάρχει. Δεν είναι ένα πράγμα με τον τρόπο που οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο είναι ένα πράγμα. Ένας λευκός αγγλοσάξονας προτεστάντης σε ένα ελίτ πανεπιστήμιο στη Βοστώνη έχει απειροελάχιστα κοινά με έναν Αφροαμερικάνο σε κάποιο γκέτο του νότου, με έναν λατιναμερικάνο εργάτη στην Καλιφόρνια των 16 εκατομμυρίων ισπανόφωνων, ακόμα και με έναν εξίσου λευκό πωλητή μεταχειρισμένων αμαξιών στο Οχάιο. Οποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια εξερεύνησης του αμερικάνικου πολιτισμού σαν κι αυτή που ακολουθεί θα πάσχει από μιας αρχής, αν όχι από τις γενικεύσεις που θα κάνει, τότε από την αδυναμία ενός ξένου να ξεχωρίζει το μπαγκράουντ από τους ηθοποιούς· να ξεχωρίζει πέρα από ένα βασικό επίπεδο τι απ’ όλα αυτά που ζει οφείλεται στη δομή, και τι στην ιδιοσυγκρασιακότητα των συγκεκριμένων ανθρώπων και καταστάσεων που συναντά στον δρόμο του. Κι αν ακόμα καταφέρει να τα αποφύγει κάπως όλα αυτά, τότε η ματιά του θα είναι σίγουρα προσδιορισμένη από τις νευρώσεις και τα ψυχικά μορφώματα, τις αγωνίες και τα ενδιαφέροντα του συγγραφέα της, εν προκειμένω ενός καλοσπουδαγμένου, και κακοπληρωμένου ως Βαλκάνιου, λευκού της μεσογειακής μεσαίας τάξης.
Ένα ερώτημα που απασχολεί από παλιά τους Έλληνες διανοούμενους είναι το τι πράγμα είναι τέλος πάντων η Αμερική. Υπάρχει τουλάχιστον από τα μέσα του εικοστού αιώνα ένα σταθερό ρεύμα ανθρώπων όπως ο Καραγάτσης και ο Θεοτοκάς που επισκέπτονται τις Ηνωμένες Πολιτείες και προσπαθούν να περιγράψουν τι σημαίνει να βιώνεις αυτό για το οποίο έχεις ακούσει τόσα πολλά. Με μία έννοια, το ερώτημα αυτό έχει γίνει ευκολότερο να απαντηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, αφού η παγκοσμιοποίηση και η ηγεμονία του αμερικάνικου πολιτισμού στον δυτικό κόσμο και τον πλανήτη έχουν κάνει αυτόν τον πολιτισμό, δικό μας πολιτισμό. Από την άλλη, είναι ακριβώς αυτή η μετάβαση που κάνει το ερώτημα και οξύτερο και δυσκολότερο, αφορώντας αυτή τη φορά όχι τόσο το τι είναι αυτή καθαυτή η Αμερική, αλλά το ποια είναι η δική μας σχέση μαζί της, το πώς να κατανοήσουμε τη σύμμειξη της αμερικάνικης ταυτότητας με την δική μας, πώς να διαχειριστούμε τον τρόπο που διαμεσολαβεί τη σχέση μας με τους οικείους και τους άγνωστους άλλους. Αυτό που είναι σε κάθε περίπτωση αδύνατο είναι η αναίρεση αυτής της επιρροής. Ακόμα κι αν κανείς κάνει σκοπό της ζωής του να στήσει προπύργια αντι-κουλτούρας στην αμερικανοποίηση, θα συνιστά απλά το ένα άκρο της διαλεκτικής αγάπης-μίσους που ορίζει τη σχέση ενός δορυφορικού πολιτισμού με το σημείο αναφοράς τους. Η αμερικάνικη μορφή ζωής είναι για εμάς εκεί πάντα-ήδη, από τις παιδικές μας προσλαμβάνουσες ήδη μια σημαντική συνιστώσα σχηματισμού της δικής μας ζωής.
Εθνολογίες του εαυτού πέρα από την μεγάλη λίμνη.
