Του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Μια πρώτη απορία είναι πώς κατόρθωσαν οι δύο εταίροι να κυβερνήσουν επί τέσσερις μήνες τη χώρα ελλείψει ενός τέτοιου εμβληματικού κειμένου. Για το προηγούμενο διάστημα δεν υφίστατο πρόβλημα, δεδομένου ότι εφάρμοζαν, με μεγάλη συνέπεια και επιτυχία όπως όλοι γνωρίζουμε, το προηγηθέν κείμενο της τριμερούς προγραμματικής σύγκλισης.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκείνο το έγγραφο εξεπλήρωσε την αποστολή του, ασχέτως του γεγονότος ότι κανένα από τα βασικά σημεία του δεν εφαρμόστηκε, ενώ η κυβέρνηση που το είχε υιοθετήσει διαλύθηκε ησύχως άμα τη παρελεύσει ενός έτους. Και όμως, το κείμενο εκείνο, αν και δεν το προέβλεπε ρητά για να το καταστρατηγήσει (όπως όλα τα άλλα τα οποία ανέφερε), είχε συνομολογηθεί με ορίζοντα τετραετίας. Το ίδιο ισχύει και με το τωρινό, αυτή τη φορά ρητά όμως.
Το φετινό κείμενο, παρά την ωραιολογία του, είναι συγκριτικά πιο φειδωλό σε υποσχέσεις προς τα λαϊκά στρώματα. Όχι γιατί υλοποιήθηκαν εκείνες, αλλά απλώς γιατί η κυβέρνηση θεωρεί ότι ο στόχος -ο ενταφιασμός όλων αυτών των υποσχέσεων- έχει ήδη επιτευχθεί και δεν υφίσταται λόγος νέας παραβίασής τους. Αντιθέτως, τα λαϊκά στρώματα αισιοδοξούν ευλόγως ότι όλα τα προβλεπόμενα υπέρ των τραπεζών, των επιχειρηματιών και των ξένων επενδυτών μέτρα και αυτή τη φορά θα εκπληρωθούν.
Επιφυλάξεις γεννά πάντως η έκταση του κειμένου, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με το περσινό, η οποία υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσει υπερβάλλουσες προσδοκίες. Πόσες υποσχέσεις μπορεί, τέλος πάντως, να αθετήσει μια κυβέρνηση, ακόμα και εθνικής ευθύνης;
Βάσει του νέου κειμένου, το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο έχει ξεπεραστεί οριστικά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, στο βαθμό που όλοι οι μνημονιακοί του χθες συνωθούνται στις τάξεις των αντιμνημονιακών του σήμερα, ανεμίζοντας ένα καινούριο εθνικό ευαγγέλιο που ακούει στο όνομα «Σχέδιο Εθνικής Ανασυγκρότησης»; Το γεγονός ότι το εν λόγω ντοκουμέντο δεν υφίσταται εισέτι, και πιθανότατα ουδέποτε θα υπάρξει, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία – καλή διάθεση να υπάρχει και τα άλλα τα βρίσκουμε. Επιφυλασσόμαστε να καταγράψουμε σύντομα πόσες φορές έχει εξαγγελθεί τα τελευταία χρόνια η κατάρτιση ενός τέτοιου σχεδίου χωρίς όμως ποτέ να υλοποιηθεί εξαιτίας της προσήλωσης των κυβερνώντων στα μνημόνια, που δεν αφήνουν περιθώρια για δεύτερες σκέψεις και για εθνικούς σχεδιασμούς οι οποίοι, εάν επιχειρούνταν, θα προσέκρουαν ευθέως σ’ αυτά. Είναι σήμερα σαφέστερο από ποτέ: Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και μνημόνιο είναι έννοιες όχι απλώς ασύμβατες αλλά και αλληλοαποκλειόμενες.
Το παράξενο είναι ότι, μιλώντας για τη συνδιαλλαγή με τους κοινοτικούς εταίρους και δανειστές μας, το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας την αναφέρει ως «δύσκολη και άνιση διαπραγμάτευση». Δύσκολη και άνιση το καταλαβαίνουμε, αλλά διαπραγμάτευση γιατί;
Μια άλλη υπηρεσία που προσφέρει το κείμενο είναι ότι καταγράφει με ενάργεια και διεκτραγωδεί σε γλαφυρή γλώσσα το πώς η χώρα έχει οδηγηθεί με τυχοδιωκτικό τρόπο «σε πλήρη εξανέμιση εισοδημάτων και περιουσιών και θα πήγαινε την Ελλάδα δεκαετίες πίσω, υπό συνθήκες διεθνούς οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης και εσωτερικής διάλυσης. Θα το ’λεγες και αυτοκριτική, παραδόξως όμως η ρεαλιστική αυτή περιγραφή υπάγεται εκ παραδρομής, ίσως γιατί ο πρωθυπουργός βιαζόταν να το πάρει μαζί του στο Συμβούλιο Κορυφής να τους δείξει ότι έχει κάνει τα μαθήματά του, σε μια παράγραφο που αναφέρεται σε κάποιο plan Β και στις ενδεχόμενες συνέπειές του.
Θα μπορούσε κανείς να γράφει επί ώρες γι’ αυτό το πόνημα εθνικής αυτοσυνειδησίας, υπάρχει όμως η υπόνοια ότι θα μας απασχολήσει στο μέλλον με άλλη ετικέτα – του προεκλογικού προγράμματος. Πράγματι, είθισται να αναφέρονται ως προγραμματικές συμφωνίες κείμενα όπου δύο ή περισσότεροι συμβαλλόμενοι έρχονται να προσυπογράψουν τα σημεία στα οποία συμπίπτουν (ασχέτως αν προτίθενται πράγματι να τα θέσουν σε εφαρμογή) και αφήνουν απέξω τα όσα τους χωρίζουν. Εδώ οι δύο ηγέτες δεν άφησαν τίποτε απέξω (εκτός ίσως από την παρωνυχίδα της ΕΡΤ, αλλά ποιος νοιάζεται για την ΕΡΤ όταν έχει στα σκαριά, ενόψει της ευρωπαϊκής προεδρίας, το ελληνικό BBC…). Δεν άφησαν τίποτα απέξω γιατί προφανώς σε τίποτα δεν διαφωνούν. Και μπορεί διάφοροι κεντροαριστεροί να μοχθούν για τη συγκρότηση του τρίτου πόλου ώστε να κατέλθουν στις εκλογές, αλλά λογάριαζαν προφανώς χωρίς τον Βενιζέλο, ο οποίος έχει ήδη καπαρώσει προφανέστατα κάποια εκλόγιμη θέση για κάποιον παρατρεχάμενό του στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ, που δεν είναι καθόλου μικρό επίτευγμα, γιατί πόσες θέσεις νομίζετε ότι έχει σίγουρες το κόμμα της μείζονος συμπολιτεύσεως;
Α, να μην παραλείψουμε και τη σημαντική προσθήκη που παρατηρήθηκε στο σκέλος της προνοιακής πολιτικής. Στους στάνταρ αναξιοπαθούντες, «νεόπτωχους», «αναπήρους», «πολυτέκνους», «μονογονεϊκές οικογένειες» κ.λπ., οι συντάκτες του κειμένου, στο πλαίσιο προφανώς πρόσφατης δημόσιας διαβούλευσης στην οποία όπως όλοι ξέρουμε συμμετείχε και ο υπουργός των Οικονομικών, πρόσθεσαν και τους «μοναχικούς υπερήλικες» ώστε να μην βαρυγκωμάει ο κ. Στουρνάρας από τα οικογενειακά του βάρη.
Τέλος, παραδόξως, στο κείμενο δεν γίνεται η παραμικρή μνεία στη γνωστή θεωρία των δύο άκρων, η οποία φαίνεται να πέφτει σε αχρηστία ελλείψει αιτιολογικής βάσεως. Έτσι, με όρους νεοδημοκρατικής λογικής η χώρα από τούδε και στο εξής θα δικαιούται προνοιακού επιδόματος ως ανάπηρη κι αυτή, έχουσα πλέον -κατά γενικήν ομολογία πλέον- μονάχα ένα άκρο.
Το μόνο λογικό, τελικά, σε όλη αυτή την ιστορία, είναι πως το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας ορίζεται, λέει, ως «το πολιτικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ με στόχο την όσο γίνεται ταχύτερη, οριστική και ασφαλή έξοδο της Πατρίδας μας από το μνημόνιο». Έτσι, όλα τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη σωστή τους θέση. Είχαν και κάποιο δίκιο όσοι κατά το παρελθόν διετείνοντο ότι πάμε γυμνοί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς εστερείτο η χώρα, όπως αποδεικνύεται τώρα, εκ των υστέρων, του καταλλήλου διαπραγματευτικού πλαισίου.