Η πρώτη λοιπόν από αυτές τις αγωνίες που ενεργοποιείται στην Αμερική, δη στην Νέα Υόρκη, είναι το στρες, αυτό το αμερικάνικο στρες, μήτρα όλων των φαντασιακών που περιβάλλουν το σύγχρονο δυτικό στρες, για το οποίο τόσα πολλά έχουμε ακούσει, το οποίο συνήθως αποδίδεται στα υψηλά ενοίκια, στην ακρίβεια, στην κίνηση, στους φρενήρεις ρυθμούς ζωής και στον τρόπο που ενεργοποιούν παρατεταμένα το νευρικό σύστημα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι ψέμα, αλλά και όλα μαζί δεν αποτυπώνουν το πόσο μικρός νιώθεις κανείς στην παραδειγματική μητρόπολη της Δύσης. Το να ζεις στην Νέα Υόρκη, περισσότερο αν ανήκεις στη μεσαία τάξη και λιγότερο αν είσαι φτωχός (οπότε και έχεις σημαντικότερα προβλήματα), σημαίνει να ζεις με το αυτί κολλημένο στις ράγες που κινούν τον κόσμο. Δεν είναι μόνο η αχανής κλίμακα των πάντων· είναι και η συνεχής υπενθύμιση ότι κάθε εκατοστό της πόλης είναι ρυθμισμένο έτσι ώστε να αποδίδει το μέγιστο από κάτι σε κάποιον και να επηρεάζει σχεδόν τους πάντες, και αν δεν είναι θα ξαναρυθμιστεί σύντομα ώστε να είναι. Αυτή η ποσοτική κλιμάκωση της επιτυχίας αντιβαίνει σε μια ποιοτική δομική ανάγκη του δυτικού ανθρώπου: το να μπορεί να διατηρεί αυτοεξυπηρετικές άγνοιες και φαντασιώσεις μεγαλείου, ένα αφήγημα στο οποίο ο ίδιος, με κάποιον τρόπο, θα πλασάρεται στο μπροστά μέρος ως ο βασιλιάς της ορδής όπως θα έλεγαν κάποιοι παλιότεροι ψυχαναλυτές. Η ικανότητά σου να αισθανθείς σημαντικός, όποια κι αν είναι αυτή, μπαίνει σε μεγάλη δοκιμασία. Πρόκειται για το ίδιο αποτέλεσμα που έχει ο καθεδρικός ναός πάνω στον καθολικό πιστό, με την διαφορά ότι εδώ γίνεσαι μικρός όχι για να διασωθείς από το συλλογικό όχημα του Θεού, αλλά για να επενδύσεις ακόμα περισσότερο στην θρησκεία της ατομικότητάς σου. Το στρες των νεοϋορκέζων αντιστοιχεί περισσότερο σε αυτή τον διαρκή πόλεμο που δέχεται το πληθωριστικό Εγώ τους, παρά στην δυνατότητά τους να τα βγάζουν πέρα εδώ που βρίσκονται – και γι’ αυτό άλλωστε το στρες αυτό το μοιράζονται και αυτοί που έχουν αυτήν την δυνατότητα.
Μιλώντας για δυνατότητες, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χώρα του κόσμου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή μάλλον άλλη νησίδα του κόσμου από το Μανχάταν, που να μπορεί κανείς να διαπιστώσει το ανθρωπολογικό αποτύπωμα του φιλελευθερισμού και του προοδευτικού δικαιωματισμού σε τόσο μεγάλο βάθος. Σε ένα επίπεδο αφαίρεσης, αυτή η παρατήρηση είναι μάλλον ένα αναλυτικό κλισέ. Εκείνο που μετέτρεψε για εμένα προσωπικά την αδρανή θεωρητική γνώση σε συμπαγή συναισθηματική πραγματικότητα ήταν το πιο συντηρητικό κοινωνικό τελετουργικό απ’ όλα, ή αλλιώς ο γάμος. Τον γάμο λοιπόν ετούτον, όπου ένας ισπανόφωνος Αμερικάνος δεύτερης γενιάς παντρεύτηκε μια Εβραία πρώτης, διηύθυναν από κοινού ένας ραβίνος και ένας παπάς, οι οποίοι σε διάφορα σημεία της τελετής αντάλλαζαν λόγια, ο ένας της πίστης του άλλου, έκαναν αστεία και πονηριές, πετούσαν κανένα ψιλό υπονοούμενο. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε, αλλά δεν μου είχε ποτέ προηγουμένως προκύψει ότι ακόμα και ο θρησκευτικός γάμος μπορεί να είναι κάτι που να απέχει από ακατανόητες και γοτθο-καταθλιπτικές γραφές, κάτι που να μην περιμένουν όλοι απλά να τελειώσει, ένα για τα δεδομένα του καλό ως καθηλωτικό σόου. Κυρίως κάτι το οποίο να μην είναι προκαθορισμένο σαν γραμμή παραγωγής, που να δίνει κάποιους βαθμούς ελευθερίας στους κληρικούς και πολλούς στους παρεβρισκόμενους, οι οποίοι είχαν βέβαια προγραμματίσει στρατηγικά τις δικές τους ατομικές δημόσιες παρεμβάσεις. Με μεγάλη απορία και τρόμο για το τι θα συνέβαινε στην ανάλογη ελληνική περίπτωση, παρακολούθησα φίλους, πατεράδες, δευτεροξάδερφα και θείες να σηκώνονται εμβόλιμα στα γαμήλια τίνερς και να δίνουν σπίτσες, τα οποία σπίτσες, μέσα στο αναπόφευκτο του κιτς και της υπερβολής τους, ήταν πάντως και πλήρη γνήσιου συναισθήματος, και δοσμένα με υψηλών προδιαγραφών πάμπλικ σπήκινγκ περφόρμανσες.
Δυο λόγια ακόμα, για την κοινωνικοποίηση στους γάμους και εκτός: ως παιδί της μεσαίας τάξης επαρχιακών προαστίων και ιθαγενής του Ίντερνετ, είχα στα εφηβικά και μετεφηβικά μου χρόνια μια σχέση ιλίγγου με την ελληνική λαϊκότητα, ο τρόμος του οποίου μειώθηκε ως και εξαφανίστηκε όσο μεγάλωνα και μάθαινα, με την ασφάλεια της απόστασης από αυτήν, να την πλοηγούμαι. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι πάντα θα νιώθω καθορισμένος από αυτή τη μνήμη της αποξένωσης και μιας μεγάλης αδυναμίας να είμαι «χύμα και έξω καρδιά» κατά τα μέτρα της ελληνικής επαρχίας· μιας αίσθησης ότι είμαι αμήχανος, όχι θορυβώδης με τον τρόπο που έπρεπε, πολύ νευρωτικός για το μόνο περιβάλλον που ήξερα για αρκετό καιρό. Πολλά έπαιξαν ρόλο στο να διαμορφώσουν αυτήν την κατάσταση, όχι αμελητέο το γεγονός ότι είχα μεγαλώσει (σε σαββοπουλικό σπίτι αλλά) σαν Αμερικάνος πολύ περισσότερο από τους γύρω μου, καταναλώνοντας, ειδικά από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο διαδίκτυο και μέχρι να ανακαλύψω ως αριστεριστής μετέφηβος το ευρωπαϊκό σινεμά, σχεδόν αποκλειστικά αμερικάνικα προϊόντα της διάνοιας. Μάλλον αναμενόμενα, ό,τι έχω δει από την μεσαία τάξη των βορειοαμερικάνων αντιστοιχεί ακριβώς στον δικό μου ψυχισμό, σε μια μεγαλύτερη ροπή προς την ιδιώτευση, έναν όχι αμελητέο βαθμό κοινωνικού άγχους, νευρώσεις πιο περιχαραγμένες στον εαυτό σε σχέση με τα ελληνικά στάνταρ. Μου έκανε και μου κάνει ακόμα μεγάλη εντύπωση το πόσο κοινωνικά επιδέξιος φαίνομαι στους Αμερικάνους, πράγμα τελικά όχι και τόσο περίεργο, αφού παραξενιές που τις μοιράζονται όλοι δεν τις έχει κανείς. Είναι με τρόπους σαν κι αυτόν που οι συναισθηματικές καταβολές των ανθρώπων μπορούν να τους φέρουν πολύ περισσότερο κοντά από όσα μοιράζονται πολιτικά, κάτι πολύ αισιόδοξο ή πολύ απαισιόδοξο, εξαρτάται πού το πάει κάθε φορά κανείς.
Στην άλλη μακρά όχθη του καπιταλισμού φτάνει κανείς με μάλλον μειωμένες φαντασιακές προσδοκίες όσον αφορά στις ίδιες τις πόλεις. Η Νέα Υόρκη έχει φιγουράρει καθαυτή στο πρώτο πλάνο του θεάματος, κι ακόμα κι αν το θέαμα αυτό εκπορεύεται από το Χόλιγουντ, η ίδια η πόλη του Λος Άντζελες δεν προσεγγίζει καν την θεαματική μυθολογία και την ψευδεπίγραφη οικειότητα που προσφέρει στους Ευρωπαίους η ανατολική ακτή. Αυτό είναι κυρίως καλό, γιατί ο επισκέπτης μπορεί, πλήρως απροετοίμαστος και άρα ελάχιστα αμυνόμενος, να καταπλακωθεί από μια κατολίσθηση υλικοτήτων, αυτήν που διαμορφώνει η μεγαλύτερη (μαζί με τον Σαν Φρανσίσκο) πύκνωση ψηφιακής εξουσίας στον κόσμο. Από ψηλά, και σε αντίθεση με το πώς η Νέα Υόρκη χαράσσεται από τα ποτάμια και ορίζεται από το Μανχάταν και τους άλλους δήμους της, το Λος Άντζελες μοιάζει με μια σοκαριστικά αδιαφοροποίητη μάζα. Στο μάτι του προσγειωνόμενου άσχετου, τα μόνα πιθανά σημεία αναφοράς είναι οι αυτοκινητόδρομοι των 10-12 λωρίδων που τέμνουν την πόλη σαν σταυροί, άντε και κάποιοι ουρανοξύστες στο σχετικά μικρό της «κέντρο». Από χαμηλά, το πράγμα γίνεται πιο πολύπλοκο. Κατ’ αρχάς, το Λος Άντζελες είναι η πρώτη τέτοιου μεγέθους αμερικάνικη μητρόπολη όπου συναντά κανείς μια κάποια παρουσία δημόσιου χώρου. Οι παραλίες της πόλης, μέρος των οποίων είναι και η παραλία του Baywatch και η διαβόητη Muscle Beach του fitness boom των αρχών του εικοστού αιώνα, εκτείνονται χωρίς σαφή όρια για τουλάχιστον 40 χιλιόμετρα και τουλάχιστον από το Long Beach μέχρι το Malibu. Σε αυτόν τον αχανή χώρο ήταν ίσως η πρώτη φορά στην Αμερική που αγόρασα φαγητό στο χέρι, που έκατσα κάπου που δεν ήταν κάτι για να φάω με μια παρέα, και που ταυτόχρονα δεν ένιωθα να κάνω κάτι εξωφρενικά περίεργο. Παρά τα ύψη των τιμών των ακινήτων, και εδώ που τα λέμε ακριβώς λόγω αυτών, οι παραλίες αυτές είναι και το σπίτι πολλών κοινοτήτων αστέγων, οι οποίες παρότι βρίσκονται υπό μια κάποια πίεση από καιρού εις καιρόν, παραμένουν ενεργές, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του κυρίως εκτοπισμένου πληθυσμού. Το ίδιο ισχύει και για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες, κυρίως Αφροαμερικάνων και ισπανόφωνων, όπως το γνωστό σε εμάς Compton, του κεντρικού και νότιου Λος Άντζελες, οι οποίες, όσο αυτό είναι εφικτό στην Μέκκα της ανάπλασης, παραμένουν σε παρόμοια κατάσταση με αυτή των 90s.
Φυσικά, το Λος Άντζελες δεν ορίζεται ούτε από τους δημόσιους χώρους του ούτε από τις περιθωριοποιημένες γειτονιές του, αλλά από αυτό που τόσο εύστοχα ανέλυσε, ούτε λιγότερα από 20 χρόνια πριν, ο κοινωνιολόγος Mike Davis στο εικοσασέλιδο πάμφλετ Beyond Blade Runner. Ορίζεται από μια οικολογία του φόβου, η οποία διαμορφώνει την πόλη ως ένα παλίμψηστο από απομονωμένες ζώνες και κλειστές (gated) κοινότητες, πλήρεις οι οποίες πυρηνικά οικογενειακών φρουρίων, ηλεκτρονικών επιτηρήσεων, ιδιωτικών φυλάξεων, ψηφιακών υπηρεσιών. Ορίζεται, και εδώ επιστρέφει η αίσθηση του ομοιογενούς για την οποία προκαταβάλλει η θέα του αεροπλάνου, από το ατελείωτο συνεχές σπίτια-σπίτια-σπίτια-μωλ, σπίτια-σπίτια-σπίτια-μωλ για όσο μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου και να δει το μάτι σου. Παρκάροντας δίπλα από ένα άθλιο βενζινάδικο σε ένα ακόμα strip-mall για να φάμε στο αγαπημένο κορεάτικο της αγαπημένης μου φίλης, βρήκα τον εαυτό μου να αναπολεί, όχι τις πλατείες στη Θεσσαλονίκη και τις παραποτάμιες βόλτες στο Βελιγράδι, αλλά τον καπιταλισμό του Λονδίνου, το να είναι απλά τα μαγαζιά και τα εμπορικά κέντρα το ένα δίπλα στο άλλο και αναμεμιγμένα με σπίτια αντί σε απομονωμένες νησίδες καπιταλισμού προσβάσιμες μόνο με αυτοκίνητο. Το Λος Άντζελες ορίζεται, τέλος, φυσικά και πριν απ’ όλα, από την τεράστια βιομηχανία του θεάματος και τεχνολογίας, και όλα τα παρδαλά πλούτη που αυτές σέρνουν μαζί τους: από τα drones που έχουν αναλάβει το ντελίβερι, από μηχανικούς σκύλους που βγαίνουν την βόλτα τους, από κανονικούς σκύλους που πάνε σε μανικιουρίστες, ομοιοπαθητικούς και βελονιστές, από γυμναστήρια που προσφέρουν υπηρεσίες με ονόματα ακατανόητα σε εμένα αλλά νομίζω και στον μέσο Ευρωπαίο (τι διάτανο είναι ο ατμοσφαιρικός προπονητής κυττάρων), αν μη τι άλλο από μαγαζιά που δεν καταλαβαίνεις τι πουλάνε ούτε απ’ έξω ούτε από μέσα, και φυσικά ορίζεται από το Χόλιγουντ. Το οποίο Χόλιγουντ, και όλη η βιομηχανία με θέμα τον εαυτό του που έχει στήσει γύρω απ’ αυτό, από τη Λεωφόρο της Δόξας μέχρι διάφορα πανάκριβα θεματικά πάρκα, είναι η καλύτερη υπενθύμιση του γιατί οι άνθρωποι υπομένουν να ζουν στον καπιταλισμό: γιατί όταν αυτός λειτουργεί αποτελεσματικά, μπορεί να προσφέρει μια βαθιά (όσο και πρόσκαιρη) ανακούφιση από τα προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί. Γιατί αυτό το καταναλωτικό όργιο, το οποίο δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για την παραγωγή του, προσφέρει ταυτόχρονα και τα απολαυσιακά και επιθυμητικά μέσα για να διασφαλίζει την μακρά αναπαραγωγή του.
Τελικά, οι μητροπόλεις της Αμερικής δεν είναι ένα μέσο φιλικό προς τον χρήστη. Από το πόσο σκληρή και στρεσογόνα είναι η επιβίωση, από τις απαιτήσεις που απευθύνουν στον εαυτό, μέχρι την αυστηρή προσκόλληση στους κανόνες και στο σύστημα η κατάσταση είναι κάπως σκληρή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και πέρα από το εξωφρενικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, η εμπειρία αυτών των μητροπόλεων είναι κάτι που διδάσκει όσο λίγα πράγματα τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο, και ειδικά αυτόν που ζει στην επαρχία της Δύσης. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό που βλέπει είναι η μήτρα του ίδιου του πολιτισμού, και τα ημερολόγια που κρατάει δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια ανθρωπολογία και μια εθνολογία του εαυτού του.